Η γερμανική γεωργία είχε πέρυσι μείωση εσόδων κατά 35%, εντούτοις οι «μεγάλες διαδηλώσεις ήταν στο πρόσφατο παρελθόν μάλλον η εξαίρεση.
«Υπολογίζαμε περισσότερο στον πολιτικό διάλογο», λέει στη συνέντευξή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ και στον Αντώνη Πολυχρονάκη ο εκπρόσωπος Τύπου της Γερμανικής Ομοσπονδίας Αγροτών (DBV) Δρ. Μίχαελ Λόζε.
Σχετικά με τα ισχύοντα για το φορολογικό και το ασφαλιστικό σύστημα πληροφορεί ότι το αφορολόγητο στη Γερμανία ανέρχεται στα 8.500 ευρώ, οι επιδοτήσεις «φορολογούνται από το πρώτο ευρώ», ο συντελεστής φόρου κυμαίνεται αναλόγως εισοδήματος από 14% έως 45%, ενώ οι αγροτικές επιχειρήσεις και τα εισοδήματα από επενδύσεις φορολογούνται ενιαία με 15% και 25% αντίστοιχα. Τονίζει επίσης ότι οι Γερμανοί αγρότες πληρώνουν «επί 47 λεπτών ανά λίτρο της κανονικής τιμής ντίζελ 26 λεπτά», αλλά «τα ζώα και η πλειοψηφία των ζωικών και άλλων γεωργικών προϊόντων υπόκεινται σε μειωμένο ΦΠΑ 7%».
Οι «γεωργικές εκμεταλλεύσεις κάτω των 200 στρεμμάτων ή μικρότερες κτηνοτροφικές μονάδες» υπόκεινται στη χώρα του σε «τεκμαρτό προσδιορισμό» και «φορολογείται η μέση συνολική απόδοση» με «τουλάχιστον 350 ευρώ ανά εκτάριο καλλιεργουμένης γης». Σε φορολόγηση υπόκεινται επίσης «τα κέρδη από τη εκποίηση γης εάν δεν επανεπενδυθούν», ενώ φορολογούνται και οι αγροτικές κληρονομιές και δωρεές».
Ο κ. Λόζε διευκρινίζει ότι βιβλία υποχρεούνται να τηρούν «μόνο όσοι έχουν τζίρο άνω των 600.000 ευρώ ή καθαρά κέρδη άνω των 60.000 ευρώ», αλλά απαλλάσσονται «όσοι έχουν κέρδη κάτω των 25.000 ευρώ».
Οι Γερμανοί αγρότες συνταξιοδοτούνται μεν στα 67, αλλά μπορούν να συνταξιοδοτηθούν υπό προϋποθέσεις στα 57, «ανάλογη είναι όμως και η μείωση της σύνταξής τους», όπως επισημαίνει. Οι εισφορές τους για τις συντάξεις είναι ενιαίες με μια μόνο διαφοροποίηση μεταξύ Ανατολικογερμανών και Δυτικογερμανών. Οι χαμηλοσυνταξιούχοι έχουν μεν «αξίωση για επιδότηση της εισφοράς» τους, αλλά όπως τονίζει στο εισόδημά τους συνυπολογίζονται και έσοδα από «τόκους, ενοίκια, αγρομισθώσεις, αμοιβές από άλλη απασχόληση».
«Στον κλάδο της ασφάλισης υγείας των αγροτών δεν υπάρχουν ελαφρύνσεις εισφορών», όπως επίσης «δεν υπάρχει ελάχιστη σύνταξη», λέει. Αν όμως δεν επαρκεί, έχουν αξίωση για την καταβολή της λεγόμενης «εξασφάλισης γήρατος», η οποία υπολογίζεται «με βάση τις μέσες ανάγκες», λαμβανομένων όμως υπόψη του συνολικού εισοδήματος και της περιουσίας τους.
Ο κ. Λόζε λέει επίσης, ότι οι εισφορές των αγροτών για το ταμείο υγείας υπολογίζονται «αναλόγως της αξίας της επιφάνειας της γεωργικής εκμετάλλευσης» και ότι δεν υπάρχει ειδικό επίδομα ανεργίας, αλλά οι άνεργοι εντάσσονται στις δύο γενικές κατηγορίες βοηθημάτων: «στην πρώτη λαμβάνουν επίδομα μόνον όσοι κατέβαλαν την αντίστοιχη εισφορά» ενώ «στη δεύτερη εφόσον ο άνεργος είναι διατεθειμένος να ενσωματωθεί στην αγορά εργασίας».