20 Ιανουαρίου 2016

Υπόθεση Σχινά: Τι γράφουν σήμερα οι αρθρογράφοι για τους διορισμούς στο όνομα του ΕΑΜ

Δείτε πώς σχολιάζουν τα επιχειρήματα του γραμματέα της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ πέντε γνωστοί αρθρογράφοι, στον σημερινό Τύπο

Συνεχίζεται ο σάλος για τους διορισμούς της οικογένειας του γραμματέα της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ στο Δημόσιο αλλά και για την απάντηση που έδωσε ο κ. Σχινάς περί ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς και περί των αγώνων των προγόνων του.

Σήμερα οι μεγάλες αθηναϊκές εφημερίδες φιλοξενούν άρθρα που στηλιτεύουν τη νοοτροπία περί ανταλλαγμάτων.

Στα «Νέα» ο Γιάννης Πρετεντέρης γράφει ότι «ένα νέο παιδί δημοκρατικών (υποθέτω) φρονημάτων, δεν απάντησε σε ένα ζήτημα δημοσίου συμφέροντος» αλλά «απάντησε βρίζοντας».

Το άρθρο του κ. Πρετεντέρη:

Πάμε πίσω!

ΑΝ ΔΕΝ ΑΠΑΤΩΜΑΙ, το προσόν «νικητής ή ηττημένος του Εμφυλίου» έχει εκλείψει στην Ελλάδα από τη δεκαετία του '80.

ΓΕΝΙΚΟΤΕΡΑ, εδώ και πολύ καιρό ο Εμφύλιος έχει ανατεθεί στους ιστορικούς. Δεν αποτελεί πολιτικό επιχείρημα - ούτε θετικό ούτε αρνητικό.

ΕΚΕΙΝΟΙ που νίκησαν, ευτυχώς νίκησαν. Εκείνοι που έχασαν, δυστυχώς έχασαν. Τα υπόλοιπα τα ψάχνουν ο Μαργαρίτης και ο Μαραντζίδης.

ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΥΤΟ; Οτι στη σημερινή δημοκρατία κανείς δεν αντλεί επιχειρήματα από τη στάση των προγόνων του, όσο και αν ο καθένας δικαιούται να είναι υπερήφανος για τη στάση αυτή

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΨΗ της δημοκρατίας συνεπώς δεν σημαίνει κάτι αν οι προπάτορες του γραμματέα της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκαν στο ΕΑΜ, στην ΕΠΟΝ ή στον Δημοκρατικό Στρατό. Ακριβώς όπως δεν σημαίνει τίποτα αν οι δικοί μου ήταν στον Εθνικό Στρατό.

ΚΑΙ ΓΙ ΑΥΤΟ, οι διορισμοί των συγγενών του γραμματέα με ενόχλησαν

ΜΕ ΣΤΕΝΟΧΩΡΗΣΕ περισσότερο η ευκολία με την οποία ένας νέος άνθρωπος καταφεύγει όχι στην επαγγελματική επάρκεια για να τις δικαιολογήσει αλλά σε ένα οικογενειακό αγωνιστικό ιστορικό.

ΠΡΟΣΕΞΤΕ: δυστυχώς, δεν είναι μια συναισθηματική έκφραση ανωριμότητας.

ΕΙΝΑΙ Η ΒΑΘΥΤΕΡΗ πεποίθηση της Αριστεράς ότι αποτελεί φορέα κάποιας «ηθικής ανωτερότητας», την οποία μόνη απένειμε στον εαυτό της και η οποία της δίνει περίπου το ελεύθερο να κάνει όλες τις αλητείες του

ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ είναι ένας μεταφυσικός (και μνησίκακος) υποκειμενισμός, ο οποίος διαπερνά την καθημερινή αριστερή πρακτική σε όλες τις εκφράσεις της -πολιτική, κυβερνητική, διοικητική, δημοσιογραφική.

ΓΙ ΑΥΤΟ κατ είναι σήμερα η μόνη παράταξη που δαιμονοποιεί, στοχοποιεί, διαβάλλει όποιον δεν είναι μαζί της. Που δεν κάνει διάλογο. Που δεν ανέχεται ούτε συνομιλητές, ούτε αντιπάλους. Που έχει μόνο εχθρούς.

Η ΣΤΑΣΗ ΑΥΤΗ συνιστά προφανή οπισθοδρόμηση από το δημοκρατικό κεκτημένο. Και δυστυχώς η απάντηση του γραμματέα της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι ενδεικτική αυτής της νοοτροπίας.

ΕΝΑ ΝΕΟ ΠΑΙΔΙ, δημοκρατικών (υποθέτω) φρονημάτων, δεν απάντησε σε ένα ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος δίνοντας εξηγήσεις ή διορθώνοντας ενδεχόμενες ανακρίβειες.

ΑΠΑΝΤΗΣΕ ΒΡΙΖΟΝΤΑΣ. Απάντησε λέγοντας ότι κανείς δεν έχει δικαίωμα να τον ελέγχει από τη στιγμή που ο αδελφός του (που διορίστηκε) «έμεινε δύο μήνες στο κρεβάτι επειδή αρρώστησε από την κούραση αφού κάθε μέρα ήταν στην κατάληψη της ΑΣΟΕΕ».

ΕΥΤΥΧΩΣ, οι αντιδράσεις στα λεγόμενά του ήταν πάνδημες. Αποστομωτικές. Και καταιγιστικές.

ΔΕΙΧΝΟΥΝ, αν μη τι άλλο, ότι το δημοκρατικό κεκτημένο παραμένει ισχυρό.

ΚΑΙ ΟΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ μια άλλη, μεγαλύτερη και υγιέστερη Ελλάδα που κουράζεται πηγαίνοντας κάθε μέρα στη δουλειά ή που κουράζεται ψάχνοντας για δουλειά που θα πηγαίνει κάθε μέρα.


Στην «Καθημερινή» ο διευθυντής Αλέξης Παπαχελάς υπογράφει το κεντιρκό άρθρο με τίτλο «Τι ντροπή».

Πολλά είναι τα λάθη που μπορεί κανείς να καταλογίσει στην τρόικα και την ελληνική της συνταγή. Σε ένα πράγμα, όμως, είχε και έχει σίγουρα δίκιο: στην ανάγκη νοικοκυρέματος και επιβολής αξιοκρατίας στο Δημόσιο. Είναι ντροπή για το ελληνικό πολιτικό σύστημα ότι πρέπει να έλθει η τρόικα για να μας επιβάλει να γίνουμε ένα κανονικό ευρωπαϊκό κράτος. Χρειάστηκαν χρόνια για
να μάθουν ο πρωθυπουργός της χώρας και οι αρμόδιες αρχές πόσοι είναι οι εργαζόμενοι στο ευρύτερο Δημόσιο, πόσο πληρώνονται, ποια είναι τα επιδόματά τους κ.λπ. Και ακόμη δεν είναι τελείως βέβαιο ότι έχουμε την πλήρη και ακριβή εικόνα. Καλύφθηκαν, όμως, πίσω από το επιχείρημα της «εθνικής κυριαρχίας» συνδικαλιστές, κομματικοί παράγοντες, φαύλοι πολιτικοί οι οποίοι ηρνούντο για -πατριωτικούς δήθεν λόγους- να δώσουν στοιχεία και νούμερα.

Υπήρξαν άνθρωποι από ελεγκτικές εταιρείες ή δημόσιες υπηρεσίες οι οποίοι δέχθηκαν πολύ σοβαρές απειλές επειδή επέμεναν να συγκεντρώσουν στοιχεία.

Και βέβαια, όποιος άκουγε για σχέδιο κατανομής προσωπικού, οργανογράμματα staffing plan κ.λπ. γελούσε με την καρδιά του.

Πίσω από την «εθνική κυριαρχία» κρύβονταν και οι εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος, που ήθελαν να διορίζουν δικούς τους εφόρους σε κρίσιμες θέσεις, γενικούς διευθυντές, διοικητές νοσοκομείων κ,λπ. Το opengov ήταν μία εξαιρετική πρωτοβουλία, μόνο που στο τέλος, τους διορισμούς τους έκανε το αόρατο μαγειρείο του βαθέος ΠΑΣΟ Κ, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Και εκεί όρθωσε το ανάστημά του το εγχώριο σύστημα με το ατράνταχτο επιχείρημα «δεν θα μας πει η τρόικα ποιον θα διορίσουμε πού». Έχουν γίνει πράγματα, υπάρχει πρόοδος, δεν πρέπει να είμαστε ισοπεδωτικοί. Κινδυνεύουμε όμως τώρα να κυλήσουμε στη δεκαετία του 1980, όταν φτάσαμε στο σημείο να διορίζονται αρχηγοί στις Ένοπλες Δυνάμεις αφότου είχαν αποστρατευθεί και αφού πέρασαν από την Κεντρική Επιτροπή κάποιου κόμματος. Έχει χαθεί ο έλεγχος και ο κ. Τσίπρας έχει ευθύνη να σταματήσει το ρεσάλτο που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Το είπε κομψό και εύστοχα ο «κορυφαίος Ευρωπαίος αξιωματούχος»: «Καταλαβαίνουμε ότι αυτή η κυβέρνηση βιάζεται να διορίσει όσους μπορεί γιατί το ΠΑΣΟΚ και η Ν.Δ. είχαν χρόνια που διόριζαν. Αλλά το έχουν παρατραβήξει!». Σε μία ιδεατή χώρα θα ήταν τέλειο δύο νέοι πολιτικοί, με διαφορετικές καταβολές, να συμφωνούσαν να βάλουν τέρμα σε αυτό το αίσχος που ζούμε. Ο κ. Τσίπρας γιατί με την έως τώρα πρακτική του ακυρώνει ό,τι νεωτεριστικό ή φρέσκο υποτίθεται ότι θα έφερνε στο τραπέζι, ο κ. Μητσοτάκης γιατί θα σηματοδοτούσε μία νέα εποχή από αυτήν που το κόμμα -ίσως και η οικογένειά του- συμβόλιζε στο παρελθόν. Ξέρω ότι ακούγεται γραφικό. Μέχρι να καταλάβουμε ως χώρα πόσο γραφικοί γινόμαστε με τα πολιτικά ήθη και έθιμά μας, θα χρειαστεί να μας «πιέσει» η τρόικα για τα αυτονόητα. Τι ντροπή...

Επίσης στην εφημερίδα «Καθημερινή», στη στήλη που υπογράφει ως «Φαληρεύς», ο Στέφανος Κασσιμάτης με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο, αναφέρεται «στις ευαισθησίες που μας αποκαλύπτει στην απάντηση του ο γραμματέας με το διπλό επίθετο, βλέπουμε το θράσος  της Αριστεράς τελείως γυμνό. Το ίδιο θράσος και ο ίδιος κυνισμός που επέδειξε ο πρωθυπουργός, όταν κατοχύρωσε για τον εαυτό του το «κεκτημένο» της οίησης, με την αιτιολογία ότι έγινε πρωθυπουργός στα σαράντα του».


Τα δικά τους παιδιά

Φυσικά, είχα διαβάσει από χθες την απάντηση του Ιάσονα Σχοινά-Παπαδόττουλου, γραμματέα της (μάλλον ανύπαρκτα) Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ, στις αιτιάσεις περί διορισμού της μητέρας, του αδελφού του και μιας φίλης του ως μετακλητών υπαλλήλων. Αλλά εγώ -εν αντιθέσει με άλλους συναδέλφους, τους οποίους πολύ θαυμάζω για το γερό στομάχι τους- ήθελα μια μέρα για να χωνέψω τέτοιο πράγμα.

Για να το απλοποιήσουμε, μέσα από ένα χείμαρρο οργισμένου λυρισμού, ο γραμματέας της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ μας λέει ότι μπορούν να διορίζονται ως μετακλητοί οι συγγενείς του, επειδή, πρώτον, έχουν αγωνιστεί για την Αριστερά και, δεύτερον, έχουν άψογο pedigree: προπάππου «δικαστή» του ΕΑΜ. Αν ο σοσιαλισμός επικρατήσει νομοτελειακά, (ως άλλη βασιλεία των ουρανών, το κείμενο του Ιάσονα Σχοινά-Παπαδόπουλου (τι στόμφος σε ένα όνομα, Θεέ μου!) θα αποκτήσει ιστορική σημασία. Θα γίνει, ας πούμε, η Magna Carta τns σοσιαλιστικής κοινωνίας, αφού σε αυτό θα έχει διατυπωθεί για πρώτη φορά η αρχή του κληρονομικού δικαιώματος για την Αριστερά στη νομή. του κράτους, καθώς επίσης και το βασικό κριτήριο γνησιότητας της αριστεροσύνης (παράδοση τριών γενεών, συγκεκριμένα).

Επειδή όμως  ο σοσιαλισμός κάθε άλλο παρά θα επικρατήσει νομοτελειακά, η αξία της απάντησης του Ιάσονα Σχοινά-Παπαδόπουλου (δεν το χορταίνω αυτό το όνομα, γεμίζει το στόμα σου...) περιορίζεται μέσα στο πλαίσιο του πολιτικού παιγνιδιού. Παρά τις αερολογίες,  την αγωνιστική του αφέλεια και τους παροξυσμούς της μπακαλιαρίλας και, βεβαίως, χωρίς ο ίδιος να το έχει επιδιώξει, το κείμενο του γραμματέα αναβαθμίζει τη συζήτηση περί ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς σε νέο επίπεδο.

Μέχρι τώρα, όλα αυτά που γράφει αμετακλήτου (scripta manent) ο γραμματέας με το «ταρατατζούμ» όνομα κανείς δεν τολμούσε να τα αρθρώσει καθαρά, όποτε προέκυπτε -και προέκυπτε κάθε τόσο- ζήτημα ευνοιοκρατίας με την πρώτη ή δεύτερη φορά Αριστερά. Υπήρχαν πάντα ως υπόβαθρο της συζήτησης αλλά οι αναφορές σε αυτά γίνονταν με υπόνοιες. Τώρα, έρχεται ένας αφελής και θυμωμένος νέος και τα γράφει όσο πιο απερίφραστα μπορεί, επειδή νομίζει ότι έτσι υπερασπίζεται το δίκιο του. Στην πραγματικότητα, εκθέτει τον καθεστωτικό κυνισμό της Αριστεράς και μάλιστα σε μια κωμική διάστασή της (π,χ., ο αδελφός του, Ορέστης, που καταπονήθηκε σοβαρά και αρρώστησε, επειδή επί δύο μήνες έτρεχε στην κατάληψη της ΑΣΟΕΕ...).

Στις «ευαισθησίες» που μας αποκαλύπτει στην απάντηση του ο γραμματέας με το διπλό επίθετο, βλέπουμε το θράσος  της Αριστεράς τελείως γυμνό. Το ίδιο θράσος και ο ίδιος κυνισμός που επέδειξε ο πρωθυπουργός, όταν κατοχύρωσε για τον εαυτό του το «κεκτημένο» της οίησης, με την αιτιολογία ότι έγινε πρωθυπουργός στα σαράντα του. Και στις δύο περιπτώσεις, στεκόμαστε και θαυμάζουμε το τέρας που γέννησε η συνεύρεση του ελληνικού μικροαστισμού με την Αριστερά. Θαυμάζουμε την ιδέα που έχει η Αριστερά για τον εαυτό της, τη βαθιά ηθική αυταρέσκεια της και τον ναρκισσισμό της. Και, βεβαίως, γελάμε, διότι το κωμικό και το ανοίκειο πάντα ταιριάζανε.

Το αξιοσημείωτο στην υπόθεση αυτή είναι η αντίδραση της κυβέρνησης για να είμαι ακριβής, η απουσία αντίδραση, διότι το περισσότερο που παρατηρούμε να εκδηλώνεται από την πλευρά της, κάθε φορά που προκύπτει μια παρόμοια περίπτωση, είναι η αμηχανία. Από ενόχληση όμως, ούτε ίχνος. Αυτό δεν οφείλεται στο ότι τον τόνο σε τούτη την κυβέρνηση τον δίνουν οι ανάγωγοι. Η αδιαφορία είναι σκόπιμη, διότι στην πραγματικότητα η κυβέρνηση εφαρμόζει ενσυνειδήτου την ευνοιοκρατία και τον «νεοποτισμό», όπως είχε πει τον νεποτισμό ο πρόεδρός της.

Ο Αλέξης Τσίπρας έχει ένα σωρό αδυναμίες και ελλείψει, αλλά κουτόs δεν είναι και το παιχνίδι της εγχώριας πολιτικής το ξέρει. Δεν γίνεται να μην καταλαβαίνει ότι, μετά τη στροφή τns 14ns Ιουλίου 2015, ο πόλεμος του ΣΥΡΙΖΑ με το Μνημόνιο, δηλαδή με την Ευρώπη, δεν μπορεί να κερδηθεί από τη δική του πλευρά. Όσο εφαρμόζει αυτά που υπέγραψε τόσο θα αποδυναμώνεται το μέτωπο του εθνολαϊκισμού στο οποίο βασίζεται.
Ο υπέρτατος στόχος του είναι πάντα η διατήρηση τηε εξουσίας. Μπορεί αυτό να μην είναι δυνατόν
μεσοπρόθεσμα, είναι όμως νέος και έχει μέλλον. Γι' αυτό, λοιπόν, ακολουθεί διπλή πολιτική.

Και' αρχάς, προς τα έξω, δείχνει να ακολουθεί το συμφωνηθέν πρόγραμμα. Οι επιμέρους αστοχίες - κακή εφαρμογή, καθυστέρηση στην αξιολόγηση, λάθη, αδικίες κ.λπ -δεν τον απασχολούν. Αντιθέτου, μακροπρόθεσμα εξυπηρετούν τους σκοπούς του, διότι η συντήρηση της κρίσης  και η απογοήτευση του κόσμου είναι προϋποθέσει για την πολιτική του ύπαρξη. Έπειτα, προς τα μέσα, περιχαρακώνει τον κόσμο των δυσαρεστημένων και οργισμένων, δηλαδή τον κόσμο των ψηφοφόρων του. Ξέρει ότι δεν γίνεται να τους κρατήσει όλους, ένα ποσοστό όμως το συγκρατεί με αυτά τα μέσα. Αυτό είναι, νομίζω, το νόημα της  ξεδιάντροπης ευνοιοκρατίας που επιτρέπει -αν δεν το καλλιεργεί κιόλας- η κυβέρνηση στους δικούς της.

Στην εφημερίδα Εθνος γράφει ο Παντελής Καψής πως «στο παρελθόν το ρουσφέτι λεγόταν ρουσφέτι. Τώρα λέγεται προσφορά στον αγώνα».

Το άρθρο του κ. Καψή:

ΣΥΡΙΖΑ και ψεύτικη υπερπολιτικοποίηση

O ράπερ γραμματέας της νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ατύχημα. Hταν το αναγκαίο συμπλήρωμα του κ. Τσίπρα. Ο πρωθυπουργός μας είχε προειδοποιήσει. Δεν θέλουμε απο-πολιτικοποίηση του κράτους είχε πει, μιλώντας στο Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης. Θέλουμε στελέχη με όραμα, στόχο, κοινωνικό προσανατολισμό και... κοινωνική συνείδηση! Ωραία λόγια. Μόνο που στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο από άλλοθι για να γεμίσουμε τα υπουργικά γραφεία με τα δικά μας παιδιά. Γιατί βέβαια τι σόι κοινωνική συνείδηση μπορεί να έχει ένας νεοφιλελεύθερος; Για να μην πούμε για στόχο ή όραμα. Και πού αλλού μπορεί να βρει κανείς σωστά πολιτικοποιημένους παρά από τις γραμμές του κόμματος;

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο γραμματέας της νεολαίας στην επιστολή του δεν αναφέρει κανένα άλλο προσόν για την οικογένειά του από τους αγώνες για το κόμμα και την Αριστερά. Δίνοντας επιπροσθέτως και την απαραίτητη ηρωική διάσταση σε καταστάσεις που είναι μάλλον συνήθεις. Για παράδειγμα, η απολύτως σεβαστή προσπάθεια του πατέρα του να εξασφαλίσει τα προς το ζην από μικρό παιδί είναι εμπειρία ασφαλώς κοινή για τη μεγάλη πλειονότητα της γενιάς του, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων. Aλλοτε πάλι ο ηρωισμός γίνεται εξαιρετικά αμφιλεγόμενος, όπως η υπερκόπωση του αδελφού του από τη συμμετοχή σε καταλήψεις. «Τα 'θελε και τα 'παθε» θα υποστήριζαν πολλοί που δεν θεωρούν τη συμμετοχή στις καταλήψεις αγωνιστικό παράσημο, αλλά αντιδημοκρατική ενέργεια. Στην πραγματικότητα, αυτό που προκαλεί εντύπωση στη μακροσκελή επιστολή του κ. Ιάσονα Σχινά - Παπαδόπουλου είναι η αδυναμία του να καταλάβει πόσο προκαλεί το δημόσιο αίσθημα. Για τις εκατοντάδες χιλιάδες των ανέργων όπως και για τους γονείς που συντηρούν άνεργα παιδιά, η απαρίθμηση των αγωνιστικών οικογενειακών περγαμηνών δεν είναι τίποτε άλλο από μια στυγνή επίδειξη ευνοιοκρατίας. Η αδυναμία αυτή είναι δηλωτική των ιδεολογικών στεγανών μέσα στα οποία λειτουργεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Μια ψεύτικη και ιδιοτελής υπερ-πολιτικοποίηση, πάνω στην οποία στήθηκε ο μύθος του «ηθικού πλεονεκτήματος» της Aριστεράς.

Να είμαστε δίκαιοι. Τα γραφεία των υπουργών απασχολούσαν παραδοσιακά πρόσωπα του συγγενικού ή του κομματικού περιβάλλοντος του υπουργού. Ο κ. Τσίπρας ωστόσο κατήγγειλε αυτή την πρακτική υποσχόμενος ότι θα καταργήσει τις «στρατιές των συμβούλων» και θα τους αντικαταστήσει με στελέχη της δημόσιας διοίκησης, ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης. Σιγά μην το έκανε. Η μόνη διαφορά με το σήμερα είναι ότι στο παρελθόν το ρουσφέτι λεγόταν ρουσφέτι. Τώρα λέγεται προσφορά στον αγώνα. Στο παρελθόν, ακριβώς εξαιτίας της ηθικής καταδίκης, η τάση ήταν οι σύμβουλοι των υπουργών να μην προσλαμβάνονται πια με κριτήριο τη συγγένεια, αλλά τα προσόντα για τη δουλειά που αναλάμβαναν. Τώρα θριαμβεύει η γλώσσα του Oργουελ. Καθόλου συμπτωματικά, τη μέρα που ο κ. Τσίπρας κονιορτοποιούσε την κομματοκρατία μαθαίναμε ότι προσελήφθη σε γραφείο υπουργού η εξαδέλφη του!

Στα «Νέα» φιλοξενείται και το άρθρο του κ. Μιχάλη Τσιντσίνη με τον τίτλο Μπρικολάζ όπου αναφέρεται ότι: «Το γεγονός ότι αυτοσυστήνεται μέσω του μαρτυρολογίου των ηττημένων του Εμφυλίου μόνο παράξενο δεν είναι. Στα καφενεία και τα αμφιθέατρα της ύστερης Μεταπολίτευσης καθένας έχει συναντήσει δεκάδες Σχινάδες».

Το άρθρο του κ. Τσιντσίνη:

Μπρικολάζ

ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ να είναι μια παρεξήγηση. Ένα στέλεχος που βλέπει την πολιτική στράτευση των παππούδων του ως ιστορικό συνάλλαγμα ανταλλάξιμο σήμερα με τον διορισμό μελών της οικογένειάς του. Όμως ο Ιάσων Σχινάς - Παπαδόπουλος δεν είναι μόνος.

Προς υπεράσπιση του γραμματέα της Νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ έσπευσε η ίδια η κυβέρνηση, υπουργοί και κομματικά στελέχη, κραδαίνοντας πάλι ως εικόνισμα το « ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς.

ΤΟ «ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑ» δεν καλύπτει μόνο τους μετακλητούς υπαλλήλους - τα κριτήρια επιλογής των οποίων δεν μπορεί παρά να είναι και πολιτικά. Καλύπτει την επιχείρηση κομματικού ελέγχου σε όλο το κράτος - από τους διευθυντές που υπάγονται στη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων μέχρι τους επικεφαλής των πολιτιστικών οργανισμών και από τις διοικήσεις των ΔΕΚΟ μέχρι και τους λειτουργούς των εξουσιών που θα έπρεπε να αποτελούν θεσμικά άβατα για την κυβέρνηση.

Η ΑΓΟΡΑΙΑ δικαιολογία υπέρ της κυβέρνησης είναι ότι «τα ίδια έκαναν και οι προηγούμενοι». Η διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ο ιερός εγωισμός. Η «χιλιαστική» πίστη, όπως την εξέφρασε ο γραμματέας της Νεολαίας, σύμφωνα με την οποία η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν μια απλή εναλλαγή στην εξουσία. Ήταν ιστορική τομή. Κάτι σαν Δευτέρα Παρουσία. Το «ηθικό πλεονέκτημα» παύει έτσι να είναι ένας απλός κομματικός πατριωτισμός. Είναι η πίστη ότι η

Αριστερά δεν χρειάζεται καλούς θεσμούς γιατί διαθέτει καλούς ανθρώπους. Δεν χρειάζεται να απολογείται για τον αντιθεσμικό επεκτατισμό της γιατί της χρωστά το κράτος η Ιστορία.

ΕΙΚΟΣΙ ΕΠΤΑ ετών, ο Σχινάς είναι πολύ οικείος. Το γεγονός ότι αυτοσυστήνεται μέσω του μαρτυρολογίου των ηττημένων του Εμφυλίου μόνο παράξενο δεν είναι. Στα καφενεία και τα αμφιθέατρα της ύστερης Μεταπολίτευσης καθένας έχει συναντήσει δεκάδες Σχινάδες. Νέους που ζουν - καταναλώνουν, διασκεδάζουν, δικτυώνονται - στο παρόν μιας δυτικής κοινωνίας, αλλά συγκροτούνται ως πολιτικά υποκείμενα σε ένα άλλο ρεύμα χρόνου. Στον χρόνο που συνδέει σε κληρονομική αλληλουχία την επονίτισσα γιαγιά με τον εγγονό που ξεροσταλιάζει στις καταλήψεις. Η παιδαγωγούσα ιστορία της Αριστεράς διαμόρφωσε έτσι τους Σχινάδες ως το μεταμοντέρνο μπρικολάζ που περιγραφόταν στο σαρκασπκό σύνθημα του 2015: Δραχμή, Αλέξη και iPhone 6.

ΤΟ 2015 του δημοψηφισματικού διχασμού δεν έδωσε μόνο συνθήματα. - Έδωσε - όχι τυχαία - και δύο σημαντικά βιβλία, ένα για κάθε εμφύλιο του 20ού αιώνα: Το «1915, ο Εθνικός Διχασμός» του Γιώργου Θ. Μαυρογορδάτου και τα «Εμφύλια Πάθη» των Καλύβα - Μαραντζίδη.

Στον Μαυρογορδάτο διαβάζει κανείς ένα απόσπασμα από τις σημειώσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου για μια προεκλογική του ομιλία το 1912. «Προ της επαναστάσεως (στο Γουδί)», λέει ο
Βενιζέλος, την Ελλάδα κυβερνούσαν «οι έχοντες σχέσιν με την στήλην των εξόδων του προϋπολογισμού». Ηδη «αι τύχαι αυτής διευθύνονται κυρίως παρ' εκείνων οίτινες τροφοδοτούν την στήλην των εσόδων του προϋπολογισμού».

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ουδέτερος, ο βενιζελικός διαχωρισμός θα μπορούσε να βοηθήσει τον Ιάσονα Σχινά να ανακατατάξει τον εαυτό του. Ο,τι κι αν νομίζει οτι είναι, αριστερός ή δεξιός, σε μια ιστορική
παράταξη ανήκει αντικειμενικά: Στην στήλη των δημοσίων εξόδων.


Στην «Καθημερινή» γράφει και ο κ. Παντελής Μπουκάλας υπογραμμίζοντας: «Οντας στην εξουσία, η άμαθη και ανεκπαίδευτη Αριστερά βάλλεται. Τίποτε φυσικότερο. Η απάντησή της στις βολές, δίκαιες και άδικες, στοιχειοθετημένες ή συκοφαντικές, δεν μπορεί παρά να είναι το παρόν της. Όχι το παρελθόν της ή το  παρελθόν των άλλων».

Το άρθρο του κ. Μπουκάλα:

Το παρελθόν σαν άλλοθι

Στην πολιτική, το «κοίτα ποιος μιλάει» δεν είχε ποτέ την αξία αποστομωτικού επιχειρήματος. Δικαίωμα να ασκήσουν κριτική (έστω κι αν σαν κριτική εννοείται συνήθως η εκτόξευση αφορισμών και αναπόδεικτων κατηγοριών) έχουν και οι αμαρτήσαντες. Υποτίθεται άλλωστε ότι ακριβώς λόγω των αμαρτιών τους τιμωρήθηκαν από τη λαϊκή ψήφο, που ψαλίδισε την εξουσία τους και τους υποβίβασε στη χαλαρότητα της αντιπολίτευσης, για να ξανασκεφτούν τα πράγματα, να δουν πού λάθεψαν και πιθανόν να αναπροσανατολιστούν.

Στο κάτω κάτω, γι  αυτό αλλάζουν αρχηγό τα κόμματα, ενίοτε δε και τίτλο ή σύμβολα: για να απαλλαγούν (στο επίπεδο του φαίνεσθαι και μόνο) από ένα μέρος τουλάχιστον των ευθυνών τους, με την τεχνική του αποδιοπομπαίου τράγου, του ταγού τους δηλαδή που χάνει ξαφνικά όλα του τα γαλόνια και όλους τους κόλακές του. Και για να δείξουν ότι έβαλαν νου και γνώση. Και ας προκαλούν χλεύη μάλλον παρά συμπάθεια. Δικαιούνται λοιπόν και οι της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ να κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ για σφάλματα πολιτικής, οικονομικής ή και ηθικής φύσεως, στα οποία υπέπεσαν οι ίδιοι με ενθουσιασμό, κατά συρροή και κατ' εξακολούθηση. Δικαιούνται, ποντάροντας και στην καταπόνηση της κοινωνικής μνήμης ή και στη μεγαθυμία της, να καταγγέλλουν την κυβέρνηση για νεποτισμό, ρουσφετολογική δράση, εξουσιολαγνία. Το αντεπιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ όμως δεν μπορεί να είναι το στιγματισμένο παρελθόν των αντιπάλων του. Η φαυλότητά τους, μαρτυρημένη όπως είπαμε και εκλογικά τιμωρημένη, δεν αποτελεί πειστήριο της δικής του ενάρετης πολιτείας ούτε και άλλοθι του. Στη ζυγαριά του καθημερινού δικαστηρίου (που συχνά επηρεάζεται καθοριστικά από τα Μέσα, αν δεν σκηνοθετείται), δεν βαραίνουν καθόλου οι ισχυρισμοί τού είδoυs «Το δικό σας αμάρτημα ήταν θανάσιμο, το δικό μας όσο πατάει η γάτα». Ισα ίσα, σε εκθέτουν στον κίνδυνο του σαρκασμού.
Το παρελθόν των άλλων, όσο ανάξιο, δεν αρκεί για να σε καταξιώσει. Αλλά ούτε και το δικό σου παρελθόν και το παρελθόν των εξ αίματος και εκ πνεύματος συγγενών σου, όσο ενάρετο, αρκεί για να πιστοποιήσει την ηθική σου υπεροχή. Η αρετή, δυστυχώς δεν κληροδοτείται, και μάλιστα ακέραιη. Διδάσκεται όμως. Το ξέρουμε και από τον Σωκράτη, το ξέρουμε και από την παροιμία, «μ' όποιον δάσκαλο καθίσει» κτλ. Αυτό σημαίνει όχι αν ενηλικιώνεσαι σε περιβάλλον που σέβεται τέσσερα-πέντε πράγματα, λ.χ. το κοινό καλό, έτσι γενικά κι αόριστα, έχεις πολύ περισσότερες  πιθανότητες να σέβεσαι κάποτε κι εσύ τα δύο από αυτά ή τα τρία απ' όσες  έχει όποιος μεγαλώνει ακούγοντας  συνεχώς παραινέσεις φιλοτομαρισμού. Μόνο που αυτό σου τον σεβασμό πρέπει να τον αποδεικνύει καθημερινά.

Οντας στην εξουσία, η άμαθη και ανεκπαίδευτη Αριστερά βάλλεται. Τίποτε φυσικότερο. Η απάντησή της στις βολές, δίκαιες και άδικες, στοιχειοθετημένες ή συκοφαντικές, δεν μπορεί παρά να είναι το παρόν της. Όχι το παρελθόν της ή το  παρελθόν των άλλων.


Στην Εφημερίδα των Συντακτών γράφει ο Δημήτρης Νανούρης αναφέροντας για τον κ. Σχινά: «Ευθυγραμμισμένος με τον τρόπο άσκησης της εξουσίας από το κόμμα του, ξεχειλίζει από αλαζονεία»:

Δι-ορισμένοι

Η ελπίδα αποδεικνύεται αφιλότιμη και πλανεύτρα. Σαν πολύφερνη νύφη φλερτάρει με τους πάντες,
χαμογελά σε πολλούς, δικαιώνει ελάχιστους και δίνεται σε έναν. Ο νικητής τα παίρνει όλα: ΣΥΡΙΖΑ, διόριζα, βράσε όρυζα μ' άλλα λόγια. Το διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα Δεξιάς και ΠΑΣΟΚ μοίραζε τόσα χρόνια τις περιζήτητες θέσεις, δίπλα στους υπουργούς, στα δικά του παιδιά. Η Αριστερά όμως άλλαξε το τοπίο εκ βάθρων. Μπορεί να συνομολόγησε Μνημόνια και η ίδια να βουλιάζει νυχθημερόν ώς τον λαιμό στα σκατά για να σώσει τη χώρα, δεν παύει μολαταύτα ούτε δευτερόλεπτο να διατηρεί το ηθικό πλεονέκτημα.

Θαρραλέα και συνετά διαπιστεύει στα κρίσιμα πόστα και τους γονείς και τ' αδέλφια, ακόμα και τις
φιλενάδες των επιτελών της. Τούτος ο επαναστατικός πλουραλισμός συνιστά την ειδοποιό διαφορά με το σάπιο κατεστημένο, κακεντρεχείς εκπρόσωποι του οποίου βάλλουν αδίκως εναντίον του Ιάσονα Σχινά - Παπαδόπουλου. Πού έσφαλε δηλαδή το παλικάρι;

Δέχτηκε να τεθεί επικεφαλής της Νεολαίας του κυβερνώντος κόμματος σε περίοδο κατά την οποία η συντριπτική πλειονότης των μελών της δραπέτευε από τις τάξεις της εξαιτίας του θανάσιμου εναγκαλισμού με τους δανειστές. Να μην ανταμειφθεί με το κατιτίς του;

Ιδιαιτέρως μετρημένος και ολιγαρκής άλλωστε, τοποθέτησε μετακλητούς στα υπουργεία μόνο τους
Σχινάδες, επώνυμον ευάριθμον, που δεν συναντάται συχνά. Αν έβαζε και το μέγα πλήθος των Παπαδόπουλων, τότε δικαίως να τον ψέξει κανείς. Κακώς δεν το σκέφτηκε. Ενδεχομένως δεν επαρκούσαν οι θέσεις. Στην περίπτωση όμως που κατάφερνε να τους στριμώξει τσάτρα πάτρα σε κάνα γραφειάκι, θα μειώνονταν αυθωρεί οι δείκτες της ανεργίας σε μονοψήφιο ποσοστό, παρεμφερές με το διαφαινόμενο της Κουμουνδούρου στις επόμενες εκλογές, κατά τα μυαλά που κουβαλά το προσωπικό της.

Καλά τους τα 'ψαλε πάντως ο νεαρός. Ν' αγιάσει ο στόμαςτου! θαύμασα την απάντηση με την οποία κατακεραύνωσε τους νεοφιλελεύθερους επικριτές του. Για ποιον τον πέρασαν άραγε; Μήπως νόμισαν πως το σόι του, με βαρέα ένσημα και περγαμηνές στην Αριστερά, περίμενε απ' τον Τσίπρα να βολευτεί σε καμιά δουλίτσα; Οποία θρασύτης! Ο προπάππος του είχε διοριστεί δικαστής του ΕΑΜ, ο παππούς του αντάρτης του Δημοκρατικού Στρατού κι η γιαγιά του στην ΕΠΟΝ του χωριού της. Ηταν κι εκείνος ο θείος-παππούς Θοδωρής, εξόριστος με δυσμενή στη Μακρόνησο. Πώς τολμά να τον εγκαλεί ο κίτρινος Τύπος; Σε απόλυτη σύγχυση ο - δόλιος, θαρρεί πως οι προγονικές δάφνες αρκούν για να μένει εσαεί στο απυρόβλητο η Αριστερά. Δεν υποψιάζεται καν πως η όποια ηθική υπεροχή της πρέπει να επιβεβαιώνεται κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή. Ευθυγραμμισμένος με τον τρόπο άσκησης της εξουσίας από το κόμμα του, ξεχειλίζει από αλαζονεία. Μ' όποιον δάσκαλο καθίσεις...


Τέλος στον «Ελεύθερο Τύπο» γράφει η Αννα Παναγιωταρέα για ένα «παραληρηματικό μανιφέστο του γραμματέα της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ, στο οποίο οι θέσεις του Δημοσίου παρουσιάζονται ως τρόπαιο των «αγώνων» εναντίον της έννομης τάξης και του κράτους, από τον Εμφύλιο ως την αποφράδα ημέρα της 25ης Ιανουαρίου, που ανατέθηκε από τους πολίτες η διακυβέρνηση της χώρας σε κόμμα συμπλεγματικό που απαιτεί να πάρει το αίμα του πίσω».

Το άρθρο της κ. Παναγιωταρέα:

Χάριν του παππού 

ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΠΡΟΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ στο Μνημόνιο που υπέγραψε ο Αλ. Τσίπρας είναι η αποκομματικοποίηση του κράτους. Και αυτό γράφεται ρητά στη σύμβαση και δεν χωρεί παρερμηνείες. Όμως φαίνεται ότι ο πρωθυπουργός έχει τόσο απωθήσει την επώδυνη μνήμη του Αυγούστου -μπορεί να έχει διαγράψει ολοσχερώς ότι υπέγραψε Μνημόνιο- ώστε να ξεχνά την υποχρέωση που ανέλαβε για την αποκομματικοποίηση.

ΩΣ ΜΝΗΜΕΙΟ του πώς αντιλαμβάνονται τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ το κράτος είναι το παραληρηματικό μανιφέστο του γραμματέα της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ, στο οποίο οι θέσεις του Δημοσίου παρουσιάζονται ως τρόπαιο των «αγώνων» εναντίον της έννομης τάξης και του κράτους, από τον Εμφύλιο ως την αποφράδα ημέρα της 25ης Ιανουαρίου, που ανατέθηκε από τους πολίτες η διακυβέρνηση της χώρας σε κόμμα συμπλεγματικό που απαιτεί να «πάρει το αίμα του πίσω» επειδή η Ελλάδα δεν έγινε Βουλγαρία ή Αλβανία ή Ρουμανία ή Τσεχοσλοβακία ή Πολωνία ή τέλος πάντων δορυφόρος της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης, μετά το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου. Κι ενώ οι κυβερνήσεις του τέως υπαρκτού σοσιαλισμού έδωσαν τα πάντα για να μπουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ από την ημέρα, που  ανέλαβε είναι με το ένα πόδι μέσα, με το άλλο έξω.

ΤΟ ΝΑ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΕΙ -sic- ο πρωθυπουργός στο γραφείο του συνεργάτες της αρεσκείας του είναι δικαίωμά του. Αυτός γνωρίζει τις ανάγκες που πρέπει να του καλύπτουν. Ωστόσο, δεν πρέπει να του διαφεύγει ότι δεν πληρώνονται από το δικό του οικογενειακό προϋπολογισμό, αλλά από τους δικούς μας φόρους. Με το να γεμίσει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ή και να προωθεί στα νοσοκομεία, στην εκπαίδευση, στις τράπεζες, στους οργανισμούς κομματικά στελέχη με μόνο προσόν την κομματική ταυτότητα υπάρχει μέγιστο πρόβλημα, τουλάχιστον ηθικής τάξεως. Δεν μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ που καυτηρίαζε τις προηγούμενες κυβερνήσεις για ανάρμοστους κομματικούς διορισμούς να εφαρμόζει χειρότερη πρακτική παραμερίζοντας ικανούς υπαλλήλους που αξιοκρατικά κατέχουν τις θέσεις, σε ανταπόδοση «αγώνων» της Αριστεράς από το 1945 ως το 2015.

ΟΙ ΠΙΣΤΩΤΕΣ διαμαρτύρονται ότι η κυβέρνηση με αυτούς τους διορισμούς υπονομεύει το επενδυτικό κλίμα και την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές. Υπάρχει όμως και μια άλλη εξίσου σημαντική παράμετρος: Αν το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς επιβάλλει να διορίζει «τα δικά της παιδιά», τα κόμματα στα οποία η Αριστερά δεν αναγνωρίζει κανένα ηθικό πλεονέκτημα τι πρέπει να κάνουν αναμβάνοντας τη διακυβέρνηση; Να διορίζουν και τους απόγονους των μαχητών στα Δερβενάκια;