Καμπανάκι για «ολική ανατροπή των δεδομένων του Μνημονίου με απρόβλεπτες συνέπειες» χτυπά το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής στην τριμηνιαία έκθεσή του.
Ο λόγος της ανατροπής; Η «αφαίμαξη των νοικοκυριών, η μείωση καταθέσεων, η αύξηση των κόκκινων δανείων και των ληξιπρόθεσμων οφειλών» τα οποία «έρχονται σε αντίθεση με τις προσδοκίες που επενδύθηκαν στο τρέχον Μνημόνιο».
Το γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής χαρακτηρίζει ως «απογοητευτική» την οικονομική κατάσταση της χώρας και εκτιμά ως «απίθανη» την επίτευξη του στόχου για 2,7% ανάπτυξη το 2017. Αντιθέτως,, προβλέπουν περαιτέρω επιβράδυνση της οικονομίας, μείωση του ΑΕΠ και εκτροχιασμό όλων των στόχων του προϋπολογισμού και των φορολογικών εσόδων,
«Η οικονομική κατάσταση το πρώτο τρίμηνο 2017 είναι απογοητευτική σε σχέση με τις προσδοκίες. Το πρώτο τρίμηνο του 2017 η οικονομία της χώρας δεν επέστρεψε σε στέρεη ανάκαμψη, παρά τις προσδοκίες που είχαν διατυπωθεί επίσημα. Παραμένει σε μια ασταθή κατάσταση που απειλεί να μετατραπεί σε νέα ύφεση» αναφέρει.
Για την προκαταρκτική συμφωνία με τους θεσμούς σημειώνεται μεν ότι είναι θετκό «πρώτο βήμα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία», ωστόσο τονίζεται ότι «ουσιαστικά μετατέθηκε η εφαρμογή μέρους του προγράμματος προσαρμογής (2015) για την περίοδο μετά το τέλος του, δεσμεύει επομένως και μελλοντικές κυβερνήσεις».
Η έκθεση επισημαίνει ακόμη ότι «Η διατήρηση του στόχου για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ τουλάχιστον ως το 2021 (στη χειρότερη περίπτωση ως το 2023) ισοδυναμεί με παράταση της λιτότητας που θα πιέζει την οικονομία προς τα κάτω καθώς συνεπάγεται νέες φορολογικές επιβαρύνσεις (ως το 2020 το αργότερο) οι οποίες όμως θα νομοθετηθούν σήμερα. Με άλλα λόγια δεν αίρεται μια πηγή της αβεβαιότητας που αφορά κυρίως στους φόρους! Η συμφωνία δεν συμβάλλει θετικά στη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος».
Τονίζει δε πως «με δεδομένη την εξέλιξη το τέταρτο τρίμηνο του 2016 και τη μεταφορά της στο νέο έτος, θα πρέπει η ελληνική οικονομία τα επόμενα τρίμηνα να κάνει άλματα, πράγμα βέβαια που εξαρτάται από τις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης (και ειδικά την ταχύτητα και ποιότητα των μεταρρυθμίσεων) και των εταίρων (ως προς την ελάφρυνση του χρέους και μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων)».
Προειδοποιεί μάλιστα η έκθεση: «Αν η επιβράδυνση επιβεβαιωθεί, θα αμφισβητηθούν και οι λοιπές προβλέψεις του προϋπολογισμού για φορολογικά έσοδα και πρωτογενή πλεονάσματα. Έχουμε ενδείξεις ότι η χώρα κινδυνεύει να παγιδευτεί σε στασιμότητα διαρκείας καθώς κινείται γύρω από μηδενικούς ρυθμούς μεγέθυνσης , εφόσον δεν αλλάζει το παραγωγικό πρότυπο. Η οικονομία βρίσκεται συνεπώς σε ασταθή ισορροπία».
Ταυτόχρονα, υπογραμμίζεται ότι «τα «αντίμετρα» τελούν υπό την αίρεση ότι η δημοσιονομική διαχείριση υπερβαίνει τον στόχο 3,5% ΑΕΠ και το ΔΝΤ αξιολογεί θετικά την πολιτική προσαρμογής το καλοκαίρι του 2018 μετά τη λήξη του προγράμματος. Συνεπώς είναι δύσκολο να υπολογισθεί σήμερα με ασφάλεια το ισοζύγιο της περιοριστικής και επεκτατικής επίπτωσης της τεχνικής προκαταρκτικής συμφωνίας της 1ης Μαΐου 2017».
«Εκτός τούτου, ακόμα και ο στόχος του 3,5% ΑΕΠ ασκεί υφεσιακή πίεση στην οικονομία, επομένως, τίθενται δύο ερωτήματα:
Πρώτον, αν το πρόγραμμα, σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα γνωστά δεδομένα μπορεί να πετύχει του στόχους του - να επαναφέρει τη χώρα σε τροχιά διαρκούς ανάπτυξης και
Δεύτερον, αν η κυβέρνηση μπορεί να πείσει τους δανειστές για αναθεώρηση των δεσμεύσεων για πρωτογενή πλεονάσματα και σοβαρή ελάφρυνση του χρέους, ενστερνιζόμενη, κυρίως, κρίσιμες μεταρρυθμίσεις».
Μέρος του δανείου θα πάει για ληξιπρόθεσμες οφειλές
Οπως τονίζει ακόμη το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, «οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα ξεπέρασαν στο τέλος Φεβρουαρίου τα 5 δισ. από 4,54 δισ. που ήταν στο τέλος του 2016. Ας σημειωθεί ότι μέρος της δόσης από το δάνειο που αναμένεται μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης προορίζεται για την πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών. Η αύξηση των οφειλών στερεί τις επιχειρήσεις από την ρευστότητα που έχουν ανάγκη για να λειτουργούν ομαλά.
Επίσης, οι οφειλές των ιδιωτών προς το Δημόσιο αυξάνονται πάλι. Οι συνολικές νέες ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο, βάσει των στοιχείων της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, ήδη από τον πρώτο μήνα του 2017 ανήλθαν σε 1,63 δισ. αναδεικνύοντας την εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών και δημιουργώντας ταυτόχρονα εύλογες αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των νέων μέτρων. Για το σύνολο του 2016 διαμορφώθηκαν στα € 13,906 δισ. ή € 1,16 δισ. κατά μέσο όρο το μήνα. Επιπλέον, οι παλιές ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο ανέρχονταν σωρευτικά τον Ιανουάριο του 2017 σε € 91,78 δισ. Εκτός τούτου, το ιδιωτικό χρέος προς τράπεζες, εφορία, ασφαλιστικά ταμεία, ΔΕΚΟ κτλ. πιθανώς να λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά, αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα και αποτελεσματικά».
Οπως τονίζουν οι συντάκτες της έκθεσης «Αποτέλεσμα των μέχρι σήμερα εξελίξεων ήταν ότι παραμένει απαγορευτική η έξοδος της Ελλάδας στις αγορές, καθώς η μέση μηνιαία απόδοση από το δεκαετές ομόλογο του ελληνικού δημοσίου, βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, κατά τους τρεις πρώτους μήνες του 2017 διαμορφώθηκε εκ νέου πάνω από 7%, μετά την υποχώρηση (για πρώτη φορά από το 2014) κάτω από το 7% (6,94%) τον Δεκέμβριο του 2016, όταν ακολουθούσε σταθερή πορεία αποκλιμάκωσης ήδη από το Σεπτέμβριο του 2016».
Χρειάζεται κόυρεμα 150 δισ. ευρώ για να είναι βιώσιμο το χρέος
Τέλος, υπολογίζει ότι σε γενικές γραμμές η Ελλάδα χρειάζεται ένα κούρεμα χρέους περίπου 150 δισ. ευρώ («θυμίζουμε ότι στο PSI, το χρέος μειώθηκε κατά περίπου 100 δισ.») μετά το οποίο «ο λόγος χρέους/ΑΕΠ θα μειωθεί στο 92%, που θεωρείται ένα βιώσιμο επίπεδο».
Διαβάστε όλη την έκθεση του Γραφείου Προϋπολιγισμού της Βουλής σε μορφή PDF