[ΦΩΤΟ-Εγκαίνια α λα ΠΑΣΟΚ, εν χορδαίς και οργάνω. Υπήρχε και πλούσιος μπουφές. Σχεδόν όπως παλιά δηλαδή. (Αχ! Να είχε βγει και ο Ακης από τη φυλακή...)]
Αγνώριστος
«Ω, τον κύριο Γαβρόγλου!» Κι εσείς θα αναφωνούσατε το ίδιο, εάν βλέπατε τη φωτογραφία που είδα – και μπορείτε, βεβαίως, να τη θαυμάσετε στο aeginaportal.gr. Πρόκειται για δημοσίευμα από τον Σεπτέμβριο του 2013, στο οποίο βλέπουμε έναν κ. Γαβρόγλου αγνώριστο:
με κόκκινη γραβάτα, με –άκουσον, άκουσον!– κουμπωμένο το σακάκι, να στέκεται κορδωμένος (σχεδόν προσοχή), μπροστά σε ένα πλοίο που λέγεται «Νεράιδα».
Τι μπορεί να του προκαλεί τέτοιο σεβασμό, ώστε να αισθάνεται την ανάγκη να ευπρεπισθεί κουμπώνοντας το σακάκι του; Στο κάτω κάτω, μια τέτοια τιμή δεν την κάνει ούτε για τη Βουλή. Τι κάνει τη διαφορά; Οτι το πλοίο είναι η «Νεράιδα» του Γιάννη Λάτση, το σκάφος από το οποίο ξεκίνησε η μεγάλη ιστορία των επιχειρήσεών του και το οποίο, με έξοδα του ομωνύμου ιδρύματος, έχει μετασκευασθεί σε ένα θαυμάσιο πλωτό μουσείο, με ιδιαίτερη εκπαιδευτική αξία.
Η τιμή στη μνήμη του Γιάννη Λάτση είναι αυτό που επιβάλλει τη γραβάτα στον κ. Γαβρόγλου και, ειλικρινά, χαίρομαι που, επιτέλους, οι δυο μας συμφωνούμε σε κάτι. Εστω και αν συναντιόμαστε από διαφορετικές πλευρές: εγώ ως μελετητής, θαυμαστής και λάτρης του καπιταλισμού και των ηρώων του, εκείνος μάλλον ως θαυμαστής της δύναμης του πλούτου. Εστω και έτσι, εγώ χαίρομαι για εκείνον. Good boy!
Στο σχετικό βίντεο, που βρίσκεται στην προαναφερθείσα ιστοσελίδα, θα τον θαυμάστε κιόλας να μιλάει με σοβαρότητα και σεβασμό για το έργο του ιδρύματος, του οποίου άλλωστε ήταν και είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Ωστόσο, μάλλον ο ενθουσιασμός του για τη νέα ζωή που απέκτησε η «Νεράιδα» τον παρασύρει σε ένα μικρό, ασήμαντο πραγματολογικό λαθάκι, που ίσως δεν θα έπρεπε να σταθώ σε αυτό, αλλά, βλέπετε, η σχολαστικότητά μου. Είναι, λέει, «το μοναδικό πλωτό μουσείο της χώρας», αλλά ξεχνάει προφανώς το «Αβέρωφ» και το «Βέλος». Σήμερα, που είναι πια υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, θα το έχει μάθει ότι υπάρχουν. Είναι φιλομαθής, ει μη τι άλλο…
Μόνον επαίνους, τίποτε άλλο
Ενα πράγμα στο οποίο όλοι μας συμφωνούμε, πιστεύω, είναι ότι σε κανέναν δεν αρέσουν οι ξαφνικές επιθέσεις που έχει τη συνήθεια να εξαπολύει η πραγματικότητα στις βεβαιότητές μας. Οι βεβαιότητες είναι, βεβαίως, προσωρινές. (Αυτή η φράση θα μπορούσε να ήταν στίχος λαϊκού τραγουδιού, αλλά ας μην παρασύρομαι...) Για όσο κρατάνε, όμως, οι βεβαιότητες μας κάνουν να νιώθουμε ασφάλεια, μας βολεύουν. Γι’ αυτό και είναι πάντα δυσάρεστο όταν νέα δεδομένα έρχονται και κλονίζουν την τάξη που είχαμε διαμορφώσει στις αντιλήψεις μας.
Δικαιολογούμαι προς τον εαυτό μου με αυτά παραπάνω, για την πρώτη αντίδρασή μου, όταν μου έδωσαν να διαβάσω το άρθρο του Τζέικομπ Μπέρνσταϊν από τους New York Times (ΝΥΤ) με τον τίτλο «Ο γιος μου, η κόρη μου: η εξέλιξη μιας μητέρας». Μόλις κατάλαβα ότι αφορούσε το δυσάρεστο θέμα της αλλαγής φύλου ενός παιδιού, το άφησα αμέσως στην άκρη, λέγοντας ταυτοχρόνως μια αποφθεγματικού χαρακτήρα βλακεία, για να σώσω τα προσχήματα.
Τα προσχήματα. Διότι, βλέπετε, στο μυαλό μου το θέμα των παιδιών εκείνων που γεννιούνται στο λάθος σώμα και το ξέρουν από νωρίς, το είχα τακτοποιήσει ωραία. Θεωρούσα ότι είναι μάλλον περιορισμένης έκτασης ζήτημα, ότι υπάρχει ένα στοιχείο υπερβολής στις ρυθμίσεις για τις σχολικές τουαλέτες και τα διεμφυλικά παιδιά που είχε φέρει η κυβέρνηση Ομπάμα και κατήργησε ο Τραμπ. Πίστευα, δηλαδή είχα βολευτεί με την αντίληψη, ότι όλο το προοδευτικό hype γύρω από το θέμα είναι σε μεγάλο βαθμό κατασκεύασμα της αμερικανικής Αριστεράς, η οποία άλλωστε έκανε μόδα στη Δύση την πολιτική κορεκτίλα και είναι σήμερα καθεστώς στον πανεπιστημιακό κόσμο των ΗΠΑ.
Να, λοιπόν, η χρησιμότητα της καλής δημοσιογραφίας. Ολα τα παραπάνω πήγαν στην άκρη (όχι απαραιτήτως για πέταμα, αλλά για ξεσκαρτάρισμα), χάρη σε ένα δημοσίευμα των ΝΥΤ. Το εκτενές κείμενο (το βρίσκει ο καθένας στην ηλεκτρονική σελίδα της εφημερίδας) εστιάζει στη συγκεκριμένη περίπτωση της Ιζαμπελ Ρόουζ και του παιδιού της, το οποίο γεννήθηκε αγόρι, αλλά από δύο ετών ένιωθε και προσπαθούσε να γίνει κορίτσι. Η γυναίκα αυτή συμβαίνει να είναι πλούσια κληρονόμος από παλιά οικογένεια, όμορφη, έξυπνη, μορφωμένη και Εβραία της Νέας Υόρκης· ανήκει, δηλαδή, στη νεοϋορκέζικη «αριστοκρατία». Την κάνει αξιοθαύμαστη, στα μάτια μου, το ότι χρησιμοποίησε τα προφανή πλεονεκτήματα της θέσης και των δυνατοτήτων της όχι για να κουκουλώσει βολικά το θέμα του παιδιού της και να το διευθετήσει μακριά από αμήχανα ή εχθρικά βλέμματα, αλλά για να προβάλει τη σκληρή πραγματικότητα αυτής της κατάστασης – την ανθρώπινη ουσία της, θα έλεγα. Η Ιζαμπελ Ρόουζ είναι μια πολύ γενναία και δυνατή γυναίκα. (Τόσο, ώστε κινδυνεύει –το απεύχομαι– να δει τον εαυτό της ταινία του Χόλιγουντ...)
Εχοντας όλα αυτά στον νου, καθώς μόλις την προηγουμένη νύχτα είχα διαβάσει την ιστορία της Ιζαμπελ Ρόουζ και του παιδιού της, ένιωσα τη συγκίνηση να με κατακλύζει, μόλις άκουσα τον πρωθυπουργό να δηλώνει, μετά τη συνάντηση με τον Ντόναλντ Τουσκ, ότι όταν ήταν μικρός έπαιζε «τις κουμπάρες». Θέλει μεγάλη γενναιότητα για να βγαίνει έτσι θαρρετά και να μιλάει για ένα πρόβλημα το οποίο μας κάνει να νιώθουμε αμήχανα και προτιμούμε να αποφεύγουμε με βολικές βεβαιότητες. Μπράβο, Αλέξη!
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ