Αποθαρρυντικά είναι τα στοιχεία που φέρνει στο φως η ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ σε σχέση με τις αμοιβές αλλά και τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης.
Σύμφωνα με την επεξεργασία των μισθών το β΄ τρίμηνο του 2016 στον ιδιωτικό τομέα κάτω από 800 ευρώ εισπράττει το 51,6% των απασχολούμενων, δηλαδή πάνω από τους μισούς.
Ειδικότερα το 15,2% των εργαζομένων λαμβάνει μέχρι 499 ευρώ, το 23,6% μεταξύ 500-699 ευρώ, το 12,8% μεταξύ 700-800 ευρώ, το 17,3% μεταξύ 800-999 ευρώ.
Άνω των 1.000 ευρώ λαμβάνει το ποσοστό 17,8% (11,1% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 6,7% άνω των 1.300 ευρώ).
Η αντιστροφή της πραγματικότητας στο Δημόσιο
Αντίστροφη είναι η εικόνα στον ευρύτερο δημόσιο τομέα: Κάτω των 800 ευρώ λαμβάνει το 11% ενώ άνω των 1.000 ευρώ λαμβάνει το 54,4% των υπαλλήλων (38,5% μεταξύ 1.000-1.299 ευρώ και 15,7% άνω των 1.300 ευρώ)!
Οριακά βελτιωμένα είναι , σύμφωνα με την έκθεση , τα ποσοστά της ανεργίας . Τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι το ποσοστό της ανεργίας το γ΄ τρίμηνο του
2016 ανήλθε σε 22,6%.
Ωστόσο , αναφέρει η έκθεση, αν ληφθούν υπόψη οι αποθαρρημένοι άνεργοι που δεν ανανεώνουν την κάρτα τους , το λοιπό εν δυνάμει πρόσθετο εργατικό δυναμικό και η μη ηθελημένη μερική απασχόληση, το «πραγματικό» ποσοστό ανεργίας φτάνει το 29,6%.
Το 68,9% των εργαζομένων με μερική απασχόληση δηλώνει ότι ο λόγος για τον
οποίο απασχολείται με αυτή τη μορφή εργασίας είναι ότι δεν μπορούσε να βρει
πλήρη απασχόληση.
Οι προσλήψεις με πλήρη απασχόληση έχουν υποχωρήσει από 79% το 2009 σε 45,3% το 2016. Παράλληλα, ενώ το 2009 οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές εργασίας αντιστοιχούσαν στο 21% του συνόλου των προσλήψεων, το 2016 αντιστοιχούν στο 54,7%.
Η μακροχρόνια ανεργία συνεχίζει να κινείται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70% ενώ η ανεργία στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών βρίσκεται στο 44,2% και στην ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών στο 33,2%.
Τα δεδομένα αυτά – τονίζουν οι συντάκτες στης έκθεσης -καθιστούν την περαιτέρω
ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, όπως αποτυπώνεται από τους δείκτες νομικής προστασίας της απασχόλησης, απολύτως αναποτελεσματική, καθώς θα οδηγούσε σε παραπέρα κατακερματισμό και συνεπακόλουθη αύξηση των ανισοτήτων.
Το 2016 οι εθνικές ή τοπικές κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας (ΣΣΕ) εξακολουθούν να είναι εξαιρετικά λίγες σε αριθμό, ενώ για έβδομη χρονιά οι ΣΣΕ σε επίπεδο επιχείρησης
υπερτερούν συντριπτικά. Με βάση τα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας το 2016 υπογράφτηκαν μόνο 10 κλαδικές/ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις. Αντίθετα ο αριθμός των επιχειρησιακών ΣΣΕ ανέρχεται σε 318, αντιπροσωπεύοντας το 95,21% του συνόλου των ΣΣΕ.
Η περίοδος 2010-2015 συνοδεύτηκε από ιδιαίτερα αρνητικές κοινωνικές επιπτώσεις, όπως εκφράζονται από τους σχετικούς δείκτες φτώχειας και ανισότητας. Ο δείκτης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού αυξήθηκε από 27,7% το 2010 σε 35,7% το 2015. Όπως ήταν αναμενόμενο, το μεγαλύτερο ποσοστό εντοπίζεται στους ανέργους, το οποίο αυξήθηκε την περίοδο 2010-2015 κατά 14,3%.
Το ποσοστό φτώχειας στους μισθωτούς εργαζομένους αυξήθηκε σημαντικά μετά το 2011, και το 2015 βρίσκεται κοντά στο 18%.
Όσον αφορά τις υπόλοιπες πληθυσμιακές ομάδες, εμφανίζουν αύξηση στο ποσοστό φτώχειας μέσα στην κρίση με εξαίρεση τους συνταξιούχους, οι οποίοι παρουσιάζουν μείωση της τάξης των 2,2 ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ 2010-2015. Το γεγονός ότι οι συνταξιούχοι αποτελούν μια από τις πολυπληθέστερες κοινωνικές ομάδες συνέβαλε σημαντικά στη συγκράτηση του συνολικού ποσοστού φτώχειας.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι το ποσοστό των εργαζομένων στο όριο της φτώχειας που έχουν συμβάσεις ορισμένου χρόνου είναι περίπου τριπλάσιο από εκείνο των εργαζομένων με συμβάσεις αορίστου χρόνου.
Όξυνση της ανισότητας παρατηρείται σε όλες τις κοινωνικοοικονομικές ομάδες του πληθυσμού, με εξαίρεση τους δημόσιους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους. Ιδιαίτερα ανησυχητική ωστόσο κρίνεται η εκρηκτική αύξηση της ανισότητας μεταξύ των ανέργων, η οποία αποδίδεται στη μείωση του αριθμού των δικαιούχων επιδόματος ανεργίας σε συνδυασμό με την εκτόξευση της μακροχρόνιας ανεργίας. Η ανισότητα στη χώρα μας θα ήταν οξύτερη χωρίς τις κοινωνικές μεταβιβάσεις και ειδικά τις συντάξεις.
Μαίρη Λαμπαδίτη
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ