Το ερώτημα αν κάθε ρατσιστικός λόγος συνιστά ποινικό αδίκημα ή εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο της ελευθερίας της έκφρασης, θέτει η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, αναφορικά με το κείμενο της δημοσιογράφου Σώτης Τριανταφύλλου, για το οποίο διώκεται, για παραβίαση του αντιρατσιστικού νόμου.
«Χωρίς αμφιβολία, το επίδικο κείμενο είναι ρατσιστικό και μισαλλόδοξο. Περιλαμβάνει σοβαρές ανακρίβειες, παραποιεί την αλήθεια και προσβάλλει βάναυσα τη λογική», αναφέρει η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) για το κείμενο της Σώτης Τριανταφύλλου, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι «μπορεί να προκαλεί μίσος ή διακρίσεις, αλλά δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί πως θέτει σε διακινδύνευση τη δημόσια τάξη ή τα επιμέρους έννομα αγαθά των μουσουλμάνων».
Με αφορμή την ποινική δίωξη σε βάρος της Σώτης Τριανταφύλλου και την παραπομπή της στο ακροατήριο, προκειμένου να δικαστεί για παραβίαση του αντιρατσιστικού νόμου, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου διευκρινίζει, ότι κάθε πρόσωπο, μέσα σε μια δημοκρατική κοινωνία, έχει το δικαίωμα να εκφράζει απόψεις που μπορεί να σοκάρουν, να προσβάλλουν ή να ενοχλούν. Όπως και σε άλλες περιπτώσεις ρατσιστικού λόγου που έχουν ανακύψει, «θα πρέπει κάθε φορά να σταθμίζουμε με προσοχή και να ερμηνεύουμε τον ποινικό νόμο συσταλτικά». Διαφορετικά, συνεχίζει η ΕΕΔΑ, «κινδυνεύουμε να ποινικοποιούμε γνώμες και όχι πράξεις. Η ελληνική Πολιτεία δεν απαγορεύει σε κάποιον να είναι ρατσιστής, ανιστόρητος ή ισλαμοφοβικός και να το εκφράζει. Δεν του επιτρέπει όμως να το κάνει με τρόπο που θέτει (και ενδεχομένως αποβλέπει) στη διακινδύνευση ζωτικών αγαθών προσώπων».
Το κείμενο της κ. Τριανταφύλλου, σύμφωνα με την ΕΕΔΑ, «αποτελεί τυπικό και προβλέψιμο δείγμα λόγου που στρέφεται συλλήβδην κατά μίας ομάδας προσώπων, την οποία και θεωρεί -εντελώς αυθαίρετα και σχεδόν μεταφυσικά- απόλυτα ομοιογενή. Κυρίως δε, αποδίδει σε αυτήν κάποιο εγγενές “κακό”, από το οποίο η ομάδα και τα πρόσωπα που την αποτελούν αδυνατούν να ξεφύγουν, ακριβώς επειδή αυτό έχει αναχθεί σε συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς τους».
Το άρ. 1 Ν. 927/1979 (αντιρατσιστικός νόμος), όπως σήμερα ισχύει, τιμωρεί το ρατσιστικό λόγο όχι απλώς, όταν αυτός μπορεί να προκαλέσει μίσος, διακρίσεις ή βία, αλλά μόνον εφόσον θέτει ταυτόχρονα σε κίνδυνο με τρόπο απτό είτε τη δημόσια τάξη είτε τη ζωή, τη σωματική ακεραιότητα ή την ελευθερία των προσβαλλόμενων προσώπων. Το ερώτημα που ανακύπτει (και) με την περίπτωση της κ. Τριανταφύλλου, είναι εάν κάθε ρατσιστικός λόγος συνιστά ποινικό αδίκημα ή εμπίπτει στο προστατευτικό πεδίο της ελευθερίας της έκφρασης.
Η χρήση του αντιρατσιστικού νόμου θα πρέπει να γίνεται με αυτοσυγκράτηση, συστήνει η ΕΕΔΑ. «Σε αντίθετη περίπτωση κινδυνεύουμε να δημιουργήσουμε ρήγματα στην ελευθερία του λόγου και να αποδυναμωθεί η προστασία που (πρέπει) να παρέχει ο αντιρατσιστικός νόμος όταν πραγματικά τίθεται σε κίνδυνο από ρητορική του μίσους η δημοκρατική μας συμβίωση ή θεμελιώδη δικαιώματα επιμέρους προσώπων».