Η χρονική συγκυρία και το ιστορικό deja vu δεν θα μπορούσε να είναι πιο χαρακτηριστικό. Είκοσι χρόνια από την πτώση του ελικοπτέρου πάνω από τα Ιμια και τον θάνατο των αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού Καραθανάση, Βλαχάκου και Γιαλοψού, ένα ακόμα ελικόπτερο παρασέρνει στον θάνατο τρία από τα πιο επίλεκτα μέλη της οικογένειας των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Η διαφορά είναι ότι το νέο περιστατικό έγινε σε μια τυπική άσκηση και όχι σε μία -σχεδόν- πολεμική κρίση, με όλα τα δεδομένα και τις συνθήκες να συνηγορούν στο ότι όλα θα τελείωναν χωρίς κανένα πρόβλημα. Μία «συνηθισμένη» άσκηση στα σκοτεινά νερά του Αιγαίου, από αυτές που γίνονται σχεδόν ρουτίνα και η οποία αν όλα πήγαιναν καλά θα είχε ένα απροβλημάτιστο τέλος. Ομως η μοίρα είχε αποφασίσει να παίξει ένα δυσάρεστο παιχνίδι σε τρία από τα πιο εκλεκτά μέλη του Πολεμικού Ναυτικού και τις οικογένειές τους. Το γερασμένο αλλά αξιόμαχο Agusta Bell 212 ποτέ δεν επέστρεψε στη φρεγάτα «Νικηφόρος Φωκάς», αφήνοντας εκτός από το πένθος για τον άδικο χαμό των εξαιρετικών επαγγελματιών και ένα πλήθος αναπάντητων ερωτημάτων που ζητούν επίμονα απάντηση.
Ενα ακόμη τραγικό στοιχείο είναι ότι το μοιραίο Agusta Bell με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Αναστάσιο Τουλίτση, συγκυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Κωνσταντίνο Πανανά και χειριστή ραντάρ τον Ελευθέριο Ευαγγέλου, έπειτα από σχεδόν μία ώρα νυχτερινής πτήσης, έκανε το τελευταίο σκέλος του παιγνίου για να ξεκινήσει τη διαδικασία προσνήωσης στη φρεγάτα «Νικηφόρος Φωκάς» από την οποία είχε ξεκινήσει το τελευταίο ταξίδι του. Το πλήρωμα της φρεγάτας, που βρισκόταν στην περιοχή της Αστυπάλαιας, είχε συνεχή επικοινωνία με το «Πάπα Νοβέμπερ 28», όπως αποκαλούνταν το συγκεκριμένο ελικόπτερο όταν καλούσε τον «Νικηφόρο Φωκά» ή το ραντάρ της Μυκόνου και ξεκινούσε τις διαδικασίες για την προσνήωση του AB-212. Δυστυχώς, λίγο προτού συμπληρώσει μία ώρα πτήσης, ακριβώς στις 2.45 τα ξημερώματα της Πέμπτης 11 Φεβρουαρίου, το στίγμα του ελικοπτέρου χάθηκε από τα ραντάρ. Λίγες ώρες αργότερα, στις 7.01 το πρωί, τα ελικόπτερα έρευνας εντόπισαν τα συντρίμμια του ΠΝ-28 στο βορειοδυτικό άκρο της Κινάρου, σε ύψος περίπου 295 μέτρων.
Το μοιραίο ελικόπτερο, σύμφωνα με όσα είπε ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Βαγγέλης Αποστολάκης, έπρεπε να πετά σε ύψος 390 ποδών, περίπου στα 130 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας δηλαδή. Από εκεί και πέρα όλα πήραν τη δυσάρεστη εξέλιξη που έχουν αυτά τα περιστατικά. Στην πρώτη φάση των ερευνών το πρωί της Πέμπτης βρέθηκαν δύο σοροί. Ηταν του συγκυβερνήτη υποπλοιάρχου Κωνσταντίνου Πανανά, 34 ετών, και του ναυτίλου (χειριστή ραντάρ επιφανείας) ανθυπασπιστή Ελευθέριου Ευαγγέλου, 36 ετών, όπως ταυτοποιήθηκαν το απόγευμα της 11ης Φεβρουαρίου. Ο κυβερνήτης Αναστάσιος Τουλίτσης, 37 ετών, αναζητήθηκε σε όλη την περιοχή του δυστυχήματος, ακόμα και στη θάλασσα, και τελικά η σορός του ανακαλύφθηκε μία μέρα αργότερα, μαζί με τα συντρίμμια της ατράκτου. Το δυστύχημα και οι αδιευκρίνιστες συνθήκες μέσα στις οποίες έγινε, έφεραν στην επιφάνεια δεκάδες ερωτήματα για τις αιτίες που το προκάλεσαν. Ερωτήματα που σε συνδυασμό με το -σύνηθες σ’ αυτές τις περιπτώσεις- «αλατοπίπερο» των θεωριών συνωμοσίας, έχουν προσδώσει μια διάσταση θρίλερ σ’ αυτό το δυστύχημα που από τα ξημερώματα της Πέμπτης στοιχειώνει τις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις.
Αμείλικτα ερωτήματα
Μπορεί η πτώση του Agusta Bell που συγκλόνισε την ελληνική γνώμη να έχει έντονο το δραματικό φορτίο, όμως απέχει πολύ από την αλήθεια η απλούστευση που επιχειρήθηκε από πολλούς και η ευκολία με την οποία κατασκευάστηκαν τα σενάρια για την καταστροφή. Ο πρώτος και εύκολος στόχος ήταν ο συγκεκριμένος τύπος του ελικοπτέρου και οι αμφιβολίες για το αξιόμαχό του, λόγω και της ηλικίας του. Αμφιβολίες οι οποίες ενισχύονται από τη γενική εντύπωση ότι η συντήρηση του υλικού των Ενόπλων Δυνάμεων πάσχει λόγω και της οικονομικής κρίσης.
Ομως όσοι γνωρίζουν από μέσα τα πράγματα, υποστηρίζουν ότι, παρά τις αδιαμφισβήτητες δυσκολίες, κανένα ελικόπτερο δεν παίρνει το ΟΚ να πετάξει αν δεν έχει εξεταστεί εξονυχιστικά. Αν κάτι μπορούμε να υποστηρίξουμε με σιγουριά, είναι ότι κανένας δεν βάζει την υπογραφή του για να στείλει στον θάνατο συναδέλφους του στις Ενοπλες Δυνάμεις. Ενα στοιχείο που έρχεται να επιβεβαιώσει ότι αυτό που συνέβη στο ελικόπτερο έγινε αιφνιδιαστικά και βίαια είναι ότι δεν υπάρχει καταγεγραμμένη επαφή του πληρώματος με το «Νικηφόρος Φωκάς», ούτε με το ραντάρ της Μυκόνου όπου να αναφέρεται κάποιο «mayday». Αντίθετα όλα φαίνονταν πως εκτυλίσσονταν βάσει σχεδίου της άσκησης, και το ελικόπτερο χάθηκε ξαφνικά χωρίς να υπάρξει κάποια επικοινωνία που να δηλώνει βλάβη σε κάποιο από τα τμήματα του ελικοπτέρου.
Τα ελικόπτερα αυτά πάντως, αν και παλαιότερης τεχνολογίας, έχουν αρκετές δικλίδες ασφαλείας και προειδοποιητικές ενδείξεις, με βλάβες που γράφουν «land as soon as possible» και άλλες βλάβες που σου επισημαίνουν «land immediately». Τίποτα όμως απ’ όλα αυτά δεν έφθασαν ως αναφορά από τους χειριστές στο «Νικηφόρος Φωκάς» ούτε σε άλλα παραπλέοντα πλοία που βρίσκονταν στην περιοχή. Ουδείς μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να υπήρξε κάποια ξαφνική σοβαρή βλάβη, αλλά το πλήρωμα να μην μπορούσε να επικοινωνήσει με κανέναν, καθώς συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις όπου η ζωή δεν είναι χολιγουντιανή ταινία, οι βλάβες είναι παραπάνω από μία και εμφανίζονται όλες μαζί ξαφνικά.
Δεν αποκλείεται λοιπόν το ενδεχόμενο το ελικόπτερο να παρουσίασε βλάβη στον κινητήρα και μαζί και στα μέσα επικοινωνίας του ή απλώς το μήνυμα που εκπέμφθηκε να μην έφτασε ποτέ στον αποδέκτη. Και σε μία προσπάθεια του κυβερνήτη να προσγειώσει το AB-212 με τη μέθοδο της αυτοπεριστροφής -τον πιο κοινό τρόπο να σωθεί ένα ελικόπτερο που χάνει τον κινητήρα του- να έπεσε πάνω στον βράχο. Το σενάριο αυτό ίσως εξηγεί τη σφοδρότητα της σύγκρουσης, όμως και πάλι είναι μέρος της έρευνας που θα κάνουν οι ειδικοί για να διαπιστώσουν αν το στροφείο κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης ήταν σε λειτουργία ή όχι. Στοιχείο ιδιαίτερα κρίσιμο, καθώς θα δείξει με σαφήνεια αν έχουμε να κάνουμε με βλάβη στον κινητήρα του ελικοπτέρου, για ανθρώπινο λάθος ή συνδυασμό και των δύο.
Ικανά και έμπειρα στελέχη τα μέλη του πληρώματος
Αν αφήσουμε κατά μέρος το ενδεχόμενο μηχανικής βλάβης, ερχόμαστε στον άλλο παράγοντα που βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο μιας τραγωδίας με κάθε τύπου ιπτάμενο μέσο: τον άνθρωπο. Τα εγχειρίδια λένε ότι σχεδόν το 90% των αεροπορικών δυστυχημάτων οφείλονται σε ανθρώπινο λάθος. Στην τραγωδία του ΠΝ-28 όμως, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο, καθώς και οι τρεις άνδρες του πληρώματος ήταν από τα επίλεκτα στελέχη του Πολεμικού Ναυτικού, με πολλές ώρες πτήσης με τον συγκεκριμένο τύπο και δεκάδες εξόδους σε ασκήσεις αλλά και πραγματικές επιχειρήσεις. Ο κυβερνήτης Αναστάσιος Τουλίτσης ήταν εξαιρετικά έμπειρος, με πάνω από 1.300 ώρες πτήσης σε ελικόπτερα, και κορυφαία γνώση του αντικειμένου και του επιχειρησιακού πεδίου. Ο συγκυβερνήτης Κωνσταντίνος Πανανάς, που το παιχνίδι της μοίρας τον έβαλε την τελευταία στιγμή μέσα στο μοιραίο ελικόπτερο, ήταν και αυτός εξίσου έμπειρος με πάνω από 700 ώρες πτήσης και, όπως λένε στο Πολεμικό Ναυτικό, θα μπορούσε πολύ άνετα να ήταν αυτός στη θέση του κυβερνήτη. Το τρίτο πρόσωπο της υπόθεσης, ο χειριστής του ραντάρ εδάφους Ελευθέριος Ευαγγέλου, ήταν ο πιο περιζήτητος στον τομέα του, καθώς η πείρα του αλλά και οι γνώσεις του για το αντικείμενο τον έκαναν πραγματικό φύλακα άγγελο για κάθε πτήση, ιδίως τις νυχτερινές, όπου είναι το «μάτι» και το «μυαλό» του κυβερνήτη.
Τι συνέβη τη μοιραία νύχτα;
Τι ήταν λοιπόν αυτό που οδήγησε ένα κορυφαίο πλήρωμα, όπως προκύπτει από τα αντικειμενικά δεδομένα, αλλά και όσα αποκαλύπτουν ανωνύμως αξιωματικοί του Π.Ν., στο ταξίδι χωρίς επιστροφή τη μοιραία νύχτα της 11ης Φεβρουαρίου; Εδώ μπαίνει και το σημαντικότερο μέχρι στιγμής ερώτημα. Το οποίο προκύπτει από παράβαση της πιο βασικής αρχής της Διοίκησης Ελικοπτέρων Ναυτικού για τις νυχτερινές πτήσεις με ελικόπτερο: Την αποφυγή με κάθε τρόπο της υπερπτήσης πάνω από στεριά. Πρόκειται για μία πάγια εντολή που ισχύει σε κάθε περίπτωση (εκτός από αυτή της βλάβης και δη στον κινητήρα) και που όλοι οι πιλότοι των ελικοπτέρων του Πολεμικού Ναυτικού τηρούν με ευλαβική συνέπεια. «Ποτέ πάνω από στεριές», λένε έμπειροι χειριστές ελικοπτέρων του Πολεμικού Ναυτικού. Τι ήταν άραγε αυτό που οδήγησε το πλήρωμα του AB-212 σε μια πτήση πάνω από τους γρανιτένιους βράχους της Κινάρου;
Υπάρχει η πιθανότητα ένα τόσο έμπειρο πλήρωμα να παραβίασε τον θεωρούμενο ως πιο σημαντικό κανόνα πτήσης σε νυχτερινή άσκηση χωρίς να υπάρχει ζήτημα ζωής και θανάτου ή κάποια μηχανική βλάβη που απαιτεί από τους χειριστές να προσγειώσουν το ελικόπτερο αμέσως; Τι ήταν αυτό που μπορεί να μην εντόπισε το τριμελές πλήρωμα; Πώς εξηγείται το γεγονός ότι το AB-212 πέταξε πάνω από την Κίναρο, μια νησίδα που τουλάχιστον ο «ρανταρίστας» Ελευθέριος Ευαγγέλου γνώριζε πολύ καλά, καθώς ο τόπος καταγωγής του είναι η διπλανή Λέρος;
Καθώς οι έρευνες της επιτροπής διερεύνησης του δυστυχήματος που έχει συσταθεί από το ΓΕΝ μόλις ξεκίνησαν, είναι πρώιμο να επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί σαν συμπέρασμα. Αυτά που θα αξιολογήσουν οι αξιωματικοί που έχουν επιφορτιστεί με το καθήκον να ανασυνθέσουν τη μοιραία πτήση του ελικοπτέρου ΠΝ-28 είναι μεταξύ άλλων η θέση που βρέθηκε το ελικόπτερο πάνω στα βράχια της Κίναρου, η ένταση της πρόσκρουσης, η ταχύτητα του AB-212 την ώρα της συντριβής, ακόμη και οποιαδήποτε πληροφορία μπορεί να αξιοποιηθεί από τις σορούς των αξιωματικών. Το ελικόπτερο, κατά πληροφορίες, κινούνταν με ταχύτητα που κυμαίνεται από 60 μέχρι 80 μίλια. Προσέκρουσε με τη δεξιά πλευρά, όπου ήταν η θέση του κυβερνήτη Αναστάσιου Τουλίτση, σε απόκρημνη περιοχή σε ύψος περίπου 800-900 ποδών και το ουραίο τμήμα του ελικοπτέρου εντοπίστηκε σε ύψος 295 μέτρων. Μετά τη συντριβή, το πιλοτήριο, η άτρακτος και τα υπόλοιπα τμήματα του AB-212 σχεδόν διαλύθηκαν, τα κομμάτια πήραν φωτιά και ορισμένα κατρακύλησαν στη θάλασσα. Τι συνέβη στο ελικόπτερο που βρέθηκε να πετά πάνω από στεριά μέχρι τη στιγμή που τελικώς προσέκρουσε με τρομακτική δύναμη πάνω στον βράχο; Τι ήταν αυτό που μπορεί να μην αποτυπώθηκε με επάρκεια στο ραντάρ, δεδομένου ότι το αποτύπωμα του νησιού που αποτελείται από σκληρό γρανίτη δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο; Γιατί το ΠΝ-28 βρέθηκε πάνω από την Κίναρο, εάν δεν υπήρχε επιχειρησιακός λόγος να περάσουν πάνω από το νησί;
Οι συνάδελφοι των τριών άτυχων αξιωματικών υποστηρίζουν ότι κανείς από τα τρία μέλη του πληρώματος δεν λειτουργούσε με αντανακλαστικά «καουμπόι» και τόσο οι υποπλοίαρχοι Τουλίτσης και Πανανάς, όσο και ο ανθυπασπιστής Ευαγγέλου λειτουργούσαν πάντοτε με επαγγελματισμό και επιμονή στην επιχειρησιακή ακεραιότητα, χωρίς να υπερεκτιμούν τις δυνατότητές τους.
Ουδείς μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα το ελικόπτερο να πετούσε πάνω από την Κίναρο για να αιφνιδιάσει το πλήρωμα της πυραυλακάτου «Γρηγορόπουλος» που βρισκόταν σε θέση απόκρυψης στο μικρό αυτό νησί. Σε αυτές τις περιπτώσεις το παιχνίδι είναι ποιος θα εντοπίσει πρώτος τον άλλον, με το ελικόπτερο να θέλει να ανακαλύψει πρώτο το «εχθρικό» πλοίο, ενώ το πλοίο να έχει στόχο να «καταρρίψει» εικονικά το ελικόπτερο. Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται -και είναι- πραγματικά ζόρικα «παίγνια». Και για όσους δεν γνωρίζουν, οι πτήσεις αυτές είναι εξαιρετικά δύσκολες, καθώς γίνονται σε απόλυτο σκοτάδι και με τα φώτα του ελικοπτέρου σβηστά. Είναι ενδεικτικό μάλιστα το γεγονός ότι το πλήρωμα παραμένει για αρκετή ώρα πριν από την πτήση σε απόλυτο σκοτάδι, έτσι ώστε να συνηθίσει η ίριδα του ματιού και να μπορεί να αναγνωρίζει και με γυμνό οφθαλμό τα εμπόδια που συναντά. Ενδεικτικό της δυσκολίας των επιχειρήσεων αυτών των ελικοπτέρων είναι ότι οι ασκήσεις γίνονται με οροφή μόλις τα 500 πόδια, κάτι που μοιάζει εξαιρετικά εύκολο σε ανοιχτές θάλασσες, αλλά είναι διαρκές παιχνίδι με τον θάνατο σε μια θάλασσα γεμάτη νησιά και βραχονησίδες όπως το Αιγαίο.
Δυστυχώς, σενάρια συνωμοσίας εξυφάνθηκαν και σε αυτή την ανείπωτη τραγωδία. Ευφάνταστες θεωρίες που έχουν να κάνουν με υποτιθέμενη εμπλοκή της Τουρκίας ή δήθεν «τύφλωσης» του Agusta Bell με ηλεκτρονικά μέσα. Οπως και να ’χει, τα ερωτήματα παραμένουν αμείλικτα και οι απαντήσεις δύσκολες. Απαντήσεις που θα κληθούν να δώσουν οι εμπειρογνώμονες του υπουργείου Εθνικής Αμυνας και του ΓΕΝ, κάτι που ίσως απαιτήσει αρκετό καιρό χωρίς να αποκλείεται η πιθανότητα το πόρισμα να μη βγει ποτέ στη δημοσιότητα. Αυτό που τούτες τις ώρες έχει σημασία είναι ότι τρία επίλεκτα μέλη του Πολεμικού Ναυτικού έχασαν τη ζωή τους την ώρα του καθήκοντος, αφήνοντας πίσω τους ένα δυσαναπλήρωτο κενό και αλλάζοντας για πάντα τις ζωές των οικογενειών τους και των φίλων τους.
Μάκης Πολλάτος, Παναγιώτης Τριτάρης
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Η διαφορά είναι ότι το νέο περιστατικό έγινε σε μια τυπική άσκηση και όχι σε μία -σχεδόν- πολεμική κρίση, με όλα τα δεδομένα και τις συνθήκες να συνηγορούν στο ότι όλα θα τελείωναν χωρίς κανένα πρόβλημα. Μία «συνηθισμένη» άσκηση στα σκοτεινά νερά του Αιγαίου, από αυτές που γίνονται σχεδόν ρουτίνα και η οποία αν όλα πήγαιναν καλά θα είχε ένα απροβλημάτιστο τέλος. Ομως η μοίρα είχε αποφασίσει να παίξει ένα δυσάρεστο παιχνίδι σε τρία από τα πιο εκλεκτά μέλη του Πολεμικού Ναυτικού και τις οικογένειές τους. Το γερασμένο αλλά αξιόμαχο Agusta Bell 212 ποτέ δεν επέστρεψε στη φρεγάτα «Νικηφόρος Φωκάς», αφήνοντας εκτός από το πένθος για τον άδικο χαμό των εξαιρετικών επαγγελματιών και ένα πλήθος αναπάντητων ερωτημάτων που ζητούν επίμονα απάντηση.
Ενα ακόμη τραγικό στοιχείο είναι ότι το μοιραίο Agusta Bell με κυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Αναστάσιο Τουλίτση, συγκυβερνήτη τον υποπλοίαρχο Κωνσταντίνο Πανανά και χειριστή ραντάρ τον Ελευθέριο Ευαγγέλου, έπειτα από σχεδόν μία ώρα νυχτερινής πτήσης, έκανε το τελευταίο σκέλος του παιγνίου για να ξεκινήσει τη διαδικασία προσνήωσης στη φρεγάτα «Νικηφόρος Φωκάς» από την οποία είχε ξεκινήσει το τελευταίο ταξίδι του. Το πλήρωμα της φρεγάτας, που βρισκόταν στην περιοχή της Αστυπάλαιας, είχε συνεχή επικοινωνία με το «Πάπα Νοβέμπερ 28», όπως αποκαλούνταν το συγκεκριμένο ελικόπτερο όταν καλούσε τον «Νικηφόρο Φωκά» ή το ραντάρ της Μυκόνου και ξεκινούσε τις διαδικασίες για την προσνήωση του AB-212. Δυστυχώς, λίγο προτού συμπληρώσει μία ώρα πτήσης, ακριβώς στις 2.45 τα ξημερώματα της Πέμπτης 11 Φεβρουαρίου, το στίγμα του ελικοπτέρου χάθηκε από τα ραντάρ. Λίγες ώρες αργότερα, στις 7.01 το πρωί, τα ελικόπτερα έρευνας εντόπισαν τα συντρίμμια του ΠΝ-28 στο βορειοδυτικό άκρο της Κινάρου, σε ύψος περίπου 295 μέτρων.
Το μοιραίο ελικόπτερο, σύμφωνα με όσα είπε ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Βαγγέλης Αποστολάκης, έπρεπε να πετά σε ύψος 390 ποδών, περίπου στα 130 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας δηλαδή. Από εκεί και πέρα όλα πήραν τη δυσάρεστη εξέλιξη που έχουν αυτά τα περιστατικά. Στην πρώτη φάση των ερευνών το πρωί της Πέμπτης βρέθηκαν δύο σοροί. Ηταν του συγκυβερνήτη υποπλοιάρχου Κωνσταντίνου Πανανά, 34 ετών, και του ναυτίλου (χειριστή ραντάρ επιφανείας) ανθυπασπιστή Ελευθέριου Ευαγγέλου, 36 ετών, όπως ταυτοποιήθηκαν το απόγευμα της 11ης Φεβρουαρίου. Ο κυβερνήτης Αναστάσιος Τουλίτσης, 37 ετών, αναζητήθηκε σε όλη την περιοχή του δυστυχήματος, ακόμα και στη θάλασσα, και τελικά η σορός του ανακαλύφθηκε μία μέρα αργότερα, μαζί με τα συντρίμμια της ατράκτου. Το δυστύχημα και οι αδιευκρίνιστες συνθήκες μέσα στις οποίες έγινε, έφεραν στην επιφάνεια δεκάδες ερωτήματα για τις αιτίες που το προκάλεσαν. Ερωτήματα που σε συνδυασμό με το -σύνηθες σ’ αυτές τις περιπτώσεις- «αλατοπίπερο» των θεωριών συνωμοσίας, έχουν προσδώσει μια διάσταση θρίλερ σ’ αυτό το δυστύχημα που από τα ξημερώματα της Πέμπτης στοιχειώνει τις ελληνικές Ενοπλες Δυνάμεις.
Αμείλικτα ερωτήματα
Μπορεί η πτώση του Agusta Bell που συγκλόνισε την ελληνική γνώμη να έχει έντονο το δραματικό φορτίο, όμως απέχει πολύ από την αλήθεια η απλούστευση που επιχειρήθηκε από πολλούς και η ευκολία με την οποία κατασκευάστηκαν τα σενάρια για την καταστροφή. Ο πρώτος και εύκολος στόχος ήταν ο συγκεκριμένος τύπος του ελικοπτέρου και οι αμφιβολίες για το αξιόμαχό του, λόγω και της ηλικίας του. Αμφιβολίες οι οποίες ενισχύονται από τη γενική εντύπωση ότι η συντήρηση του υλικού των Ενόπλων Δυνάμεων πάσχει λόγω και της οικονομικής κρίσης.
Ομως όσοι γνωρίζουν από μέσα τα πράγματα, υποστηρίζουν ότι, παρά τις αδιαμφισβήτητες δυσκολίες, κανένα ελικόπτερο δεν παίρνει το ΟΚ να πετάξει αν δεν έχει εξεταστεί εξονυχιστικά. Αν κάτι μπορούμε να υποστηρίξουμε με σιγουριά, είναι ότι κανένας δεν βάζει την υπογραφή του για να στείλει στον θάνατο συναδέλφους του στις Ενοπλες Δυνάμεις. Ενα στοιχείο που έρχεται να επιβεβαιώσει ότι αυτό που συνέβη στο ελικόπτερο έγινε αιφνιδιαστικά και βίαια είναι ότι δεν υπάρχει καταγεγραμμένη επαφή του πληρώματος με το «Νικηφόρος Φωκάς», ούτε με το ραντάρ της Μυκόνου όπου να αναφέρεται κάποιο «mayday». Αντίθετα όλα φαίνονταν πως εκτυλίσσονταν βάσει σχεδίου της άσκησης, και το ελικόπτερο χάθηκε ξαφνικά χωρίς να υπάρξει κάποια επικοινωνία που να δηλώνει βλάβη σε κάποιο από τα τμήματα του ελικοπτέρου.
Τα ελικόπτερα αυτά πάντως, αν και παλαιότερης τεχνολογίας, έχουν αρκετές δικλίδες ασφαλείας και προειδοποιητικές ενδείξεις, με βλάβες που γράφουν «land as soon as possible» και άλλες βλάβες που σου επισημαίνουν «land immediately». Τίποτα όμως απ’ όλα αυτά δεν έφθασαν ως αναφορά από τους χειριστές στο «Νικηφόρος Φωκάς» ούτε σε άλλα παραπλέοντα πλοία που βρίσκονταν στην περιοχή. Ουδείς μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να υπήρξε κάποια ξαφνική σοβαρή βλάβη, αλλά το πλήρωμα να μην μπορούσε να επικοινωνήσει με κανέναν, καθώς συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις όπου η ζωή δεν είναι χολιγουντιανή ταινία, οι βλάβες είναι παραπάνω από μία και εμφανίζονται όλες μαζί ξαφνικά.
Δεν αποκλείεται λοιπόν το ενδεχόμενο το ελικόπτερο να παρουσίασε βλάβη στον κινητήρα και μαζί και στα μέσα επικοινωνίας του ή απλώς το μήνυμα που εκπέμφθηκε να μην έφτασε ποτέ στον αποδέκτη. Και σε μία προσπάθεια του κυβερνήτη να προσγειώσει το AB-212 με τη μέθοδο της αυτοπεριστροφής -τον πιο κοινό τρόπο να σωθεί ένα ελικόπτερο που χάνει τον κινητήρα του- να έπεσε πάνω στον βράχο. Το σενάριο αυτό ίσως εξηγεί τη σφοδρότητα της σύγκρουσης, όμως και πάλι είναι μέρος της έρευνας που θα κάνουν οι ειδικοί για να διαπιστώσουν αν το στροφείο κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης ήταν σε λειτουργία ή όχι. Στοιχείο ιδιαίτερα κρίσιμο, καθώς θα δείξει με σαφήνεια αν έχουμε να κάνουμε με βλάβη στον κινητήρα του ελικοπτέρου, για ανθρώπινο λάθος ή συνδυασμό και των δύο.
Ικανά και έμπειρα στελέχη τα μέλη του πληρώματος
Αν αφήσουμε κατά μέρος το ενδεχόμενο μηχανικής βλάβης, ερχόμαστε στον άλλο παράγοντα που βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο μιας τραγωδίας με κάθε τύπου ιπτάμενο μέσο: τον άνθρωπο. Τα εγχειρίδια λένε ότι σχεδόν το 90% των αεροπορικών δυστυχημάτων οφείλονται σε ανθρώπινο λάθος. Στην τραγωδία του ΠΝ-28 όμως, τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο, καθώς και οι τρεις άνδρες του πληρώματος ήταν από τα επίλεκτα στελέχη του Πολεμικού Ναυτικού, με πολλές ώρες πτήσης με τον συγκεκριμένο τύπο και δεκάδες εξόδους σε ασκήσεις αλλά και πραγματικές επιχειρήσεις. Ο κυβερνήτης Αναστάσιος Τουλίτσης ήταν εξαιρετικά έμπειρος, με πάνω από 1.300 ώρες πτήσης σε ελικόπτερα, και κορυφαία γνώση του αντικειμένου και του επιχειρησιακού πεδίου. Ο συγκυβερνήτης Κωνσταντίνος Πανανάς, που το παιχνίδι της μοίρας τον έβαλε την τελευταία στιγμή μέσα στο μοιραίο ελικόπτερο, ήταν και αυτός εξίσου έμπειρος με πάνω από 700 ώρες πτήσης και, όπως λένε στο Πολεμικό Ναυτικό, θα μπορούσε πολύ άνετα να ήταν αυτός στη θέση του κυβερνήτη. Το τρίτο πρόσωπο της υπόθεσης, ο χειριστής του ραντάρ εδάφους Ελευθέριος Ευαγγέλου, ήταν ο πιο περιζήτητος στον τομέα του, καθώς η πείρα του αλλά και οι γνώσεις του για το αντικείμενο τον έκαναν πραγματικό φύλακα άγγελο για κάθε πτήση, ιδίως τις νυχτερινές, όπου είναι το «μάτι» και το «μυαλό» του κυβερνήτη.
Τι συνέβη τη μοιραία νύχτα;
Τι ήταν λοιπόν αυτό που οδήγησε ένα κορυφαίο πλήρωμα, όπως προκύπτει από τα αντικειμενικά δεδομένα, αλλά και όσα αποκαλύπτουν ανωνύμως αξιωματικοί του Π.Ν., στο ταξίδι χωρίς επιστροφή τη μοιραία νύχτα της 11ης Φεβρουαρίου; Εδώ μπαίνει και το σημαντικότερο μέχρι στιγμής ερώτημα. Το οποίο προκύπτει από παράβαση της πιο βασικής αρχής της Διοίκησης Ελικοπτέρων Ναυτικού για τις νυχτερινές πτήσεις με ελικόπτερο: Την αποφυγή με κάθε τρόπο της υπερπτήσης πάνω από στεριά. Πρόκειται για μία πάγια εντολή που ισχύει σε κάθε περίπτωση (εκτός από αυτή της βλάβης και δη στον κινητήρα) και που όλοι οι πιλότοι των ελικοπτέρων του Πολεμικού Ναυτικού τηρούν με ευλαβική συνέπεια. «Ποτέ πάνω από στεριές», λένε έμπειροι χειριστές ελικοπτέρων του Πολεμικού Ναυτικού. Τι ήταν άραγε αυτό που οδήγησε το πλήρωμα του AB-212 σε μια πτήση πάνω από τους γρανιτένιους βράχους της Κινάρου;
Υπάρχει η πιθανότητα ένα τόσο έμπειρο πλήρωμα να παραβίασε τον θεωρούμενο ως πιο σημαντικό κανόνα πτήσης σε νυχτερινή άσκηση χωρίς να υπάρχει ζήτημα ζωής και θανάτου ή κάποια μηχανική βλάβη που απαιτεί από τους χειριστές να προσγειώσουν το ελικόπτερο αμέσως; Τι ήταν αυτό που μπορεί να μην εντόπισε το τριμελές πλήρωμα; Πώς εξηγείται το γεγονός ότι το AB-212 πέταξε πάνω από την Κίναρο, μια νησίδα που τουλάχιστον ο «ρανταρίστας» Ελευθέριος Ευαγγέλου γνώριζε πολύ καλά, καθώς ο τόπος καταγωγής του είναι η διπλανή Λέρος;
Καθώς οι έρευνες της επιτροπής διερεύνησης του δυστυχήματος που έχει συσταθεί από το ΓΕΝ μόλις ξεκίνησαν, είναι πρώιμο να επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε οτιδήποτε μπορεί να θεωρηθεί σαν συμπέρασμα. Αυτά που θα αξιολογήσουν οι αξιωματικοί που έχουν επιφορτιστεί με το καθήκον να ανασυνθέσουν τη μοιραία πτήση του ελικοπτέρου ΠΝ-28 είναι μεταξύ άλλων η θέση που βρέθηκε το ελικόπτερο πάνω στα βράχια της Κίναρου, η ένταση της πρόσκρουσης, η ταχύτητα του AB-212 την ώρα της συντριβής, ακόμη και οποιαδήποτε πληροφορία μπορεί να αξιοποιηθεί από τις σορούς των αξιωματικών. Το ελικόπτερο, κατά πληροφορίες, κινούνταν με ταχύτητα που κυμαίνεται από 60 μέχρι 80 μίλια. Προσέκρουσε με τη δεξιά πλευρά, όπου ήταν η θέση του κυβερνήτη Αναστάσιου Τουλίτση, σε απόκρημνη περιοχή σε ύψος περίπου 800-900 ποδών και το ουραίο τμήμα του ελικοπτέρου εντοπίστηκε σε ύψος 295 μέτρων. Μετά τη συντριβή, το πιλοτήριο, η άτρακτος και τα υπόλοιπα τμήματα του AB-212 σχεδόν διαλύθηκαν, τα κομμάτια πήραν φωτιά και ορισμένα κατρακύλησαν στη θάλασσα. Τι συνέβη στο ελικόπτερο που βρέθηκε να πετά πάνω από στεριά μέχρι τη στιγμή που τελικώς προσέκρουσε με τρομακτική δύναμη πάνω στον βράχο; Τι ήταν αυτό που μπορεί να μην αποτυπώθηκε με επάρκεια στο ραντάρ, δεδομένου ότι το αποτύπωμα του νησιού που αποτελείται από σκληρό γρανίτη δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο; Γιατί το ΠΝ-28 βρέθηκε πάνω από την Κίναρο, εάν δεν υπήρχε επιχειρησιακός λόγος να περάσουν πάνω από το νησί;
Οι συνάδελφοι των τριών άτυχων αξιωματικών υποστηρίζουν ότι κανείς από τα τρία μέλη του πληρώματος δεν λειτουργούσε με αντανακλαστικά «καουμπόι» και τόσο οι υποπλοίαρχοι Τουλίτσης και Πανανάς, όσο και ο ανθυπασπιστής Ευαγγέλου λειτουργούσαν πάντοτε με επαγγελματισμό και επιμονή στην επιχειρησιακή ακεραιότητα, χωρίς να υπερεκτιμούν τις δυνατότητές τους.
Ουδείς μπορεί να αποκλείσει την πιθανότητα το ελικόπτερο να πετούσε πάνω από την Κίναρο για να αιφνιδιάσει το πλήρωμα της πυραυλακάτου «Γρηγορόπουλος» που βρισκόταν σε θέση απόκρυψης στο μικρό αυτό νησί. Σε αυτές τις περιπτώσεις το παιχνίδι είναι ποιος θα εντοπίσει πρώτος τον άλλον, με το ελικόπτερο να θέλει να ανακαλύψει πρώτο το «εχθρικό» πλοίο, ενώ το πλοίο να έχει στόχο να «καταρρίψει» εικονικά το ελικόπτερο. Μπορεί όλα αυτά να ακούγονται -και είναι- πραγματικά ζόρικα «παίγνια». Και για όσους δεν γνωρίζουν, οι πτήσεις αυτές είναι εξαιρετικά δύσκολες, καθώς γίνονται σε απόλυτο σκοτάδι και με τα φώτα του ελικοπτέρου σβηστά. Είναι ενδεικτικό μάλιστα το γεγονός ότι το πλήρωμα παραμένει για αρκετή ώρα πριν από την πτήση σε απόλυτο σκοτάδι, έτσι ώστε να συνηθίσει η ίριδα του ματιού και να μπορεί να αναγνωρίζει και με γυμνό οφθαλμό τα εμπόδια που συναντά. Ενδεικτικό της δυσκολίας των επιχειρήσεων αυτών των ελικοπτέρων είναι ότι οι ασκήσεις γίνονται με οροφή μόλις τα 500 πόδια, κάτι που μοιάζει εξαιρετικά εύκολο σε ανοιχτές θάλασσες, αλλά είναι διαρκές παιχνίδι με τον θάνατο σε μια θάλασσα γεμάτη νησιά και βραχονησίδες όπως το Αιγαίο.
Δυστυχώς, σενάρια συνωμοσίας εξυφάνθηκαν και σε αυτή την ανείπωτη τραγωδία. Ευφάνταστες θεωρίες που έχουν να κάνουν με υποτιθέμενη εμπλοκή της Τουρκίας ή δήθεν «τύφλωσης» του Agusta Bell με ηλεκτρονικά μέσα. Οπως και να ’χει, τα ερωτήματα παραμένουν αμείλικτα και οι απαντήσεις δύσκολες. Απαντήσεις που θα κληθούν να δώσουν οι εμπειρογνώμονες του υπουργείου Εθνικής Αμυνας και του ΓΕΝ, κάτι που ίσως απαιτήσει αρκετό καιρό χωρίς να αποκλείεται η πιθανότητα το πόρισμα να μη βγει ποτέ στη δημοσιότητα. Αυτό που τούτες τις ώρες έχει σημασία είναι ότι τρία επίλεκτα μέλη του Πολεμικού Ναυτικού έχασαν τη ζωή τους την ώρα του καθήκοντος, αφήνοντας πίσω τους ένα δυσαναπλήρωτο κενό και αλλάζοντας για πάντα τις ζωές των οικογενειών τους και των φίλων τους.
Μάκης Πολλάτος, Παναγιώτης Τριτάρης
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ