Οι εκλογές του 1981 αποτελούν κομβικό σημείο στην ιστορία των εγχώριων δημοσκοπήσεων. Τα αποτελέσματα αυτών των εκλογών επιβεβαίωσαν σειρά δημοσκοπικών προβλέψεων που παρουσιάστηκαν από τον Τύπο, οι οποίες με επιτυχία προανήγγειλαν την εκλογική επικράτηση του ΠΑΣΟΚ και την επερχόμενη κυβερνητική αλλαγή. Από τις εκλογές αυτές και ύστερα, οι δημοσκοπήσεις παγιώθηκαν όχι μόνο ως επιστημονικά μέσο χαρτογράφησης της κοινής γνώμης, αλλά και ως εργαλεία πολιτικής.
Η εμφάνιση των προεκλογικών δημοσκοπήσεων είχε ξεκινήσει με δειλά βήματα από το 1977. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Τύπος κατά την προεκλογική περίοδο του 1977 υπήρξε ιδιαίτερα τολμηρός και δημοσίευσε τα αποτελέσματα πρόχειρων ερευνών.
Όμως, οι δημοσκοπήσεις εκείνη τη χρονιά δεν είχαν καταφέρει να αποκτήσουν το κύρος μιας επιστημονικής έρευνας. Οι αρνητικές αντιδράσεις και οι υποτιμητικές δηλώσεις των πολιτικών γραφείων ήταν ο κανόνας αντιμετώπισης των ερευνών της κοινής γνώμης. Σε μεγάλο βαθμό η άποψη του κάθε κόμματος διαμορφωνόταν ανάλογα με το κατά πόσο τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης ήταν ευνοϊκά γι’ αυτό. Για πρώτη φορά την περίοδο πριν από τις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου του 1981 τα ελληνικά κόμματα φαίνεται να έκαναν έστω και κρυφά, ευρεία χρήση των δημοσκοπήσεων. Ήταν η πρώτη φορά που οι δημοσκοπήσεις έμπαιναν στην πολιτική με ουσιαστικό ρόλο.
Από τον Ιανουάριο του 1981 δημοσιεύματα του Τύπου έκαναν λόγο για τα απόρρητα γκάλοπ της Ν.Δ. τα οποία δημιουργούσαν ανάγκη επανακαθορισμού της πολιτικής της. Στις 16 Φεβρουαρίου μάλιστα χαρακτηριστικός ήταν τίτλος εφημερίδας: «Σφυγμομετρήσεις Αμερικανών- κυβέρνησης. Προηγείται με 10% το ΠΑΣΟΚ της ΝΔ». Με αφορμή αυτές τις κρυφές δημοσκοπήσεις σημειώθηκαν και τα πρώτα εκτενή σχόλια για την «παλιά σχολή» των ηγετών της ΝΔ η οποία φερόταν να μη μπορεί να αντιληφθεί ούτε τη σημασία του του νέου εργαλείου, ούτε και την αντίστροφή του κλίματος στην ελληνική κοινωνία.
Επεστράφη ως απαράδεκτη
Τις παραμονές των εκλογών του 1981, διευθυντής μεγάλης εταιρείας δημοσκοπήσεων, της οποίας το όνομα δεν δημοσιοποιήθηκε ποτέ, πρόσφερε δωρεάν στην Ελευθεροτυπία μια προεκλογική δημοσκόπηση η οποία είχε παραγγελθεί από τη ΝΔ, αλλά επεστράφη ως απαράδεκτη, επειδή έδινε στο ΠΑΣΟΚ 47%.
«Μου την πέταξαν στα μούτρα, γι’ αυτό σας τη δίνω να δημοσιευθεί», είπε ο διευθυντής της εταιρείας. «Εγώ ενδιαφέρομαι για τη φήμη και την αξιοπιστία της εταιρείας μου», έλεγε.
Το αποτέλεσμα των εκλογών δικαίωσε την πρόβλεψη της δημοσκόπησης, όπως αποκάλυψε στο κύριο άρθρο της η εφημερίδα το 1996, στο πλαίσιο της επιβεβαίωσης πλέον των δημοσκοπήσεων ως καταμετρητών της «απόλυτης αλήθειας».
Ο Τύπος καθιέρωσε τις δημοσκοπήσεις
Παρά την εκτεταμένη χρήση των δημοσκοπήσεων και από τα κόμματα, στις παραμονές των εκλογών του 1981, κύριος φορέας και εντολοδόχος τους, αναδείχθηκε ο Τύπος. Οι εφημερίδες και τα περιοδικά στήριξαν τις δημοσκοπήσεις μέσα από εκτενή δημοσιεύματα, πολλές φορές και πρωτοσέλιδα. Παράλληλα, ιδρύονταν εταιρείες δημοσκοπήσεων έτοιμες να εξυπηρετήσουν την ανάγκη για ποσοτική ανάλυση τάσεων. Εκείνη τη χρονική περίοδο, εμφανίστηκε και η απόφαση διαφημιστικών εταιρειών να κάνουν το δικό τους πρώτο βήμα στη διεξαγωγή κοινωνικών ερευνών.
Στο Τύπο του 1981, δημοσιεύτηκαν περισσότερες από 15 εκλογικές δημοσκοπήσεις με τη μέθοδο της κάλπης. Ιδιαίτερα οι εφημερίδες που στήριζαν ανοιχτά το ΠΑΣΟΚ, χρησιμοποίησαν τα αποτελέσματα για να προαναγγείλουν σε πανηγυρικό κλίμα την επερχόμενη Αλλαγή. Η πρώτη δημοσκόπηση αυτού του τύπου, δημοσιεύτηκε στα «Νέα» στις 25 Μαΐου 1981 από την ΕΥΡΩΔΗΜ, όπου το ΠΑΣΟΚ, φαινόταν να έχει διπλασιάσει τη δύναμή του από το 1977, σε αντίθεση με τη ΝΔ που περιοριζόταν στο 28%. Το επόμενο εκλογικό γκάλοπ, το δημοσίευσε το περιοδικό Ταχυδρόμος, από την εταιρεία ICAP. Τον Οκτώβριο στον χορό των δημοσκοπήσεων μπήκε και η Ελευθεροτυπία με την εταιρεία Ινστιτούτο Ερευνών επικοινωνίας.
Όλες οι δημοσκοπήσεις πριν από τις εκλογές του 1981 έδειχναν περίπου τα ίδια αποτελέσματα και όλες κατάφεραν να μην αποκλίνουν σοβαρά από τα τελικά αποτελέσματα των εκλογών. Από το 1989-90 οι πολιτικές δημοσκοπήσεις ανάγονται σε σταθερό σημείο αναφοράς όλων των πολιτικών τηλεοπτικών συζητήσεων και κεντρικό παράγοντα διαμόρφωσης της πολιτικής ατζέντας και η συστηματική χρήση τους αποτελεί γενικευμένο κανόνα για όλα τα κόμματα.