Ας μην καθυστερούμε άλλο, έχουμε και δουλειές, «Έχουμε ένα κόσμο να αλλάξουμε». Το λένε οι αφίσες. Όπως οι σουπερ-ήρωες που έχουν έναν πλανήτη να σώσουν, «mazi nikame». Σου μπαίνει λίγο το αντιεπαναστατικό μικρόβιο της αμφιβολίας, όταν σκέφτεσαι να αλλάζει τον κόσμο ο αδελφός γραμματέα που έκανε κατάληψη, φώναξε, ίδρωσε, αρρώστησε και έπεσε στο κρεβάτι. Αλλά μετά βλέπεις το χάπενινγκ του αρμόδιου υπουργού στην παραλία και καταλαβαίνεις, έτσι αλλάζει ο κόσμος: πιανόμαστε όλοι από τα χεράκια, κοιτάμε το φακό συλλογισμένοι και λέμε οομ, οομ, μέχρι να βασιλέψει η παγκόσμια ειρήνη.
Αν αργεί να αλλάξει ο κόσμος, αλλάζουμε τα ονόματα, αυτά που πριν τα λέγαμε «Γκουαντάναμο» τώρα τα λέμε στρατόπεδα «φρουρούμενα ανοιχτού τύπου». Ε, εε; Δεν έχει μια αξιοπρέπεια, μια ελπίδα όλο αυτό;
Αν κάτι κατατροπώθηκε αυτό το χρόνο ήταν η ελληνική καφενειακή πολιτική. Αυτή η υψηλή και ασυμβίβαστη που παράγει μόνο συνθήματα στα αμφιθέατρα και μονολόγους στα τηλεοπτικά σόου. Σίγουρη ότι ποτέ δεν θα χρειαζόταν να επαληθευτεί σε συνθήκες πραγματικής ζωής. Και μόλις συνέβη, ακολούθησε το Βατερλό. Θα περίμενες ότι το μεταναστευτικό είναι προνομιακό πεδίο για μια αριστερή πολιτική. Δεν υπάρχει όμως τέτοια πολιτική, η καφενειακή πολιτική παράγει μόνο συνθήματα, ποτέ λύσεις. Είμαστε «αλληλέγγυοι», κάνουμε φεστιβάλ και τραγουδάμε. Κάνουμε καταλήψεις στη Νομική και κατηγορούμε τους «άλλους». Που δεν ανοίγουν τα σύνορα, που δεν ρίχνουν τους φράχτες, που δεν δίνουν υπηκοότητα σε όλους, που δεν υποδέχονται με χαρά τους δυστυχισμένους όλου του κόσμου. Γιατί ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός. Κι άμα σπάσει ο διάολος το πόδι του; Αν όσα λέγαμε, πίνοντας τσίπουρα στου Στρέφη, γίνουν κρατική πολιτική; Τα αποτελέσματα τα βλέπουμε. Υπουργοί της κυβέρνησης κάθε μέρα προετοιμάζουν την κοινή γνώμη ότι θα κλείσουν τα σύνορα.
Καλά, η Ελλάδα είναι υπεύθυνη για το προσφυγικό και το μεταναστευτικό ζήτημα; Φυσικά δεν είναι, όμως δεν μας ζήτησε κανείς να απολογηθούμε για τα λάθη των άλλων, για τα δικά μας μάς κατηγορούν. Όταν 5 χρόνια φωνάζεις για τα «στρατόπεδα συγκέντρωσης», τότε μοιραία κλείνεις την Αμυγδαλέζα. Και βλέπεις μετά τσαντίρια να στήνονται στην πλατεία Βικτωρίας. Βάζεις τους πρόσφυγες στα τσιμέντα των γηπέδων και καταλαβαίνεις ότι τα ’κανες χειρότερα. Οπότε; Βλακείες έλεγες τόσα χρόνια για το φράχτη στον Έβρο; Όταν ο πρωθυπουργός πηγαίνει να συγχαρεί τους λιμενικούς, θυμάται κανείς ότι μέχρι πριν λίγο ήταν «δολοφόνοι» κι αυτοί και ο αρμόδιος υπουργός; Ότι ο Σταύρος Θεοδωράκης «έκανε εκπομπή για να αθωώσει τους δολοφόνους λιμενικούς που πνίγουν παιδάκια»; Ζητάει κανείς συγγνώμη για όλα αυτά;
Όταν τόσα χρόνια μιλάς για «στρατούς κατοχής» τότε βέβαια δυσκολεύεσαι να δεχτείς τη βοήθεια της Frontex. Χάθηκαν μήνες ολόκληροι με τον ισχυρισμό ότι μπορούμε μόνοι μας να φυλάσσουμε τα σύνορα, δεν χρειαζόμαστε βοήθεια. Ακόμα και τα κονδύλια που προβλέπονται δεν απορροφήθηκαν, καθώς η υστερόβουλη σκέψη ήταν να αποφύγουμε τις μεταρρυθμίσεις με αντάλλαγμα τους πρόσφυγες. Στρατόπεδα όχι, Frontex όχι, ταυτοποίηση και έλεγχος όχι. Αντιθέτως.
Υπουργοί απειλούσαν ότι οι τζιχαντιστές θα περάσουν στη δυτική Ευρώπη από τα σύνορά μας. Αυτό που το περασμένο καλοκαίρι φαινόταν σαν αστεία προσωπική πολιτική της «κυρίας Τασίας», όπως έγραφαν τα media, οι πρόσφυγες που «λιάζονται» και μετά «εξαφανίζονται», ήταν η επίσημη κυβερνητική πολιτική. Η ελληνική κουτοπονηριά όχι μόνο στα οικονομικά αλλά και σε ένα πρόβλημα που συγκλονίζει την Ευρώπη: Θα τους περνάμε γρήγορα-γρήγορα, χωρίς να τους κρατάμε σε στρατόπεδα, χωρίς ελέγχους, χωρίς ταυτοποιήσεις, χωρίς καταγραφή, θα τους αμολάμε στα σύνορα και μετά ας τους φορτωθούν οι άλλοι. Σας θυμίζει τίποτα; Και ενθαρρύνουμε τις μεταναστευτικές ροές και δεν αναλαμβάνουμε κανένα κόστος. Όπως και όταν δημιουργούμε ελλείμματα, πρέπει οι άλλοι να πληρώνουν το λογαριασμό. Γιατί εδώ γεννήθηκε η δημοκρατία.
Κάπως έτσι, η εκκωφαντική ανικανότητα με την αφόρητη υποκρισία για μια ακόμα φορά μετέτρεψαν τη χώρα μας σε ιδανικό ένοχο που θα του φορτώσουν όλοι τα λάθη και την υστεροβουλία τους. Είναι άδικο να κατηγορούν όλοι εμάς, η Ευρώπη πρέπει να κάνει περισσότερα, αλλά εμείς το προκαλέσαμε. Θράσος, ιδεοληψίες, καφενειακή πολιτική. Πιστεύω ότι όπως και στα οικονομικά, τότε που ψηφίσαμε ότι οφείλουν να μας δίνουν λεφτά, έτσι και τώρα αυτό που εξοργίζει την υπόλοιπη Ευρώπη δεν είναι τόσο η ανικανότητα, όσο η υποκρισία.
Αν λέγαμε δηλαδή, δεν μπορούμε βρε παιδί μου, δεν γίνονται αμέσως οι μεταρρυθμίσεις, δεν είναι εύκολο να επιτηρείς τα σύνορα στη θάλασσα, προσπαθούμε, βοηθήστε κι εσείς και θα τα διορθώσουμε όλα, ίσως και να ’ταν αλλιώς το κλίμα, ιδίως με τις νέες χώρες, τις πρώην σοσιαλιστικές, που έχουν υποφέρει πολύ και είναι πιο σκληρές. Αλλά αυτή η κοροϊδία είναι πραγματικά αφόρητη. Τι να κάνουμε, λέει ένας υπουργός, να ρίξουμε καρχαρίες στο Αιγαίο; Να πνίγουμε τους μετανάστες μάς ζητάνε;
Ω, τι ευαίσθητες ψυχές. Πώς το λέει ο Τσακνής; Θα δώσουμε ένα μάθημα ανθρωπιάς στην οικουμένη. Μόνο εμείς νιώθουμε το δράμα, οι άλλοι είναι απάνθρωπα κτήνη, θέλουν να πνίγουν μικρά προσφυγόπουλα. Η κουτοπονηριά, η μετάθεση των προβλημάτων, η απαίτηση να αναλάβουν άλλοι τη δική μας δουλειά, η πολιτική καφενείου, οδήγησαν και εδώ σε οδυνηρό αδιέξοδο.
Αυτοί που έκλειναν την Αμυγδαλέζα, στήνουν κέντρα «φιλοξενίας» σε όλη την Ελλάδα. Αυτοί που δεν ήθελαν τη Frontex, δέχονται τις περιπολίες του ΝΑΤΟ. Τουρκία και Σκόπια αναβαθμίζουν το ρόλο τους.
Για μια ακόμα φορά η Ελλάδα ονομάζεται «αποτυχημένο κράτος» που δεν μπορεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του. Και όμως, όταν πιέστηκαν, βρέθηκαν οι χώροι στα στρατόπεδα, χτίζονται τα χοτ-σποτς. Από πριν τα Χριστούγεννα μέχρι τον Φεβρουάριο, δεκαπλασιάστηκαν οι ταυτοποιήσεις προσφύγων και μεταναστών.
Και τη Δευτέρα είδαν με έκπληξη να μειώνονται οι αφίξεις, κανένας δεν έφτασε στη Μυτιλήνη. Το μήνυμα πέρασε αμέσως, η Ελλάδα δεν είναι πια μια αφύλακτη γη χωρίς ελέγχους και κανόνες. Δεν ενθαρρύνει την είσοδο.
Κάπως έτσι συμβαίνει στο σύγχρονο σκληρό κόσμο. Κάπως έτσι κάνουν τα οργανωμένα κράτη. Και παρά τα όσα πιστεύουμε, αυτή η πολιτική δεν είναι απλώς ρεαλιστικά σωστή. Είναι και πολύ πιο προοδευτική και ανθρώπινη από την πολιτική του καφενείου που δημιουργεί μόνο εξαθλίωση καλυμμένη με ωραία, «ριζοσπαστικά» συνθήματα.
Φ. Γεωργελές