Ενα «μαγικό» λογισμικό, το οποίο κάνει... αόρατα τα πραγματικά έσοδα μηχανεύτηκε κύκλωμα το οποίο έστησε ένα απίστευτο «πάρτι» φοροδιαφυγής.
Με την απάτη που είχαν στήσει, αποκρύπτονταν οι αληθινές εισπράξεις μικρομεσαίων επιχειρήσεων και κατά συνέπεια βέβαια το δημόσιο έχανε εκατομμύρια. Στο κύκλωμα, συμμετέχουν ιδιοκτήτες δύο εταιρειών λογισμικού έκδοσης αποδείξεων σύγχρονων ταμειακών μηχανών, λογιστές και ιδιοκτήτες επιχειρήσεων και ξενοδοχείων, οι οποίοι συνεργάζονταν και είχαν ποσοστά επί των «μαύρων» εσόδων που απέκρυπταν στο τέλος κάθε ημέρας.
Προηγήθηκε μεγάλη ερευνά της οικονομικής αστυνομίας, σε επιχειρήσεις που πωλούν ταμειακές μηχανές σε καταστήματα. Οπως είχε γράψει το iefimerida στις 10 Οκτωβρίου, οι άνδρες της οικονομικής αστυνομίας έψαχναν το λογισμικό που τοποθετούν καταστηματάρχες στις ταμειακές τους, το οποίο τους επιτρέπει στο τέλος της ημέρας να παρεμβαίνουν και να εμφανίζουν λιγότερα έσοδα με σκοπό να φορολογηθούν και λιγότερο. Μάλιστα, αξιωματικοί της οικονομικής αστυνομίας κάνουν λόγο για φοροδιαφυγή δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ με τη βοήθεια αυτού του λογισμικού, και μιλούν για μία από τις μεγαλύτερες υποθέσεις φοροδιαφυγής, αφού σε αυτήν εμπλέκονται εκατοντάδες καταστήματα και επιχειρήσεις.
Για να το πετύχουν, χρησιμοποιούσαν το λογισμικό ώστε να παρεμβαίνουν ηλεκτρονικά στην ημερήσια καταγραφή εσόδων επιχειρήσεων, το λεγόμενο «Ζ», εξαφανίζοντας... μηδενικά από το τελικό ποσό είσπραξης, με αποτέλεσμα να κερδίζουν περισσότερα γλιτώνοντας φόρους. Μάλιστα, όπως αποκαλύπτουν υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. μιλώντας στον Ελεύθερο Τύπο, οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών είχαν εγκρίνει την πώληση των λογισμικών έκδοσης αποδείξεων, των νόμιμων εταιρειών προμήθειάς τους, χωρίς να έχουν ζητήσει την κατάθεση του πρωτότυπου προγράμματος και φυσικά χωρίς να έχουν προβεί στον απαραίτητο έλεγχο!
Στο επίκεντρο αυτού του «πάρτι» φοροδιαφυγής είναι δύο εταιρείες, οι οποίες εκδίδουν νόμιμα λογισμικά για τη λειτουργία των ταμειακών μηχανών έκδοσης αποδείξεων και έχουν την ευθύνη της συντήρησης και τεχνικής υποστήριξής τους. Οι υπεύθυνοι αυτών των εταιρειών φαίνεται να αναζήτησαν και να βρήκαν τους «πρόθυμους» επιχειρηματίες για τη διαγραφή μέρους των πραγματικών εσόδων των επιχειρήσεών τους, τα οποία θα κατέληγαν απευθείας στις τσέπες τους χωρίς καμία απόδοση φόρου. Το ίδιο συνέβη και με κάποιους επιχειρηματίες που αναζήτησαν από μόνοι τους εκείνους που μπορούσαν να προβούν σε αυτές τις ενέργειες. Σε κάποιες από τις περιπτώσεις ενδιάμεσοι σε αυτή την επαφή ήταν λογιστές των επιχειρηματιών, που αποζητούσαν την απόκρυψη σημαντικού μέρους των καθημερινών εισπράξεων.
Μετά από τις απαραίτητες διαπραγματεύσεις για το ποσοστό αμοιβής που θα έπαιρνε ο υπεύθυνος της εταιρείας λογισμικού, το οποίο καθοριζόταν από το ύψος τον χρηματικού ποσού που θα απέκρυπταν, ξεκινούσε η διαδικασία. Στο τέλος κάθε ημέρας, και ενώ οι υπάλληλοι της επιχείρησης έκοβαν κανονικά αποδείξεις καθ' όλη τη διάρκειά της, ο ιδιοκτήτης έκανε «ταμείο» υπολογίζοντας τα έσοδα και αποφάσιζε το ύψος τον ποσού που ήθελε να αποκρύψει. Στη συνέχεια επικοινωνούσε με τον «καθαριστή», στον οποίο ανακοίνωνε τα πραγματικά έσοδα και έπειτα το ποσό που ήθελε να αποκρύψει.
Ο υπεύθυνος της εταιρείας παρενέβαινε ηλεκτρονικά στο λογισμικό έκδοσης του τελικού «Ζ», δηλαδή της ημερήσιας καταγραφής των εσόδων, και αφαιρούσε το ποσό που επιθυμούσε ο «πελάτης» παράλληλα με την ηλεκτρονική εξαφάνιση των αποδείξεων που αθροιστικά συμπλήρωναν το επιθυμητό χρηματικό ποσό. Στο «Ζ» απεικονίζονται ο συνολικός τζίρος και ο ΦΠΑ που αναλογεί στις πωλήσεις, εκδίδεται καθημερινά και ενημερώνει τα βιβλία της εφορίας κάθε μήνα, ενώ από αυτό προκύπτουν και τα δημοτικά τέλη.
Για παράδειγμα, ο ιδιοκτήτης που είχε 1.000 ευρώ ημερήσια είσπραξη με μία απλή και απομακρυσμένη ηλεκτρονική παρέμβαση του «συνεργάτη» του μπορούσε να αφαιρέσει ένα μηδενικό, να φαίνονται δηλαδή 100 ευρώ και τα 900 να μπαίνουν αφορολόγητα στην τσέπη του, αφαιρώντας το ποσό της αμοιβής εκείνου που βοήθησε στη διαγραφή.