28 Οκτωβρίου 2015

Ο Ιωάννης πίσω από τον Μεταξά-Ο πρωθυπουργός του ΟΧΙ

Ηγέομαι: προηγούμαι, προπορεύομαι, είμαι αρχηγός, οδηγώ, διευθύνω, κυβερνώ (Χαρ. Αθ. Μπαλτάς, Λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, Αθήνα, εκδόσεις Δημ. Ν. Παπαδήμα, 1995,
σ. 269)

Οι ηγέτες προπορεύονται και οδηγούν. Οι αγαθοί οδηγούν τους λαούς που τους ακολουθούν σε επιτυχίες, σε νίκες, ακόμα και σε θριάμβους. Οι κακοί, σε αποτυχίες και καταστροφές. Οι περισσότεροι ηγέτες έχουν μεικτό “μητρώο”, που περιλαμβάνει μεγάλες και μικρές στιγμές. Η αναζήτηση της σειράς αυτής των Ελλήνων ηγετών περιλαμβάνει εκπροσώπους από όλο το φάσμα της ιστορίας των Ελλήνων, από την αρχαία έως τη νεότερη εποχή. Η νέα Ελλάδα έχει ασφαλώς τη μερίδα του λέοντος, ίσως γιατί παραδόξως είναι η λιγότερο γνωστή. Το σχολείο άφησε περισσότερα κενά στη νεότερη απ’ ό,τι στην αρχαία ιστορία.
Η κοινή πάντως αντίληψη, που συστηματικά διαμόρφωσε ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, είναι η ενότητα της ιστορίας μας μέσα στον χρόνο.

Γιατί ο Μεταξάς
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ

Ο Ιωάννης Μεταξάς, στρατιωτικός και πολιτικός ο οποίος κυριάρχησε στην πολιτική ζωή επί τρεις δεκαετίες κατά το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα, ως ιστορική προσωπικότητα ανήκει σε αυτές ακριβώς τις περιπτώσεις που είτε προτιμάμε να τις αγνοούμε είτε τις τακτοποιούμε στη σκέψη μας βάσει των επιταγών της ιδεολογικής μόδας. Και είναι άδικο αυτό ―όχι βεβαίως για τον Μεταξά ή, μάλλον, για τη μνήμη του, αλλά για εμάς τους ίδιους και την προσπάθειά μας να καταλάβουμε την πορεία της χώρας μας στον 20ό αιώνα. Σε αυτήν την πορεία ―η οποία σχηματικά ορίζεται από τα δύο κορυφαία γεγονότα του αιώνα, τον Εθνικό Διχασμό και την Κατοχή― η επιρροή του Ιωάννη Μεταξά δεν είναι δυνατόν να αγνοηθεί.

Κατ’ αρχάς, επειδή η σημερινή Ελλάδα, αυτή που τώρα υποχρεώνεται να αλλάξει υπό την πίεση της κρίσης, είναι ως έναν βαθμό δημιούργημα και δικό του. Η θέσπιση των κοινωνικών ασφαλίσεων, των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και του κατώτατου μισθού, επίσης η αναγνώριση της γυναικείας εργασίας και η καθιέρωση των σχετικών επιδομάτων έγιναν επί καθεστώτος της 4ης Αυγούστου. Το ίδιο ισχύει και για τη γλωσσική μεταρρύθμιση, με τη γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη, αλλά και για την ίδρυση της ελληνικής ραδιοφωνίας και της Λυρικής Σκηνής, καθώς και για την καθιέρωση παραστάσεων αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο και στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού.

Ακόμη και η ιδεολογία του Μεταξά και του καθεστώτος του μας είναι, ως έναν βαθμό, γνώριμη και οικεία, έστω και αν δεν το συνειδητοποιούμε. Η πεποίθηση, φέρ’ ειπείν, περί ανωτερότητος του ελληνικού πολιτισμού, βαθιά ριζωμένη σε πολλούς σημερινούς Έλληνες, είναι σαφώς μεταξικής προέλευσης. Αλλά και μέσα στη φωνή των πολιτικών μας, όταν διακηρύσσουν με ύφος υψηλό ότι στόχος τους είναι η προβολή και η διεθνής καταξίωση του ελληνικού πολιτισμού, μπορούμε (αν προσέξουμε) να διακρίνουμε τη φωνή του Ι. Μεταξά.
Επισκέψεις σε εργοστάσια και βιοτεχνίες, οµιλίες και εγκαίνια, ενθουσιώδεις παρελάσεις την Πρωτοµαγιά, όπως και η µαζική συµµετοχή των εργατών στις επετείους του καθεστώτος, οργανώνονταν µέχρι την τελευταία λεπτοµέρεια (Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, Αρχείο Ι. Μεταξά).

Εντούτοις, η κρατούσα αντίληψη θέλει τον Μεταξά «φασίστα». (Σημειωτέον: σε μια εποχή όπως η σημερινή, όπου ο πολιτικός πραγματισμός εξισώνεται ακρίτως με τον φασισμό...) Ήταν οπωσδήποτε αντικοινοβουλευτικός ο Μεταξάς, μολονότι με την ψήφο της Βουλής απέσπασε τις ειδικές εξουσίες που του επέτρεψαν λίγο αργότερα να επιβάλει, με την επίνευση του Βασιλέως Γεωργίου Β΄, τη δικτατορία του. Το καθεστώς του κατέστειλε πλήρως την ελευθερία του Τύπου και κάθε κομματική δραστηριότητα, εδίωξε, φυλάκισε και εξόρισε τους αντιπάλους του. Είχε, δε, σαφέστατα, ως έναν βαθμό, τις δομές του ολοκληρωτικού καθεστώτος που επιδιώκει να ελέγξει όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Ήταν, επίσης, σφοδρά αντικομμουνιστής: το καθεστώς του διέλυσε, κυριολεκτικώς, το ΚΚΕ. Ο Μεταξάς ήταν δικτάτωρ· και αν κάτι δεν μπορούμε οι Έλληνες μέχρι σήμερα να του συγχωρήσουμε ήταν ότι κατέστειλε αυτό που ένας Βρετανός πρεσβευτής χαρακτήρισε «βασιλέα των σπορ στην Ελλάδα»: την πολιτική. Πάντως, φασίστας, με την έννοια που έχει ο όρος στην Ιστορία και στην Πολιτική Επιστήμη, δεν ήταν. «Φασίστας» με την έννοια του καφενείου είναι άλλη υπόθεση και δεν θα μας απασχολήσει εδώ.

Από την άλλη πλευρά όμως, όλα αυτά συνέβαιναν σε μια εποχή έντονης απογοήτευσης με τον φιλελευθερισμό και τον κοινοβουλευτισμό και μέσα στη χώρα και έξω από αυτήν. Πέραν του φασιστικού καθεστώτος στην Ιταλία και του ναζιστικού στη Γερμανία, στην κεντρική Ευρώπη κυριαρχούσαν τα απολυταρχικά μονοκομματικά καθεστώτα με φασίζοντα στοιχεία. Στο πνευματικό κλίμα του Μεσοπολέμου, η αμφισβήτηση του κοινοβουλευτισμού και η αναζήτηση αυταρχικών λύσεων ήταν μόδα ― ακόμη και στην πατρίδα του σύγχρονου κοινοβουλευτισμού: τη Βρετανία. Στο εσωτερικό της χώρας, η κοινοβουλευτική ισοδυναμία Βενιζελικών και Μοναρχικών-Αντιβενιζελικών στη Βουλή είχε καταστήσει το ΚΚΕ με τους 15 βουλευτές του ρυθμιστή. Ο κοινοβουλευτισμός έδειχνε να έχει φθάσει στα όριά του, ενώ η κοινωνική αναταραχή εντεινόταν ολοένα: στους τρεις τελευταίους μήνες της πρωθυπουργίας Δεμερτζή, προτού πεθάνει αιφνιδίως και τον διαδεχθεί στην πρωθυπουργία ο Ι. Μεταξάς, είχαν γίνει 200 απεργίες.

Επειδή στην Ελλάδα ο θεσμός του καφενείου, τελικά, πάντα επιβάλλει τις αξίες του (και μαζί τους διάφορες πολιτικές σκοπιμότητες που συμπορεύονται), έχει καταβληθεί προσπάθεια για να μειωθεί ο προσωπικός ρόλος του Ι. Μεταξά στην 28η Οκτωβρίου. Ωστόσο, η σοβαρή ιστορική έρευνα οδηγεί στην αντίθετη κατεύθυνση και μάλλον ενισχύει την εικόνα του ως εθνικής προσωπικότητας. Διότι ο Μεταξάς, ουσιαστικά, συνέχισε την εξωτερική πολιτική της τελευταίας τετραετίας του Βενιζέλου, τηρώντας τις ευαίσθητες ισορροπίες στις διμερείς σχέσεις της Ελλάδος και οδηγώντας με αξιοσημείωτη επιδεξιότητα μια μικρή χώρα ανάμεσα από τους σκοπέλους μιας ταραχώδους εποχής για τις διεθνείς σχέσεις στην Ευρώπη. Επίσης, διέβλεψε από νωρίς τον κίνδυνο και προετοίμασε στρατιωτικά τη χώρα, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο για τα οικονομικά του κράτους. Τέλος, όταν ήλθε η ώρα, ο Μεταξάς εξέφρασε με τη στάση του έναν ολόκληρο λαό. Ίσως είναι μια ενδιαφέρουσα ειρωνεία της Ιστορίας ότι αυτός ο άνθρωπος, τον οποίο ο Βενιζέλος ξεχώρισε από απλό λοχαγό, ο οποίος εν συνεχεία αναδείχθηκε σε σφοδρό αντίπαλο του Βενιζέλου και πρωταγωνιστή του Εθνικού Διχασμού, προς το τέλος της ζωής του, κατά κάποιον τρόπο, συνέκλινε με τον Βενιζέλο. Από μία συγκεκριμένη οπτική γωνία, οι δυο τους ήσαν μορφές συμπληρωματικές.


Στρατιωτικά ιδιοφυής, πολιτικά επιδέξιοςΜΑΡΙΝΑ ΠΕΤΡΑΚΗ

Η στρατιωτική του διαδρομή ξεκινά το 1885, όταν γράφτηκε στη Σχολή Ευελπίδων απ’ όπου αποφοίτησε το 1890. Συμμετείχε στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 ως κατώτερος αξιωματικός στο Επιτελείο του διαδόχου και αρχιστράτηγου Κωνσταντίνου, με τον οποίον συνδέθηκε φιλικά. Η φιλία αυτή θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή και στα πιστεύω του Μεταξά και θα σφραγίσει την ιστορία των δύο ανδρών αλλά και του τόπου. Με τη βοήθεια του διαδόχου σπουδάζει στη Στρατιωτική Ακαδημία του Βερολίνου και επηρεάζεται βαθύτατα από τις ιδέες και την «ανωτερότητα» του πρωσικού μιλιταρισμού. Όταν αποφοιτά, επιστρέφει στην Ελλάδα και τοποθετείται στο νεοσυσταθέν Γενικό Επιτελείο Στρατού. Άριστος αξιωματικός, με έξοχη κατάρτιση και δημιουργικό νου, διορίζεται από τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο υπασπιστής του και στρατιωτικός του σύμβουλος και παίζει ενεργό ρόλο στους Βαλκανικούς πολέμους. Φανατικός βασιλικός και αμείλικτος πολέμιος της εξωτερικής πολιτικής του Βενιζέλου, αντιτίθεται στο σχέδιο εμπλοκής της Ελλάδας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ και εμμένει στην πολιτική ουδετερότητας, την οποία υπηρετεί με πάθος και με κάθε μέσο επηρεάζοντας καθοριστικά τον Κωνσταντίνο. Την ίδια ώρα θαυμάζει τους Γερμανούς απεριόριστα και πιστεύει απόλυτα στην υπεροχή και το αήττητο της Γερμανίας, ενώ δηλώνει αντίθετος στη Μικρασιατική Εκστρατεία, την οποία θεωρεί «άσκοπη περιπέτεια».

Φιλόδοξος, δολοπλόκος, αυταρχικός και δύσπιστος προς καθετί που ξεφεύγει της επιρροής του, παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στον Εθνικό Διχασμό, ακολουθώντας με επιμονή τα σχέδιά του, και επηρεάζει αποφασιστικά τον βασιλιά Κωνσταντίνο, ενώ έργο του είναι η ίδρυση των παραστρατιωτικών Συλλόγων των Επιστράτων σαν όπλο απέναντι στο φιλοανταντικό στρατόπεδο του Βενιζέλου.

Στιγμιότυπα από την πορεία του Μεταξά στους Βαλκανικούς Πολέμους. Πάνω, σε σύσκεψη του Επιτελείου στο Χάνι Εμίν Αγά, στο κέντρο με τον διάδοχο και αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο και άλλους αξιωματικούς στην είσοδο του Επιτελείου και, κάτω, επίσης με τον Κωνσταντίνο και τον Δούσμανη στον σιδηροδρομικό σταθμό στο Kerdjalar (Άδενδρο) (Ίδρυµα Ακτία Νικόπολις, Πρέβεζα).

Το 1917, μετά από απαίτηση των Συμμάχων, ακολουθεί τον Κωνσταντίνο στην εξορία, όπου και καταδικάζεται ερήμην σε θάνατο. Η λήξη του πολέμου και η ήττα της Γερμανίας έχουν καταλυτική επίδραση πάνω του, καθώς διαψεύδουν τα πιστεύω του και δικαιώνουν την πολιτική του Βενιζέλου. Επιστρέφει το 1920, ιδρύει το κόμμα των Ελευθεροφρόνων και για τα επόμενα δεκαπέντε περίπου χρόνια, μέσα από αμφιταλαντεύσεις, δισταγμούς, ανασφάλειες και με μόνιμο σχεδόν το αίσθημα της υπονόμευσης και της αδικίας εις βάρος του, θα παίξει ενεργό ρόλο στην πολιτική ζωή της χώρας. Παρόλο που δεν πιστεύει στον κοινοβουλευτισμό, αποφασίζει να πολιτευτεί «εντός του δημοκρατικού πολιτικού πλαισίου» και να συμμετάσχει στην οικουμενική κυβέρνηση, ακολουθώντας τον δρόμο μιας ρεαλιστικής πολιτικής, αποκομίζοντας «εφόδια» που θα τον οδηγήσουν μετά από δέκα χρόνια στην ανάληψη της πρωθυπουργίας της χώρας και λίγους μήνες μετά στην επιβολή της «Τετάρτης Αυγούστου».

Το 1940, μετά από τέσσερα χρόνια σκληρής διακυβέρνησης της χώρας με όλες τις «δανεισμένες» πρακτικές των φασιστικών κρατών, αλλά και με ένα αξιόλογο μεταρρυθμιστικό έργο, ο δικτάτορας Μεταξάς θα βρεθεί στο δίλημμα να πολεμήσει για την εθνική ανεξαρτησία της Ελλάδας ή να ενδώσει σ’ έναν εχθρό που τότε φάνταζε αήττητος. Στο δίλημμα αυτό ο Ιωάννης Μεταξάς, που επί τέσσερα χρόνια προετοίμαζε την άμυνα της χώρας, δηλώνει έτοιμος να πολεμήσει «υπέρ βωμών και εστιών», έχοντας μαζί του όλο τον ελληνικό λαό. Το «έπος του ’40» θα γίνει η λαμπρή πραγματικότητα των Ελλήνων.

Ο Μεταξάς του 1915, που πίστευε με πάθος στο αήττητο της Γερμανίας, στις 30 Οκτωβρίου 1940 δήλωνε με βεβαιότητα στους Έλληνες δημοσιογράφους: «Οι Γερμανοί δεν θα νικήσουν. Δεν μπορούν να νικήσουν». Ο Μεταξάς που το 1915 πρωταγωνιστούσε στον ολέθριο Εθνικό Διχασμό που χώρισε την Ελλάδα στη μέση, στις 28 Οκτωβρίου του 1940 ένωσε όλους τους Έλληνες και ακύρωσε όλα τα χρόνια της μεγάλης διχόνοιας, αναγνωρίζοντας στο τέλος της ζωής του το μεγάλο μερίδιο ευθύνης που του αναλογούσε. Ο Μεταξάς που το 1916 είχε υπογράψει την παράδοση του οχυρού Ρούπελ στους Γερμανούς (ουσιαστικά στους Βουλγάρους), το 1940 φρόντισε ώστε το Ρούπελ και άλλα 20 οχυρά να αποτελέσουν το μεγαλύτερο αμυντικό έργο της Ελλάδας και ένα από τα μεγαλύτερα (αν όχι το μεγαλύτερο) της Ευρώπης. Ο Μεταξάς του Ελληνοαλβανικού πολέμου είχε, χωρίς αμφιβολία, διανύσει πολύ δρόμο από τον Μεταξά του Εθνικού Διχασμού, των Επιστράτων, του κινήματος Λεοναρδοπούλου-Γαργαλίδη, ακόμα και από τον Μεταξά της «Τετάρτης Αυγούστου».

Η μελέτη αυτής της «διαδρομής» και η καταγραφή της ζωής του Ιωάννη Μεταξά, όπως αυτή αποτυπώνεται στο ημερολόγιό του αλλά και σε κρατικά έγγραφα και άρθρα της εποχής, επιχειρεί να ρίξει φως και να εξηγήσει σε μεγάλο βαθμό τα γεγονότα που καθόρισαν και οδήγησαν στην επιβολή της μεταξικής δικτατορίας, στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο αλλά και στα γεγονότα που ακολούθησαν.

Η ιστορική έρευνα οφείλει να καταγράψει χωρίς αγκυλώσεις την πορεία και την προσωπικότητα του ανθρώπου που για μισό σχεδόν αιώνα διαδραμάτισε ουσιαστικό ρόλο στο στρατιωτικό και πολιτικό γίγνεσθαι αυτής της χώρας και ταύτισε το όνομά του με ένα από τα πιο αντιδημοφιλή πολιτεύματα στη σύγχρονη ελληνική ιστορία∙ γι’ αυτό και αποτέλεσε για τους περισσότερους Έλληνες «την ενσάρκωση του πολιτικού κακού». Το όνομά του, ωστόσο, επρόκειτο να ταυτιστεί στο τέλος της ζωής του και με τις λαμπρότερες και πλουσιότερες σελίδες της νεώτερης ελληνικής ιστορίας, στη γραφή των οποίων έπαιξε καθοριστικό ρόλο.


Στις 13 Αυγούστου 1936 υπογράφονται μεταξύ των εργοδοτών και των εργατικών οργανώσεων της χώρας οι δύο πρώτες συλλογικές συμβάσεις εργασίας «περί καθορισμού κατωτάτου ορίου μισθού ιδιωτικών υπαλλήλων και ημερομισθίου εργατών βιομηχανίας».

Το τελεσίγραφο
Στις τρεις παρά δέκα το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, ένα αυτοκίνητο της Ιταλικής Πρεσβείας, με τον αριθμό Δ.Σ. 75, έφτασε έξω από την κατοικία του πρωθυπουργού, «μια μικροαστική εξοχική βιλίτσα» στην Κηφισιά. Το αυτοκίνητο που ανήκε στον στρατιωτικό ακόλουθο της Ιταλικής Πρεσβείας, Μοντίνι, και που επελέγη σκοπίμως αντί του επίσημου αυτοκινήτου του πρεσβευτή, για να μην προκαλέσει υποψίες, μετέφερε τον Ιταλό πρεσβευτή Γκράτσι. Μαζί του ήταν και ο διερμηνέας του, Ντε Σάντο (De Santo). Ο αρχιφύλακας Τραυλός, που εξέλαβε λάθος το πράσινο χρώμα στο σημαιάκι για μπλε, χτυπά επίμονα το κουδούνι της πρωθυπουργικής οικίας και ξυπνά τον Μεταξά, ο οποίος ενημερώνεται ότι τον ζητά ο πρεσβευτής της Γαλλίας. Ο Μεταξάς, έκπληκτος και φορώντας «μία σκούρα μάλλινη ρόμπα, από τον γιακά της οποίας φαινόταν ένα μετριότατο βαμβακερό νυχτικό», κατεβαίνει από την πίσω σκάλα και ανοίγει την πόρτα. Βλέποντας τον Γκράτσι τέτοια ώρα δεν έχει καμία αμφιβολία για τον σκοπό της επίσκεψης. Ψύχραιμος τον οδηγεί στο μικρό «σαλονάκι».

Ο Ιταλός πρεσβευτής παραδίδει στον πρωθυπουργό έναν μεγάλο φάκελο. Ο Ιωάννης Μεταξάς ανοίγει τον φάκελο και αρχίζει να διαβάζει το περιεχόμενό του. Είναι το ιταλικό τελεσίγραφο. Η ώρα ήταν τρεις το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940. Η επιλογή της ώρας της επίδοσης του τελεσίγραφου με τρίωρη προθεσμία, το οποίο, όπως αναφέρθηκε, βρισκόταν στα χέρια του Γκράτσι ώρες πριν, δεν ήταν τυχαία. Απέβλεπε στην πρόκληση σύγχυσης και πανικού στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία, μη έχοντας χρόνο να αντιδράσει και να κινητοποιήσει τα στρατεύματά της στέλνοντάς τα στην πρώτη γραμμή, θα ενέδιδε στις θρασύτατες ιταλικές απαιτήσεις. Το τελεσίγραφο του Μουσολίνι γεμάτο ανυπόστατους ισχυρισμούς ζητούσε από την Ελλάδα να αναγνωρίσει στην Ιταλία «το δικαίωμα να καταλάβει διά των ενόπλων αυτής δυνάμεων [...] ορισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους». Ο Μεταξάς ανέγνωσε την ιταλική Νότα που αξίωνε θρασύτατα από μια ουδέτερη χώρα να παραδώσει «αμαχητί» και χωρίς διαπραγματεύσεις πάτρια εδάφη:

Η ευθύνη διά την κατάστασιν ταύτην επιπίπτει πρωτίστως επί της Αγγλίας και επί της προθέσεως της όπως περιπλέκη πάντοτε άλλας χώρας εις τον πόλεμον. [...] όθεν η Ιταλική κυβέρνησης κατέληξεν εις την απόφασιν να ζητήση από την Ελληνικήν Κυβέρνησιν – ως εγγύησιν διά την ουδετερότητα της Ελλάδος και ως εγγύησιν διά την ασφάλειαν της Ιταλίας – το δικαίωμα να καταλάβη διά των ενόπλων αυτής δυνάμεων, διά την διάρκειαν της σημερινής προς την Αγγλίαν ρήξεως, ωρισμένα στρατηγικά σημεία του ελληνικού εδάφους. […] Η Ιταλική κυβέρνησις ζητεί από την Ελληνικήν κυβέρνησιν όπως δώσει αυθωρεί εις τας στρατιωτικάς αρχάς τας αναγκαίας διαταγάς ίνα η κατοχή αύτη δυνηθή να πραγματοποιηθεί κατ’ ειρηνικόν τρόπον. Εάν τα ιταλικά στρατεύματα ήθελον συναντήσει αντίστασιν, η αντίστασις αύτη θα καμφθεί διά των όπλων και η Ελληνική Κυβέρνησις θα έφερε τας ευθύνας αι οποίαι ήθελον προκύψει εκ τούτου.

Το τελεσίγραφο είχε προετοιμαστεί από τον Τσιάνο και είχε εγκριθεί από τον Μουσολίνι, χωρίς να λάβουν γνώση οι αρχηγοί των επιτελείων, Μπαντόλιο, Καβανιάρι και Πρίκολο (Francesco Pricolo), ούτε βεβαίως και ο Χίτλερ.

Ο δραματικός διάλογος που ακολούθησε μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού και του Γκράτσι έδειξε ότι το τελεσίγραφο ισοδυναμούσε με κήρυξη πολέμου εκ μέρους της Ιταλίας. Ο Μεταξάς, χωρίς να αιφνιδιαστεί και κοιτάζοντας στα μάτια τον Γκράτσι, απέρριψε χωρίς δισταγμό την ιταμότατη ιταλική αξίωση, με την ιστορική φράση στα γαλλικά «Alors. C’est la guerre» – «= Πολύ καλά, λοιπόν. Έχομεν πόλεμον». Από την ώρα εκείνη η φράση αυτή έγινε το ΟΧΙ των Ελλήνων και η χώρα βρέθηκε σε εμπόλεμη κατάσταση.

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ