Οι δύο πρώτες πιλοτικές εφαρμογές ενός ολοκληρωμένου συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης σεισμών ξεκίνησαν στην Ελλάδα σχεδόν ταυτόχρονα - Υλοποιούνται από το Πανεπιστήμιο Πατρών και το ΑΠΘ
Απαντήσεις σε μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα που εντάσσονται στο πλαίσιο της αντισεισμικής προστασίας ευελπιστούν ότι θα πάρουν οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου Πατρών από το σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης σεισμού στη γέφυρα Ρίου Αντίρριου.
Πώς θα αντιδρούσαν οι πολίτες και το οργανωμένο κράτος στην Ελλάδα, εάν γνώριζαν ότι έχουν στη διάθεσή τους ελάχιστα δευτερόλεπτα, προκειμένου να αντιδράσουν σε επερχόμενο ισχυρό σεισμό;
Μπορεί μία ολόκληρη πόλη να προγραμματιστεί σε «safe mode», τη στιγμή που τα σεισμικά κύματα θα φθάνουν σε κρίσιμες υποδομές της, όπως σχολεία, νοσοκομεία, μνημεία, δημόσια κτίρια και δίκτυα κοινής ωφέλειας;
Και τι ασκήσεις κατά του πανικού συνίστανται στους πολίτες, τη στιγμή του συναγερμού;
Η αξιοποίηση μίας τόσο κρίσιμης πληροφορίας, όπως η προειδοποίηση σεισμού –και μάλιστα με ακριβή προσέγγιση για το μέγεθος της δόνησης και τις αναμενόμενες ζημιές, δύναται να σώσει ανθρώπινες ζωές και να προλάβει καταστροφές. Πώς, όμως, γίνεται η διαχείρισή της;
Οι δύο πρώτες πιλοτικές εφαρμογές ενός ολοκληρωμένου συστήματος έγκαιρης προειδοποίησης σεισμών - που ενδέχεται να δώσουν απαντήσεις στα παραπάνω ερωτήματα - ξεκίνησαν στην Ελλάδα σχεδόν ταυτόχρονα στο πλαίσιο ευρωπαϊκού ερευνητικού προγράμματος και υλοποιήθηκαν για την περιοχή της γέφυρας Ρίου- Αντιρρίου από το Πανεπιστήμιο Πατρών και για την πόλη της Θεσσαλονίκης από την Ερευνητική Μονάδα Εδαφοδυναμικής και Γεωτεχνικής Σεισμικής Μηχανικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ).
Τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης σεισμών κατά κάποιον τρόπο «αισθάνονται» τις δονήσεις, που έρχονται. Κατά την εκδήλωση ενός ισχυρού σεισμού διαδίδονται σεισμικά κύματα τριών κύριων τύπων: Τα ταχύτερα πρώτα κύματα «P» και τα πιο καταστρεπτικά, ήτοι τα «επιφανειακά» και τα «S» κύματα. Όργανα μονίμου δικτύου σε διάφορες θέσεις (π.χ. αεροδρόμια, νοσοκομεία) καταγράφουν τα «P» κύματα και απευθείας μεταδίδουν τα δεδομένα σε κέντρο ελέγχου, όπου αυτομάτως υπολογίζεται η αναμενόμενη ένταση του σεισμικού κραδασμού και δίνεται αντίστροφη μέτρηση μέχρι την άφιξη των εγκάρσιων καταστρεπτικών σεισμικών κυμάτων.
«Ένα ολοκληρωμένο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης έναντι επερχόμενου σεισμού συνοδεύεται, εκτός από την εκτίμηση του αναμενόμενου σεισμού (μέγεθος, απόσταση και χρόνος άφιξης σε μια θέση), με την άμεση και σε πραγματικό χρόνο εκτίμηση των αναμενόμενων ζημιών και απωλειών, κυρίως σε κρίσιμες υποδομές και σημαντικά κτίρια», είπε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Κυριαζής Πιτιλάκης, Διευθυντής της Ερευνητικής Μονάδας Εδαφοδυναμικής και Γεωτεχνικής Σεισμικής Μηχανικής του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του ΑΠΘ.
Όπως διευκρινίζει, το πρώτο στάδιο της προειδοποίησης αφορά μια εκτίμηση του πόσο ισχυρός θα είναι ο κραδασμός του εδάφους από έναν συγκεκριμένο σεισμό, σε συγκεκριμένη απόσταση από το γενεσιουργό ρήγμα του σεισμού, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την εξειδικευμένη εκτίμηση του επιπέδου βλαβών, που ενδέχεται να προκαλέσει ο κραδασμός σε ένα κτίριο ή μια υποδομή, αρκεί να έχει προηγηθεί κατάλληλη μελέτη του κτιρίου ή της υποδομής, για να είναι γνωστό πώς αποκρίνεται στον εκάστοτε εδαφικό κραδασμό.