Δεν ήταν ο μόνος Τούρκος στρατιωτικός εκείνη την περίοδο που ζητούσε χορήγηση πολιτικού ασύλου στην Ελλάδα ισχυριζόμενος ότι διώκεται από το δικτατορικό καθεστώς του στρατηγού Κενάν Εβρέν. Ερευνα της «Κ» στα αρχεία ελληνικών εφημερίδων δείχνει ότι τουλάχιστον άλλοι τρεις στρατιωτικοί είχαν ακολουθήσει τότε τον ίδιο δρόμο.
Εκείνα τα χρόνια στο κύμα φυγής συμμετείχαν φοιτητές, δάσκαλοι και αρτοποιοί. Υπήρχαν δημοσιεύματα για έγκυο Τουρκάλα που αποβιβάστηκε στην Κω, για στέλεχος φαρμακοβιομηχανίας που πέρασε τον Εβρο καμουφλαρισμένος με κλαδιά δέντρων και για πιο τολμηρούς που κολυμπούσαν έως τη Σύμη με μοναδικό εξοπλισμό βατραχοπέδιλα και λαστιχένιες σαμπρέλες.
Από τις αρχές του 1981 μέχρι και τον Ιούλιο του ίδιου έτους, σύμφωνα με δημοσίευμα της τουρκικής εφημερίδας «Χουριέτ» που αναπαρήγαγε ο ελληνικός Τύπος, 150 Τούρκοι πολίτες είχαν ζητήσει άσυλο στην Ελλάδα. Ανάμεσά τους βρίσκονταν και λιγοστοί στρατιωτικοί.
Δημοσίευμα της Καθημερινής το 1981 για τον Ορχάν Μουσταφά και το αίτημά του για πολιτικό άσυλο.
Οι απελάσεις
Το 1981 η πόρτα της Ελλάδας δεν υπήρξε για όλους ανοιχτή. Κάποιοι Τούρκοι απελαύνονταν με συνοπτικές διαδικασίες, όπως συνέβη και με δύο στρατιωτικούς. Στις αρχές Ιουλίου οι ελληνικές αρχές παρέδωσαν στο τουρκικό πλοίο «Γκεμλίκ» τον ανθυποπλοίαρχο Ισμαήλ Αϊβάζ παρά το αίτημά του για άσυλο.
Λίγες ημέρες αργότερα επεστράφη στην Τουρκία και ο λιποτάκτης Σεϊχάν Γιανίκ του Μουσταφά. Είχε καταφύγει στο Καστελλόριζο όπου αρχικά δήλωσε ότι ήταν Ιρανός. Εφερε μαζί του νοθευμένη γαλλική ταυτότητα με όνομα Πιερ Ετιέν του Σαλή, στην οποία είχε επικολλήσει τη φωτογραφία του. Αργότερα ομολόγησε ότι είχε πληρώσει 500 τουρκικές λίρες για να την αγοράσει.
Ο Ορχάν Μουσταφά στάθηκε πιο τυχερός. Είχε καταδικαστεί σε 3,5 μήνες φυλάκισης για παράνομη είσοδο στη χώρα, κινδύνευε όμως να παραταθεί η ποινή του για 12 ακόμη ημέρες στις φυλακές Κομοτηνής γιατί δεν είχε τις 2.400 δραχμές που χρειάζονταν για να καλύψει τα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα με το νόμο θα έπρεπε να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι να εξοφληθεί το ποσό (κάθε ημέρα επιπλέον κράτησης αντιστοιχούσε τότε σε 200 δραχμές). Μέχρι τα τέλη Ιουλίου ο Μουσταφά δεν είχε απελαθεί, ενώ μεταφέρθηκε από την Κομοτηνή στην Αθήνα για να εξεταστεί το αίτημά του για χορήγηση πολιτικού ασύλου.
Οι απελάσεις των Τούρκων στρατιωτικών και άλλων συμπατριωτών τους πολιτικών φυγάδων το καλοκαίρι του ’81 προκάλεσαν έντονες πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις στην Ελλάδα. Οπως αποδείχθηκε, οι απελάσεις πραγματοποιήθηκαν βάσει διαταγής που ίσχυε από τα χρόνια της δικτατορίας και προέβλεπε ότι δεν χορηγείται πολιτικό άσυλο σε Τούρκους εκτός κι αν είναι αρμενικής ή κουρδικής καταγωγής.
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιά χαρακτήρισε «απαράδεκτη την απόφαση», ζήτησε να δημοσιευτούν τα ονόματα των υπευθύνων και να τιμωρηθούν παραδειγματικά. Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών έστειλε τον νομικό Θεόδωρο Σταυρόπουλο στη Ρόδο, απ’ όπου είχαν γίνει οι απελάσεις, για να ερευνήσει το θέμα. Οπου όμως απευθύνθηκε καμία αρχή (εισαγγελία, χωροφυλακή) δεν ανέλαβε ευθύνη για το συμβάν. Ολοι δήλωσαν αναρμόδιοι.
Το 1981 η πόρτα της Ελλάδας δεν υπήρξε για όλους ανοιχτή. Κάποιοι Τούρκοι απελαύνονταν με συνοπτικές διαδικασίες, όπως συνέβη και με δύο στρατιωτικούς. Στις αρχές Ιουλίου οι ελληνικές αρχές παρέδωσαν στο τουρκικό πλοίο «Γκεμλίκ» τον ανθυποπλοίαρχο Ισμαήλ Αϊβάζ παρά το αίτημά του για άσυλο.
Λίγες ημέρες αργότερα επεστράφη στην Τουρκία και ο λιποτάκτης Σεϊχάν Γιανίκ του Μουσταφά. Είχε καταφύγει στο Καστελλόριζο όπου αρχικά δήλωσε ότι ήταν Ιρανός. Εφερε μαζί του νοθευμένη γαλλική ταυτότητα με όνομα Πιερ Ετιέν του Σαλή, στην οποία είχε επικολλήσει τη φωτογραφία του. Αργότερα ομολόγησε ότι είχε πληρώσει 500 τουρκικές λίρες για να την αγοράσει.
Ο Ορχάν Μουσταφά στάθηκε πιο τυχερός. Είχε καταδικαστεί σε 3,5 μήνες φυλάκισης για παράνομη είσοδο στη χώρα, κινδύνευε όμως να παραταθεί η ποινή του για 12 ακόμη ημέρες στις φυλακές Κομοτηνής γιατί δεν είχε τις 2.400 δραχμές που χρειάζονταν για να καλύψει τα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα με το νόμο θα έπρεπε να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι να εξοφληθεί το ποσό (κάθε ημέρα επιπλέον κράτησης αντιστοιχούσε τότε σε 200 δραχμές). Μέχρι τα τέλη Ιουλίου ο Μουσταφά δεν είχε απελαθεί, ενώ μεταφέρθηκε από την Κομοτηνή στην Αθήνα για να εξεταστεί το αίτημά του για χορήγηση πολιτικού ασύλου.
Οι απελάσεις των Τούρκων στρατιωτικών και άλλων συμπατριωτών τους πολιτικών φυγάδων το καλοκαίρι του ’81 προκάλεσαν έντονες πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις στην Ελλάδα. Οπως αποδείχθηκε, οι απελάσεις πραγματοποιήθηκαν βάσει διαταγής που ίσχυε από τα χρόνια της δικτατορίας και προέβλεπε ότι δεν χορηγείται πολιτικό άσυλο σε Τούρκους εκτός κι αν είναι αρμενικής ή κουρδικής καταγωγής.
Δημοσίευμα της Καθημερινής το 1981 για τις απελάσεις Τούρκων φυγάδων.
Ο Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιά χαρακτήρισε «απαράδεκτη την απόφαση», ζήτησε να δημοσιευτούν τα ονόματα των υπευθύνων και να τιμωρηθούν παραδειγματικά. Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών έστειλε τον νομικό Θεόδωρο Σταυρόπουλο στη Ρόδο, απ’ όπου είχαν γίνει οι απελάσεις, για να ερευνήσει το θέμα. Οπου όμως απευθύνθηκε καμία αρχή (εισαγγελία, χωροφυλακή) δεν ανέλαβε ευθύνη για το συμβάν. Ολοι δήλωσαν αναρμόδιοι.
«Πρόκειται περί απλού ατυχήματος»
-Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (υπουργός Εξωτερικών 1981) για την απέλαση Τούρκων φυγάδων
Υπό αυτές τις εξελίξεις ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, υπουργός Εξωτερικών τότε επί πρωθυπουργίας Γεωργίου Ράλλη, αποκάλεσε την υπόθεση «απλό ατύχημα». «Λυπάμαι για αυτό που συνέβη, έγινε με παντελή άγνοια της κυβερνήσεως από κατώτερα όργανα που ενήργησαν χωρίς οδηγίες και το χειρότερο σε εκτέλεση εγκυκλίου της δικτατορίας, της οποίας την ύπαρξη αγνοούσαμε τελείως», είχε δηλώσει στις εφημερίδες. «Η Ελλάς τηρεί πάντοτε στο ακέραιο τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο».
-Κωνσταντίνος Μητσοτάκης (υπουργός Εξωτερικών 1981) για την απέλαση Τούρκων φυγάδων
Υπό αυτές τις εξελίξεις ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, υπουργός Εξωτερικών τότε επί πρωθυπουργίας Γεωργίου Ράλλη, αποκάλεσε την υπόθεση «απλό ατύχημα». «Λυπάμαι για αυτό που συνέβη, έγινε με παντελή άγνοια της κυβερνήσεως από κατώτερα όργανα που ενήργησαν χωρίς οδηγίες και το χειρότερο σε εκτέλεση εγκυκλίου της δικτατορίας, της οποίας την ύπαρξη αγνοούσαμε τελείως», είχε δηλώσει στις εφημερίδες. «Η Ελλάς τηρεί πάντοτε στο ακέραιο τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο».
Στη Χίο με μια βάρκα
Οι απελάσεις των Τούρκων στρατιωτικών και άλλων πολιτικών φυγάδων δεν πέρασαν απαρατήρητες στη γειτονική χώρα. «Μπράβο στους Ελληνες!» ήταν εκείνες τις ημέρες ο κεντρικός τίτλος της εφημερίδας «Γκιουναϊντίν». Στην άλλη πλευρά του Αιγαίου όμως γίνονταν γνωστές και οι αντιδράσεις.
«Όταν άκουσα ότι υπήρχε κόσμος που ήταν αντίθετος στις απελάσεις, σκέφτηκα πως μπορούσα να περάσω στην Ελλάδα», λέει στην «Κ» ο Φαρούκ Τουντζάι. Εκείνη την περίοδο ζούσε στην Τουρκία με πλαστή ταυτότητα, μόλις είχε παρατήσει τη δουλειά του ως πρεσαδόρος σε εργοστάσιο της Κωνσταντινούπολης και κρυβόταν στη Σμύρνη.
Τον συναντάμε στο γραφείο του στην πλατεία Κάνιγγος όπου δύο φορές την εβδομάδα διδάσκει τουρκικά. Είναι ψηλός, με γκρίζα γένια και μακριά μαλλιά πιασμένα κοτσίδα. Ζει στην Ελλάδα από τον Ιούνιο του 1982 έχοντας λάβει πολιτικό άσυλο και είναι δημιουργός ελληνοτουρκικού και τουρκοελληνικού λεξικού.
Οι απελάσεις των Τούρκων στρατιωτικών και άλλων πολιτικών φυγάδων δεν πέρασαν απαρατήρητες στη γειτονική χώρα. «Μπράβο στους Ελληνες!» ήταν εκείνες τις ημέρες ο κεντρικός τίτλος της εφημερίδας «Γκιουναϊντίν». Στην άλλη πλευρά του Αιγαίου όμως γίνονταν γνωστές και οι αντιδράσεις.
«Όταν άκουσα ότι υπήρχε κόσμος που ήταν αντίθετος στις απελάσεις, σκέφτηκα πως μπορούσα να περάσω στην Ελλάδα», λέει στην «Κ» ο Φαρούκ Τουντζάι. Εκείνη την περίοδο ζούσε στην Τουρκία με πλαστή ταυτότητα, μόλις είχε παρατήσει τη δουλειά του ως πρεσαδόρος σε εργοστάσιο της Κωνσταντινούπολης και κρυβόταν στη Σμύρνη.
Τον συναντάμε στο γραφείο του στην πλατεία Κάνιγγος όπου δύο φορές την εβδομάδα διδάσκει τουρκικά. Είναι ψηλός, με γκρίζα γένια και μακριά μαλλιά πιασμένα κοτσίδα. Ζει στην Ελλάδα από τον Ιούνιο του 1982 έχοντας λάβει πολιτικό άσυλο και είναι δημιουργός ελληνοτουρκικού και τουρκοελληνικού λεξικού.
«Με λεφτά φίλων αγοράσαμε μια βάρκα και από το Τσεσμέ περάσαμε στη Χίο»
-Φαρούκ Τουντζάι, Τούρκος πολιτικός πρόσφυγας
Για τον Τουντζάι ο τουρκικός στρατός αποτελούσε διέξοδο από τη φτώχεια. Φοίτησε εσώκλειστος σε στρατιωτικό λύκειο και συνέχισε στην πολεμική σχολή, την αντίστοιχη Σχολή Ευελπίδων. Τον διέγραψαν στο τέταρτο έτος όταν πλέον ήταν εμφανής η αριστερή ιδεολογία του. Την περίοδο 1978-1980 εντάχθηκε στην οργάνωση «Επαναστατικός Δρόμος» (DEV-YOL), μέλη της οποίας συμμετείχαν σε ένοπλες συγκρούσεις κατά των εθνικιστών «Γκρίζων Λύκων».
Μετά το πραξικόπημα του Εβρέν το 1980 και τις διώξεις που ακολούθησαν, ο Τουντζάι αποφάσισε να περάσει στην Ελλάδα μαζί με μία από τις αδερφές του η οποία δικαζόταν ερήμην για τη συμμετοχή της στον «Επαναστατικό Δρόμο».
«Με λεφτά φίλων αγοράσαμε μια βάρκα και από το Τσεσμέ περάσαμε στη Χίο», λέει. Ακολούθησαν καταθέσεις του σε στελέχη της ΚΥΠ και μεταφορά του συνοδεία αστυνομικού στον Πειραιά. Θυμάται ακόμη με ευγνωμοσύνη πώς οι Ελληνες συνεπιβάτες του τον κερνούσαν καφέ και φαγητό στη διαδρομή βλέποντάς τον ταλαιπωρημένο – ζύγιζε τότε 56 κιλά.
Έμεινε αρχικά στο Κέντρο Υποδοχής Προσφύγων Λαυρίου. Εκεί γνώρισε έναν Τούρκο στρατιώτη που του συστήθηκε ως Μπιν Αλί. «Ηρεμο παιδί. Ελεγε ότι πέρασε στην Ελλάδα με το όπλο του και το παρέδωσε στις Αρχές. Εζησε λίγα χρόνια στο Λαύριο και έφυγε σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα», θυμάται. «Δεν ξέρω όμως εάν αυτό ήταν το πραγματικό του όνομα».
-Φαρούκ Τουντζάι, Τούρκος πολιτικός πρόσφυγας
Για τον Τουντζάι ο τουρκικός στρατός αποτελούσε διέξοδο από τη φτώχεια. Φοίτησε εσώκλειστος σε στρατιωτικό λύκειο και συνέχισε στην πολεμική σχολή, την αντίστοιχη Σχολή Ευελπίδων. Τον διέγραψαν στο τέταρτο έτος όταν πλέον ήταν εμφανής η αριστερή ιδεολογία του. Την περίοδο 1978-1980 εντάχθηκε στην οργάνωση «Επαναστατικός Δρόμος» (DEV-YOL), μέλη της οποίας συμμετείχαν σε ένοπλες συγκρούσεις κατά των εθνικιστών «Γκρίζων Λύκων».
Μετά το πραξικόπημα του Εβρέν το 1980 και τις διώξεις που ακολούθησαν, ο Τουντζάι αποφάσισε να περάσει στην Ελλάδα μαζί με μία από τις αδερφές του η οποία δικαζόταν ερήμην για τη συμμετοχή της στον «Επαναστατικό Δρόμο».
«Με λεφτά φίλων αγοράσαμε μια βάρκα και από το Τσεσμέ περάσαμε στη Χίο», λέει. Ακολούθησαν καταθέσεις του σε στελέχη της ΚΥΠ και μεταφορά του συνοδεία αστυνομικού στον Πειραιά. Θυμάται ακόμη με ευγνωμοσύνη πώς οι Ελληνες συνεπιβάτες του τον κερνούσαν καφέ και φαγητό στη διαδρομή βλέποντάς τον ταλαιπωρημένο – ζύγιζε τότε 56 κιλά.
Έμεινε αρχικά στο Κέντρο Υποδοχής Προσφύγων Λαυρίου. Εκεί γνώρισε έναν Τούρκο στρατιώτη που του συστήθηκε ως Μπιν Αλί. «Ηρεμο παιδί. Ελεγε ότι πέρασε στην Ελλάδα με το όπλο του και το παρέδωσε στις Αρχές. Εζησε λίγα χρόνια στο Λαύριο και έφυγε σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα», θυμάται. «Δεν ξέρω όμως εάν αυτό ήταν το πραγματικό του όνομα».
Έλληνες που πήγαν στην Τουρκία
Καταφύγιο στην Τουρκία έχουν ζητήσει στο παρελθόν και Ελληνες στρατιωτικοί. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις περιγράφεται στο βιβλίο «Ελληνοτουρκικές Σχέσεις» του επίκουρου καθηγητή Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αγγελου Συρίγου. Στις 7 Απριλίου 1941 μετά την κατάληψη της Κομοτηνής από τις γερμανικές δυνάμεις και την προσβολή των οχυρών Μεταξά, η ταξιαρχία Εβρου επιβιβάστηκε σε αμαξοστοιχία και μετέβη στην Τουρκία. Αποτελούνταν από περίπου 170 αξιωματικούς και 2.000 οπλίτες, ενώ την ακολούθησαν και άνδρες της ελληνικής χωροφυλακής.
Μόλις εισήλθαν σε τουρκικό έδαφος αφοπλίστηκαν από τις τουρκικές αρχές. Ο υποστράτηγος Ιωάννης Ζήσης θεώρησε προσβλητική την τουρκική ενέργεια και αυτοκτόνησε. Η ταξιαρχία οδηγήθηκε στο στρατόπεδο της Περγάμου και εκεί τους τέθηκαν τρεις επιλογές. Μπορούσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε κίνδυνο αντιποίνων, να εργαστούν στην Τουρκία μέχρι να λήξει ο πόλεμος, ή να μεταφερθούν στη Μέση Ανατολή και να συνεχίσουν εκεί τον πόλεμο με τους Συμμάχους.
Τα περισσότερα μέλη της ταξιαρχίας τελικά δέχθηκαν να την τρίτη επιλογή και συνέχισαν τον πόλεμο στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων. Οσοι απέρριψαν αυτή την πρόταση στάλθηκαν στην Καππαδοκία και εργάστηκαν υπό άθλιες συνθήκες στην κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής.
Αρκετά χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1967, μετά την αποτυχία του βασιλικού κινήματος για την ανατροπή της χούντας των συνταγματαρχών, ο υποστράτηγος Απόστολος Ζαλοχώρης, διοικητής της 12ης μεραρχίας στον Εβρο, κατέφυγε στην Τουρκία. Δεν είναι ξεκάθαρο από τις διαθέσιμες πληροφορίες της εποχής εάν ζήτησε άσυλο στη γειτονική χώρα. Από εκεί πάντως του επετράπη να μεταβεί στην Ιταλία όπου παρέμεινε για λίγα χρόνια προτού επιστρέψει στην Ελλάδα.
Καταφύγιο στην Τουρκία έχουν ζητήσει στο παρελθόν και Ελληνες στρατιωτικοί. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις περιγράφεται στο βιβλίο «Ελληνοτουρκικές Σχέσεις» του επίκουρου καθηγητή Διεθνούς Δικαίου και Εξωτερικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αγγελου Συρίγου. Στις 7 Απριλίου 1941 μετά την κατάληψη της Κομοτηνής από τις γερμανικές δυνάμεις και την προσβολή των οχυρών Μεταξά, η ταξιαρχία Εβρου επιβιβάστηκε σε αμαξοστοιχία και μετέβη στην Τουρκία. Αποτελούνταν από περίπου 170 αξιωματικούς και 2.000 οπλίτες, ενώ την ακολούθησαν και άνδρες της ελληνικής χωροφυλακής.
Μόλις εισήλθαν σε τουρκικό έδαφος αφοπλίστηκαν από τις τουρκικές αρχές. Ο υποστράτηγος Ιωάννης Ζήσης θεώρησε προσβλητική την τουρκική ενέργεια και αυτοκτόνησε. Η ταξιαρχία οδηγήθηκε στο στρατόπεδο της Περγάμου και εκεί τους τέθηκαν τρεις επιλογές. Μπορούσαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα και να αντιμετωπίσουν οποιοδήποτε κίνδυνο αντιποίνων, να εργαστούν στην Τουρκία μέχρι να λήξει ο πόλεμος, ή να μεταφερθούν στη Μέση Ανατολή και να συνεχίσουν εκεί τον πόλεμο με τους Συμμάχους.
Τα περισσότερα μέλη της ταξιαρχίας τελικά δέχθηκαν να την τρίτη επιλογή και συνέχισαν τον πόλεμο στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων. Οσοι απέρριψαν αυτή την πρόταση στάλθηκαν στην Καππαδοκία και εργάστηκαν υπό άθλιες συνθήκες στην κατασκευή σιδηροδρομικής γραμμής.
Αρκετά χρόνια αργότερα, τον Δεκέμβριο του 1967, μετά την αποτυχία του βασιλικού κινήματος για την ανατροπή της χούντας των συνταγματαρχών, ο υποστράτηγος Απόστολος Ζαλοχώρης, διοικητής της 12ης μεραρχίας στον Εβρο, κατέφυγε στην Τουρκία. Δεν είναι ξεκάθαρο από τις διαθέσιμες πληροφορίες της εποχής εάν ζήτησε άσυλο στη γειτονική χώρα. Από εκεί πάντως του επετράπη να μεταβεί στην Ιταλία όπου παρέμεινε για λίγα χρόνια προτού επιστρέψει στην Ελλάδα.
Ρεπορτάζ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ