01 Φεβρουαρίου 2017

Υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για χρόνια- Ποιες χώρες ιστορικά τα έχουν καταφέρει

Η απαίτηση των δανειστών για πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3,5% και για πολλά χρόνια είναι ένα από τα μεγαλύτερα αγκάθια στη διαπραγμάτευση.

Δεν είναι μόνο το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο που εκτιμά ότι είναι ανέφικτος ο στόχος αυτός και θέτει στο τραπέζι τα νέα μέτρα αλλά και από την ελληνική πλευρά έχει διατυπωθεί η πρόταση για πρωτογενές πλεόνασμα 2,5% συν 1% για την ανάπτυξη,  η οποία σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτο είναι  μια αξιόπιστη πρόταση για να προχωρήσει η χώρα μπροστά.

Η επίτευξη υψηλών (τουλάχιστον 3%, 4% ή 5% του ΑΕΠ) πρωτογενών πλεονασμάτων για πολλά έτη (5, 8 ή και 10 συνεχόμενα έτη) καταγράφεται εμπειρικά και ιστορικά ως εφικτή, αλλά αποτελεί εξαίρεση.

Στην τελευταία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής αναλύεται διεξοδικά όχι μόνο η δυσκολία επίτευξης υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων αλλά και πόσες χώρες μέχρι σήμερα τα έχουν καταφέρει.

Οι Barry Eichengreen και Ugo Panizza μελετώντας περιπτώσεις κρατών τα οποία πέτυχαν πρωτογενή πλεονάσματα ύψους 3% του ΑΕΠ (μέσος όρος περιόδου) για χρονική περίοδο 5 ετών συμπεραίνουν ότι τέτοια (υψηλά και διατηρήσιμα για μεγάλη χρονική περίοδο) πρωτογενή πλεονάσματα είναι πιο πιθανό να επιτευχθούν όταν ο ρυθμός ανάπτυξης είναι μεγάλος, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι πλεονασματικό και το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι μεγάλο (επιτείνοντας την ανάγκη για δημοσιονομική προσαρμογή).

Μικρές οικονομίες και οικονομίες πολύ ανοικτές στο διεθνές εμπόριο είναι πιο πιθανό να πετύχουν υψηλά και διαρκή πρωτογενή πλεονάσματα.

Ωστόσο, υπερβολικά περιοριστικές δημοσιονομικές πολιτικές (οι οποίες οδηγούν στην επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων) βραχυπρόθεσμα μπορούν να οδηγήσουν σε ύφεση και σε πολιτική και κοινωνική αναταραχή και συνεπώς μπορούν να έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα ως προς την αντίληψη επενδυτικού κινδύνου που διαμορφώνουν οι πιθανοί επενδυτές-δανειστές.

Για παράδειγμα, το 2012 στην πιστοληπτική υποβάθμιση Ευρωπαϊκών κρατών που πραγματοποίησε η Standard & Poor’s σημείωνε ότι οι περιοριστικές πολιτικές μπορεί να έχουν αρνητική επίδραση στη βιωσιμότητα του χρέους.

Επίσης, όταν τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται («υπεραπόδοση» εσόδων), η κοινωνική και η πολιτική πίεση προς την κυβέρνηση για μεγαλύτερες παροχές επίσης αυξάνεται.

Από οικονομική άποψη, μια επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης ή μια παγκόσμια ή Ευρωπαϊκή ύφεση μπορούν να διαταράξουν τις προσπάθειες ακόμα και της πιο αφοσιωμένης στους δημοσιονομικούς στόχους Κυβέρνησης για την επίτευξη μεσο-μακροπρόθεσμα (π.χ. για μια πενταετία ή δεκαετία) υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων.

Σύμφωνα με την έκθεση του Προϋπολογισμού της Βουλής, η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας, δηλαδή η ύφεση της οικονομίας, επακόλουθα οδηγεί σε μείωση των φορολογικών εσόδων που με τη σειρά τους οδηγούν σε μείωση των κρατικών δαπανών και σε περαιτέρω αυτοτροφοδοτούμενη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας.

Τα ευρήματα αυτά δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικά και υποστηρικτικά της άποψης ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να πετύχει τα υψηλά και διαρκή πρωτογενή πλεονάσματα που πρόσφατα συμφωνήθηκαν με τους δανειστές. Υπάρχουν τόσο πολιτικοί όσο και οικονομικοί λόγοι που θέτουν εν αμφιβόλω την επίτευξη τόσο υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων.

Οι Barry Eichengreen και Ugo Panizza στην μελέτη τους ορίζουν το γεγονός της επίτευξης ενός υψηλού πρωτογενούς πλεονάσματος κατά την διάρκεια μιας περιόδου όταν η μέση τιμή του πραγματοποιηθέντος πρωτογενούς πλεονάσματος είναι, ανά περίοδο μελέτης, τουλάχιστον μεγαλύτερη από 3%, 4% ή 5% του ΑΕΠ. Από τα ευρήματα προκύπτει ότι από τις 235 περιπτώσεις κρατών που πέτυχαν πρωτογενή πλεονάσματα διάρκειας 5 ετών (μη επικαλυπτόμενων περιόδων), καταγράφονται:

  • 36 περιπτώσεις κρατών με μέσο όρο (5 ετών) πρωτογενούς πλεονάσματος τουλάχιστον 3% του ΑΕΠ (το 15% των περιπτώσεων του δείγματος)
  • 18 περιπτώσεις κρατών με μέσο όρο (5 ετών) πρωτογενούς πλεονάσματος τουλάχιστον 4% του ΑΕΠ (το 8% των περιπτώσεων του δείγματος)
  • 12 περιπτώσεις κρατών με μέσο όρο (5 ετών) πρωτογενούς πλεονάσματος τουλάχιστον 5% του ΑΕΠ (το 5% των περιπτώσεων του δείγματος).

Οι περιπτώσεις κρατών που πέτυχαν πρωτογενές πλεόνασμα για περίοδο 8 ετών είναι ακόμα πιο σπάνιες. Από τις 185 περιπτώσεις κρατών που πέτυχαν πρωτογενή πλεονάσματα διάρκειας 8 ετών (μη επικαλυπτόμενων περιόδων), καταγράφονται :

  • 17 περιπτώσεις κρατών με μέσο όρο (8 ετών) πρωτογενούς πλεονάσματος τουλάχιστον 3% του ΑΕΠ (το 9% των περιπτώσεων του δείγματος)
  • 12 περιπτώσεις κρατών με μέσο όρο (8 ετών) πρωτογενούς πλεονάσματος τουλάχιστον 4% του ΑΕΠ (το 6% των περιπτώσεων του δείγματος)
  • 4 περιπτώσεις κρατών με μέσο όρο (8 ετών) πρωτογενούς πλεονάσματος τουλάχιστον 5% του ΑΕΠ (το 2% των περιπτώσεων του δείγματος).

Τέλος, από τις 113 περιπτώσεις κρατών που πέτυχαν πρωτογενές πλεόνασμα για περίοδο 10 ετών (μη επικαλυπτόμενων περιόδων) καταγράφονται:

  • 12 περιπτώσεις κρατών με μέσο όρο (10 ετών) πρωτογενούς πλεονάσματος τουλάχιστον 3% του ΑΕΠ (το 11% των περιπτώσεωντου δείγματος)
  • 5 περιπτώσεις κρατών με μέσο όρο (10 ετών) πρωτογενούς πλεονάσματος τουλάχιστον 4% του ΑΕΠ (το 5% των περιπτώσεων του δείγματος)
  • 3 περιπτώσεις κρατών με μέσο όρο (10 ετών) πρωτογενούς πλεονάσματος τουλάχιστον 5% του ΑΕΠ (το 2,5% των περιπτώσεων του δείγματος).

Στον πίνακα φαίνονται οι περιπτώσει των κρατών που έχουν πετύχει πρωτογενή πλεονάσματα για 5 συνεχόμενα έτη (μη επικαλυπτόμενες περίοδοι)