Είναι δυνατόν ένας άνθρωπος που έχει καταδικαστεί για μίζες ύψους 55 εκατομμυρίων ευρώ (12 δισεκατομμύρια δραχμές) να μην έχει τη δυνατότητα να καταβάλει στο Δημόσιο 40.000 ευρώ, έτσι ώστε να αφεθεί άμεσα ελεύθερος; Και όμως, αυτό φαίνεται να συμβαίνει στην περίπτωση του πρώην υπουργού του ΠΑΣΟΚ, Άκη Τσοχατζόπουλου, μετά την απόρριψη από το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά της αίτησης που είχε υποβάλει για να αποφυλακιστεί, κάνοντας χρήση των ευεργετικών διατάξεων του νόμου που αφορά στους ηλικιωμένους κρατουμένους.
Ο κ. Τσοχατζόπουλος, που διανύει το 76ο έτος της ηλικίας του, έχει καταδικαστεί από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων σε ποινή κάθειρξης 20 ετών για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα (μίζες για την προμήθεια των TORM1) και από το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων σε ποινή φυλάκισης 5,5 ετών, που είναι εξαγοράσιμη προς 10 ευρώ την ημέρα, για ανακριβή δήλωση «πόθεν έσχες».
Με βάση την κρατούσα νομολογία, οι καταδικασθέντες άνω των 70 ετών εκτίουν τα 2/5 της ποινής τους, αντί των 3/5 που ισχύουν για τους υπόλοιπους κρατουμένους, σε περίπτωση πρόσκαιρης κάθειρξης. Επιπλέον, στους άνω των 65 ετών, κάθε ημέρα έκτισης της ποινής υπολογίζεται διπλή. Σε περίπτωση, μάλιστα, που ο κρατούμενος απασχολείται σε εργασίες μέσα στη φυλακή και του υπολογίζονται μεροκάματα, κερδίζει άλλη μισή. Δηλαδή, κάθε ημέρα υπολογίζεται για 2,5. Έτσι, οι καταδικασμένοι που λόγω ηλικίας εμπίπτουν σε αυτές τις ευεργετικές διατάξεις αποφυλακίζονται έχοντας, ουσιαστικά, εκτίσει μόνον το 1/5 της ποινής τους.
Με βάση λοιπόν αυτά τα δεδομένα, ο Άκης Τσοχατζόπουλος, ο οποίος είναι προφυλακισμένος από την άνοιξη του 2012, θα έπρεπε να αποφυλακιστεί για την υπόθεση των TORM1 μετά από τέσσερα χρόνια και συγκεκριμένα τον Μάιο του 2016.
Για να γίνει όμως αυτό, θα έπρεπε να εξαγοράσει την ποινή των 5,5 ετών που του είχε επιβληθεί για το «πόθεν έσχες», καταβάλλοντας στο Δημόσιο μαζί με τις προσαυξήσεις περίπου 40.000 ευρώ.
Σε αντίθετη περίπτωση, όφειλε να ζητήσει από το δικαστήριο τη συγχώνευση των δύο αυτών ποινών, κάτι που σήμαινε ότι δεν χρειαζόταν να καταβάλει το παραπάνω ποσό, ωστόσο θα παρέμενε στη φυλακή για ακόμη 1,5 χρόνο.
Ο πρώην υπουργός,όμως, δεν έκανε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Προτίμησε να υποβάλει αίτηση αποφυλάκισης ζητώντας να αφεθεί ελεύθερος, απλώς με την επίκληση των ευεργετικών διατάξεων που ισχύουν για τους ηλικιωμένους κρατουμένους.
Έτσι, το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά, με το υπ’ αριθμ. 221/16 βούλευμά του, την απέρριψε κρίνοντας ότι, σε περίπτωση έκτισης περισσότερων ποινών που έχουν επιβληθεί με διαφορετικές καταδικαστικές αποφάσεις και αφορούν το ίδιο πρόσωπο, επιβάλλεται να προηγηθεί ο καθορισμός της συνολικής έκτισής τους (συγχώνευση).
Σύμφωνα με πληροφορίες του «Π», μετά την εξέλιξη αυτή, οι δικηγόροι του προσανατολίζονται να υποβάλουν τις επόμενες ημέρες την αίτηση για τη συγχώνευση των ποινών. Έτσι, το ερώτημα αν πράγματι δεν είναι σε θέση να καταβάλει στο Δημόσιο 40.000 ευρώ, για να εξαγοράσει μία από τις δύο ποινές του, παραμένει.
Εκτός και αν την απάντηση δίνουν οι φήμες πως τα εκατομμύρια από τις μίζες των εξοπλιστικών διαχειριζόταν άλλοτε στενός του συνεργάτης στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας και νυν συγκρατούμενός του, μέσα από δαιδαλώδεις offshore εταιρείες, ο οποίος τώρα… παριστάνει τον Κινέζο.
Ο Γιωτόπουλος αλλάζει τη νομολογία;
Αξίζει πάντως να σημειωθεί –και πέρα από την υπόθεση Τσοχατζόπουλου– ότι ένα άλλο βούλευμα του Συμβουλίου Πειραιά, που φέρνει στη δημοσιότητα σήμερα η εφημερίδα μας, φαίνεται ότι ανατρέπει την κρατούσα ομολογία για τους όρους έκτισης ποινής των ηλικιωμένων κρατουμένων. Το βούλευμα αυτό (118/2016) αφορά τον καταδικασμένο για συμμετοχή στην οργάνωση «17 Νοέμβρη», Αλέξανδρο Γιωτόπουλο, και αποφαίνεται ότι οι κρατούμενοι που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 105 παρ. 2 του Ποινικού Κώδικα θα πρέπει, προκειμένου να αποφυλακιστούν, να έχουν εκτίσει το 1/3 και όχι το 1/5 της ποινής τους.
Κάτι, δηλαδή, που ίσχυε για πολλά χρόνια και συγκεκριμένα μέχρι το 2009. Τότε, ένας αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου με… δημιουργική λογιστική εφηύρε την έκτιση του 1/5 προκειμένου να αποφυλακιστεί ο, μακαρίτης πια, εκδότης της εφημερίδας «Ελεύθερη Ώρα», Γρηγόρης Μιχαλόπουλος, ο οποίος εξέτιε αμετάκλητη ποινή κάθειρξης 9 ετών για εκβιάσεις επιχειρηματιών στο όνομα δήθεν της «17 Ν», καθώς και για πλαστογραφίες.
Την «υπόθεση Μιχαλόπουλου» εκμεταλλεύτηκαν από το 2009 έως σήμερα πολλοί ηλικιωμένοι κρατούμενοι, προκειμένου να αφεθούν ελεύθεροι. Τελικά, οι δικαστές τουλάχιστον στην «υπόθεση Γιωτόπουλου» αποφάσισαν να επανέλθουν στην αρχική νομολογία, που όριζε ότι προκειμένου να έχουν ισχύ οι ευεργετικές διατάξεις, θα πρέπει να έχει εκτιθεί το 1/3 και όχι το 1/5 της ποινής.
του Στέλιου Βορίνα
* Από την εφημερίδα ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ που κυκλοφόρησε το Σάββατο 04/06/2016