Υποχρεωτική η εφαρμογή των νέων μέτρων -Η συμφωνία πάει για το Eurogroup στις 7 Απριλίου - Τα λεγόμενα «αντίμετρα» θα υλοποιηθούν μόνο αν το πρωτογενές πλεόνασμα ξεπεράσει το 3,5%
Ανοιχτό αφήνουν στις Βρυξέλλες τον χρόνο ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, πιθανολογώντας ότι είναι το Eurogroup της 7ης Απριλίου στη Μάλτα, που θα πάρει την τελική πολιτική απόφαση.
Τα τεχνικά κλιμάκια επιστρέφουν από τις αρχές της επόμενης εβδομάδας στην Αθήνα, έτσι ώστε να παραμετροποιήσουν τα όσα δέχθηκε η ελληνική κυβέρνηση για όλα τα ζητήματα της δεύτερης αξιολόγησης και το νέο πακέτο μέτρων, που θα εφαρμοστεί με τη λήξη του προγράμματος, το 2018, από την κυβέρνηση
Ο μύθος του «ούτε ένα ευρώ λιτότητα»
Αναφορικά με τα χθεσινά μέτρα, τα οποία συμφώνησε η κυβέρνηση στο χθεσινό Eurogroup, δεν εμπίπτουν σε οποιαδήποτε αιρεσιμότητα από την πλευρά της κυβέρνησης και η εφαρμογή τους είναι υποχρεωτική.
Η ουσία των μέτρων είναι πως η κυβέρνηση θα τα νομοθετήσει από τώρα για την περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος. Τα μέτρα αφορούν στη μείωση του αφορολόγητου ορίου και στη μείωση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις.
Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι αυτά τα μέτρα θα ληφθούν και θα εφαρμοστούν επιπλέον αυτών που καλείται να εφαρμόσει η Ελλάδα για να πιάσει τον στόχο του 3,5% πρωτογενούς πλεονάσματος επί του ΑΕΠ.
Πρόκειται επί της ουσίας για ένα τέταρτο μνημόνιο, που μπορεί να δίνει «πολιτική ανάσα» στην κυβέρνηση, αλλά ουσιαστικά παγιδεύει τη χώρα με υποχρεώσεις χωρίς την στοιχειώδη εξουσιοδότηση της λαϊκής ετυμηγορίας.
Ο μόνος τρόπος για την εφαρμογή αντισταθμιστικών μέτρων και τη δημιουργία ενός «ουδέτερου δημοσιονομικού ισοζυγίου» (για το κράτος και όχι για τον πολίτη που θα επιβαρυνθεί από τα μέτρα αυτά) είναι να υπάρξει υπεραπόδοση των δημοσιονομικών πέραν του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 3,5% του ΑΕΠ.
«Δημοσιονομικά ουδέτερα μέτρα» για τον πολίτη ή το κράτος;
Αυτό σημαίνει πως δεν θα υπάρξει κανένας αντίστοιχος «μποναμάς παροχών», όπως αυτός του Δεκεμβρίου 2016 (η κυβέρνηση «έκαψε» για πάντα αυτό το χαρτί). Τα όποια αντισταθμιστικά μέτρα θα τα εγκρίνουν πρώτα οι δανειστές και αφορούν φοροελαφρύνσεις, οι οποίες προφανώς δεν θα αφορούν όλους τους πολίτες, οι οποίοι θα δουν τα εισοδήματα ή τις συντάξεις τους να μειώνονται, παρά εκείνη τη μερίδα που θα θελήσει να ευνοήσει μια κατοπινή πολιτική απόφαση.
Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος είπε πως «δεν μιλήσαμε πολύ για το θέμα της Ελλάδας» χθες στο Eurogroup, αλλά «σημειώθηκε πρόοδος». «Οι θεσμοί συμφώνησαν σε μια κοινή θέση» επισήμανε ο Σόιμπλε, και τόνισε πως «υπήρξε συμφωνία μεταξύ θεσμών και Ελλάδας επί της αρχής για τις μεταρρυθμίσεις, αλλά μόνο επί της αρχής».
Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί πιστεύουν πως είναι δυνατό η Ελλάδα να πιάσει τον στόχο πλεονάσματος για το 2018, καθώς έχει γίνει «τεράστια δημοσιονομική προσαρμογή από το 2009 έως σήμερα», όμως το ΔΝΤ δεν «βλέπει» το ίδιο ενδεχόμενο.
Οι Βρυξέλλες δεν «βλέπουν» πολιτική συμφωνία, όπως εμμένει η κυβέρνηση
Πάντως, κύκλοι των Βρυξελλών δεν βλέπουν την χθεσινή απόφαση ως πολιτική συμφωνία, αλλά την αποσαφήνιση του αρχικού σημείου μιας τεχνικής διαδικασίας, έτσι ώστε να υπάρξει μια συμφωνία μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών και της Ελλάδας.
Οι Βρυξέλλες εκτιμούν παράλληλα πως δεν θα υπάρξουν μεγάλες δυσκολίες στο να περάσει το πακέτο μέτρων από την ελληνική Βουλή.
Πάντως, σύμφωνα με άλλες πληροφορίες, το ΔΝΤ είναι πρόθυμο να μετάσχει στο πρόγραμμα μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και τη νομοθέτηση των νέων μέτρων. Χρονικά η απόφαση του αυτή από το ΔΣ του Ταμείου δεν αναμένεται να υπάρξει πριν από το καλοκαίρι.
Το Ταμείο φαίνεται να δυσφορεί ακόμα με το ζήτημα του χρονικού πλαισίου αναγκαστικής επίτευξης του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ. Για την ανάλυση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, το Ταμείο αναμένεται να την βασίσει στα πρώτα δύο με τρία έτη μετά το τέλος του μνημονίου.
Παράλληλα, παρατηρεί πως η Ελλάδα έχει τεράστιες μεταφορές του προϋπολογισμού της (10%-11%) προς τα συνταξιοδοτικά ταμεία, ενώ ο μέσος όρος στην ευρωζώνη είναι 1%-2%. Συνεπώς, χρειάζεται μεγάλη αναδιάρθρωση του προϋπολογισμού της, έτσι ώστε να ελαφρυνθεί ουσιαστικά ο προϋπολογισμός του κράτους από τις ανελαστικές συνταξιοδοτικές δαπάνες και να δημιουργηθεί ένα πιο διευρυμένο δίκτυο κοινωνικών παροχών, διαμορφώνοντας έτσι τις βάσεις για ένα νέο κοινωνικό πλαίσιο ανάλογο με αυτό που ισχύει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Ανταπόκριση από Βρυξέλλες, Ιωάννης Γ. Αντύπας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ