Του Βασίλη Γεώργα
Θα μπορούσε η κυβέρνηση να έχει κλείσει νωρίτερα τη 2η αξιολόγηση με τους δανειστές; Προφανώς και θα μπορούσε αν δεν ανάλωνε τον χρόνο για να προετοιμάσει άλλη μια μετατόπιση από τις «αντιμνημονιακές» θέσεις της.
Κέρδισε τίποτα περισσότερο από όσα διεκδικούσε κρατώντας σε εκκρεμότητα τις διαπραγματεύσεις; Το αντίθετο έφερε χειρότερα αποτελέσματα γιατί επιπλέον θα πρέπει να προσμετρηθεί και η ζημιά στην οικονομία (τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ) η οποία καθηλώθηκε επί τουλάχιστον ένα οκτάμηνο μεταξύ ύφεσης και στασιμότητας.
Είναι καλή η συμφωνία για την οικονομία; Η απάντηση δεν είναι άσπρο μαύρο κι έτσι κανείς δεν ξέρει αν πρέπει να κλάψει ή να χαρεί. Από τη μια τερματίζεται προσωρινά μια μακρά περίοδος αβεβαιότητας και για ένα χρόνο υποτίθεται πως καθαρίζει το τοπίο, από την άλλη έχουμε πολύ σκληρά μέτρα λιτότητας 4 δισ. ευρώ που θα τα περιμένουμε σαν λαιμητόμο το 2019 και 2020 ενώ ταυτόχρονα θα τρέχουν οι δεσμεύσεις για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% τουλάχιστον ως το 2022. Συνεπώς κανείς δεν μπορεί να πει αν βγαίνουμε από το τούνελ και που μπαίνουμε. Αν δεν αναπτυχθεί η οικονομία, δεν πάμε πουθενά.
Δεν προκύπτει επίσης ότι με τις διαπραγματεύσεις πέτυχε κάτι λιγότερο από όσα ήταν ήδη «γραμμένα» στα χαρτιά των μνημονίων και τα οποία ισχυρίζονταν ότι επεδίωξε να αποτρέψει. Ούτε στα εργασιακά όπου οι συλλογικές διαπραγματεύσεις παραμένουν παγωμένες και οι ομαδικές απολύσεις απελευθερώνονται ως προς την έγκριση τους από την κυβέρνηση, ούτε στο συνταξιοδοτικό όπου για πρώτη φορά νομοθετούνται εκ των προτέρων νέες περικοπές συντάξεων, ούτε στα δημοσιονομικά όπου δεν αλλάζει ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ ως το 2022, ούτε στις ιδιωτικοποιήσεις οι οποίες θα εντατικοποιηθούν.
Αντίθετα με το επικαιροποιημένο μνημόνιο υποχρεώνεται να αναθεωρήσει -αν όχι να «ακυρώσει» επί της ουσίας- τουλάχιστον τρεις δικούς της πρόσφατους νόμους και κάμποσους παλαιότερους: «παίρνει» πίσω ένα μεγάλο κομμάτι του περσινού νόμου Κατρούγκαλου για το ασφαλιστικό με την κατάργηση των προσωπικών διαφορών στις συντάξεις. Ξαναφέρνει από άλλη πόρτα και με ακόμη χειρότερους όρους το νόμο για τη «Μικρή ΔΕΗ» καθώς δεσμεύεται να πουλήσει το 40% των λιγντιτικών μονάδων και να ιδιωτικοποιήσει το 17%. Ξαναγράφει, επίσης, τον νόμο Σταθάκη για την πώληση των κόκκινων δανείων σε hedge funds ώστε να διευκολύνει περαιτέρω τη δραστηριότητά τους.
Υποχρεώνεται ακόμη να θεσμοθετήσει η ίδια την απελευθέρωση της κυριακάτικης λειτουργίας των καταστημάτων καταργώντας περιορισμούς προηγούμενου νόμου της Νέας Δημοκρατίας. Μειώνει ακόμη περισσότερο το αφορολόγητο όριο σε σχέση με το προηγούμενο νομοθέτημά της το 2016, ενώ σε σχέση με τον ΕΝΦΙΑ η ελάφρυνση του οποίου υποτίθεται ότι υπήρξε ένας από τους βασικούς στόχους της, προκύπτει ότι μετά την εξίσωση των αντικειμενικών με τις εμπορικές αξίες το 2018, ο λογαριασμός θα παραμείνει στα 2,7 δισ. ευρώ μέσα από την περαιτέρω διεύρυνση της φορολογικής βάσης. Και υπάρχουν πολλά ακόμη όπως λ.χ οι πρόσθετες περικοπές σε φοροαπαλλαγές και επιδόματα κατά 450 εκατ. ευρώ για να υποστηριχθεί ο στόχος των πρωτογενών πλεονασμάτων του 2018, η μείωση του αριθμού των συμβασιούχων στο Δημόσιο με ορίζοντα το 2019 κλπ.
Ήταν εξ αρχής σε γνώση όλων των πλευρών ποιες ήταν οι σκληρές απαιτήσεις για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και την εκταμίευση χρημάτων. Όμως χρειάστηκε να φτάσουμε στο «και πέντε» για να υπάρξει η συμφωνία με πλήρη υποχώρηση της κυβέρνησης από τις θέσεις της.
Εύλογα θα αναρωτηθεί κανείς, αν είναι να τα υπογράφουμε όλα όσα μας ζητούν οι πιστωτές, τότε γιατί ψηφίζουμε διαφορετικές κυβερνήσεις αν όχι για να τους δώσουμε τη δυνατότητα να διαπραγματευτούν το δικό τους μείγμα πολιτικής;
Η ερώτηση θα είχε νόημα αν το θέμα ήταν η επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου. Αυτή τη διαπραγμάτευση ο ΣΥΡΙΖΑ την έκανε πρόπερσι. Φέτος δεν συζητούσαμε για κάτι τέτοιο αλλά για την υλοποίηση δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν με την υπογραφή του τρίτου προγράμματος το 2015 και στις οποίες «παρεισέφρησαν» πρόσθετες απαιτήσεις από το ΔΝΤ για μέτρα που διασφαλίζουν τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία είχαν ήδη προ-συμφωνηθεί. Τα πρόσθετα αυτά μέτρα ύψους 4 δισ. ευρώ συνοδεύονται από ανάλογης έκτασης αναπτυξιακά αντίμετρα υπό τον όρο ότι θα ξεπεραστούν οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Για ένα πράγμα, μόνο δεν μπορεί κανείς να πει ότι φέρει η κυβέρνηση την πλήρη ευθύνη για την καθυστέρηση λήψης αποφάσεων. Και αυτό είναι η συμφωνία για το χρέος. Όμως αυτή είναι μια εξαιρετικά πολύπλοκη και μακροχρόνια συζήτηση που αφορά κατά κύριο λόγο τους δανειστές (ευρωζώνη και ΔΝΤ) ενώ η Ελλάδα είχε προειδοποιηθεί σε όλους τους τόνους πως εν μέσω ευρωπαϊκών εκλογών το 2017, θα είναι μια πολιτικά και οικονομικά άκαιρη κουβέντα που εκ των πραγμάτων δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε άμεσα αποτελέσματα, αλλά αντίθετα θα μπορούσε να προξενήσει επιπρόσθετες επιπλοκές.
Το γεγονός ότι στρατηγικά η κυβέρνηση επέλεξε να αναδείξει ως πιο άμεσο και επείγον το πρόβλημα του χρέους και όχι της υλοποίησης του μνημονίου, επιτρέποντας έτσι να εμπλακεί ολόκληρη η διαδικασία της αξιολόγησης στα γρανάζια των καθυστερήσεων μεταξύ Βερολίνου και ΔΝΤ, μας έχει φέρει σχεδόν ένα χρόνο πριν την τυπική ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου χωρίς κανένα χειροπιαστό αποτέλεσμα, πλην μόνο της υλοποίησης ακόμη περισσότερων μνημονιακών μέτρων που είναι και τα μόνα που κάθε φορά αποδεικνύονται αναπόφευκτα.
Ούτως ή άλλως την Άνοιξη του 2018 όλα θα τα ξαναδούμε από την αρχή και τότε θα μπορούν να «μετρηθούν» τα κόστη και τα οφέλη της σημερινής συμφωνίας. Τότε σύμφωνα με τις επισημάνσεις του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή θα κριθεί αν επιτυγχάνονται οι δημοσιονομικοί στόχοι το 2018, αν θα εφαρμοστούν τα «αντίμετρα», αν θα επισπευσθούν τα φορολογικά μέτρα του 2020 και αν θα οριστικοποιηθούν οι αποφάσεις για το χρέος ώστε να ξέρουμε αν πράγματι στο τέλος του καλοκαιριού θα τελειώσει οριστικά και το τρίτο μνημόνιο.
http://www.liberal.gr/arthro/134647/oikonomia/2017/ti-kerdisame-kathusterontas-toso-ti-deuteri-axiologisi.html