Διαβάστε να γελάσετε και υπομονή οι ζέστες θα σφίξουν κι άλλο:
Η «αριστεία» ως μορφή ταξική καταπίεσης και υπονόμευσης της δημοκρατίας
Η περίφημη αριστεία το μόνο που κάνει είναι να αναπαράγει τον κοινωνικό ανταγωνισμό και τον φθόνο μεταξύ των ανθρώπων, εν αντιθέσει με την αλληλεγγύη που έχει σαν κέντρο την εξυπηρέτηση των ανθρώπινων αναγκών και όχι το εγωιστικό κέρδος.
Τις τελευταίες μέρες στον δημόσιο διάλογο επικράτησε η συζήτηση περί αριστείας, βάσει της οποίας σύμφωνα με την νεοφιλελεύθερη θεώρηση οι μάζες και η «τυραννία της πλειοψηφίας» εξισώνουν την κοινωνία προς τα κάτω, με αποτέλεσμα να αδικούνται οι πιο αποδοτικοί και αποτελεσματικοί (άριστοι). Είναι όμως αυτή η πραγματικότητα ή μήπως το ζήτημα της αριστείας λειτουργεί ως ιδεολογικό άλλοθι για την «υγιή» αναπαραγωγή του υφιστάμενου κοινωνικοοικονομικού συστήματος?
Πριν διεισδύσουμε στο προαναφερθέν ζήτημα αξίζει να γίνει μία μικρή ιστορική αναδρομή, ώστε να δούμε την εξέλιξη και τις αναδιπλώσεις της αστικής-φιλελεύθερης σκέψης σε ότι αφορά το ζήτημα της ελευθερίας, της ισότητας και της «αξίας» ως κριτήριο αξιολόγησης των ανθρώπων.
Πιο συγκεκριμένα, κατά τον 16ο αιώνα αναπτύσσεται στην δυτική Ευρώπη η φιλοσοφία του φυσικού δικαίου, πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε ο κλασικός φιλελευθερισμός. Χαρακτηριστικά, μετά την εποχή της Αναγέννησης και των μεγάλων επιστημονικών ανακαλύψεων (Κοπέρνικος, Γουτεμβέργιος, Νεύτωνας, κ.α), άρχισε να επιτελείται η περίφημη «απομάγευση του κόσμου», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Βέμπερ, με αποτέλεσμα να ταρακουνηθεί συθέμελα ο ιστορικός ορίζοντας της ανθρωπότητας. Οι τεκτονικές αλλαγές εκείνης της εποχής είχαν σαν αποτέλεσμα την ανάδυση του ορθολογισμού ως βασικού αναλυτικού εργαλείου της πραγματικότητας, και την επακόλουθη υποβάθμιση της μεταφυσικής θεώρησης του κόσμου και της ελέω θεού νομιμοποίησης της εξουσίας. Σε αυτό το γενικευμένο κύμα αμφισβήτησης και έλλογης θεώρησης του κόσμου εμπλέκεται όπως είναι λογικό και ο πολιτικός στοχασμός, ο οποίος εκείνη την εποχή παρήγαγε κάποια από τα σπουδαιότερα έργα της πολιτικής σκέψης. Δύο από τους βασικούς θεωρητικούς του φυσικού δικαίου και του κοινωνικού συμβολαίου είναι οι Χομπς και Λοκ, οι οποίοι θεωρούσαν ότι τα δύο βασικότερα φυσικά δικαιώματα του ανθρώπου είναι αυτό της ιδιοκτησίας και της ζωής. Για να προασπιστούν αυτά τα δικαιώματα θα έπρεπε κατά τους στοχαστές οι άνθρωποι να ξεφύγουν από την φυσική κατάσταση (προπολιτική) και να συγκροτήσουν το έλλογο πολιτικό υποκείμενο, δηλαδή το κράτος, το οποίο σύμφωνα με την κλασική φιλελεύθερη προσέγγιση αποτυπώνει την συλλογική βούληση των πολιτών. Με αυτόν τον τρόπο αναδύεται ένα από τα πιο ριζοσπαστικά πνευματικά ρεύματα στην ανθρώπινη ιστορία, ο διαφωτισμός με τον οποίον η αστική τάξη εξορθολόγισε τον κόσμο.
Ο πιο εμβριθής και ακριβής ορισμός του διαφωτισμού πραγματοποιήθηκε από τον Ιμμάνουελ Κάντ, ο οποίος ανέφερε ότι «ο διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την αυθυπαίτια ανωριμότητα του». Ο προαναφερθείς ορισμός είναι επαναστατικός, καθώς για πρώτα φορά στην ανθρώπινη ιστορία τα αιτήματα της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης παίρνουν καθολικό χαρακτήρα, και αφορούν όλη την ανθρωπότητα ανεξαρτήτως καταγωγής . Ας θυμηθούμε το τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης, το οποίο συμπυκνώνεται στα θεμελιώδη αιτήματα της ελευθερίας, της ισότητας, και της αδελφοσύνης. Σε αυτό το σημείο όμως αναδύεται μία αντίφαση που ουσιαστικά θα οδηγήσει την αστική τάξη εκ των υστέρων να «συγκρουστεί» με το πνευματικό ρεύμα από το οποίο γεννήθηκε, δηλαδή τον διαφωτισμό.
Πιο επεξηγηματικά, με την έλευση της βιομηχανικής επανάστασης, βγαίνει στο ιστορικό προσκήνιο το προλεταριάτο, το οποίο διεκδικεί καλύτερους όρους διαβίωσης και για αυτό τον σκοπό οργανώνεται πρώτα σε εργατικές ενώσεις και συνδικάτα και ύστερα σε κόμματα. Πλέον, η ανάδυση του περίφημου κοινωνικού προβλήματος και της εργατικής τάξης σπάνε και με ιστορικούς όρους την καθολικότητα που διακήρυττε η αστική κοινωνία και αναδεικνύουν την άγρια ταξική φύση του καπιταλισμού. Οπότε ο οικουμενικός χαρακτήρας του διαφωτισμού διαψεύδεται από την ίδια την ιστορική κίνηση, καθώς η αστική κοινωνία όχι μόνο δεν πραγματώνει τα ιδεώδη της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης καθολικά, αλλά αντιθέτως διευρύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις και οξύνει την υπερεκμετάλλευση προς τους εργαζόμενους για να απολαμβάνουν οι λίγοι τα αγαθά της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Μέσα σε αυτές τις υλικές και ιστορικές αντιφάσεις οι θεωρητικοί του φιλελευθερισμού αναδιπλώνουν τις προσεγγίσεις τους, φοβούμενοι την δύναμη των μαζών και της δημοκρατίας. Χαρακτηριστικά, ένας στοχαστής που πιάνει με ειλικρίνεια τις αντιφάσεις της εποχής του είναι και ο Αλεξίς Ντε Τοκβίλ, ο οποίος στο κλασικό του έργο η Δημοκρατία στην Αμερική, ανιχνεύει αντιπαραθετικά στοιχεία μεταξύ της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού. Πιο επεξηγηματικά, ο Ντε Τοκβίλ θεωρεί ότι η δημοκρατία μπορεί υπό προϋποθέσεις να εξισώσει την κοινωνία προς τα κάτω και να προαχθεί η μετριοκρατία και η αναξιοκρατία. Εάν και οι παρατηρήσεις του Ντε Τοκβίλ έχουν διαφορετικά περιεχόμενα από την σημερινή εποχή, παρατηρούμε ότι στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού η δημοκρατία λειτουργεί ως τροχοπέδη για την νεοφιλελεύθερη ανάπτυξη. Πριν όμως φτάσουμε στην σημερινή ιστορική συγκυρία, αξίζει να αναφερθούμε σε άλλες θεωρητικές προσεγγίσεις που προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν τις κοινωνικές ανισότητες και την ταξική καταπίεση των αδύναμων.
Μετά την είσοδο των μαζών στην πολιτική στα μέσα κυρίως του 19ου αιώνα, παρατηρούμε ότι αναδύθηκαν θεωρήσεις που είχαν σαν κύριο στοιχείο τον κοινωνικό δαρβινισμό. Επί παραδείγματι, στοχαστές όπως ο Σπένσερ υποστήριξαν ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες λειτουργούν με όρους φυσικής κατάστασης, όπου επικρατεί ο νόμος του ισχυρού. Χαρακτηριστικό κομμάτι του έργου του είναι ότι οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να παρεμβαίνουν στις «φυσικές» διεργασίες της εξέλιξης στην κοινωνία βοηθώντας τους κοινωνικά αδύναμους, καθώς έτσι διαστρεβλώνεται η ροή της επιβίωσης των ισχυρότερων και πλουσίων που θα δημιουργήσουν τελικά «υγιέστερες κοινωνικές δομές. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι αναλύσεις του Μάλθους, ο οποίος υποστήριζε ότι επειδή υπάρχει ραγδαία αύξηση του πληθυσμού παγκοσμίως θα έπρεπε να ληφθούν μέτρα, τα οποία θα ανάγκαζαν τους φτωχούς να μην αναπαράγονται. Εάν και η ιστορία δεν λειτουργεί με μηχανικό και γραμμικό τρόπο τα προαναφερθέντα έδωσαν την νομιμοποιητική βάση για την βιοθεωρία του ναζισμού, βάσει της οποίας οι κοινωνικές ανισότητες φυσικοποιήθηκαν, και δεν θεωρούνταν αποτελέσματα της εκμεταλλευτικής φύσης του καπιταλισμού. Έτσι φτάσαμε στην εποχή της ευγονικής όπου επί ναζιστικής Γερμανία οι θεωρούμενοι από το καθεστώς ως μη «υγιείς» θα έπρεπε να μην έχουν την δυνατότητα της αναπαραγωγής.
Μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου και των 50 εκατομμυρίων νεκρών, επικράτησε λόγω των αγώνων και των θυσιών των εργαζομένων το περίφημο κεϋνσιανό πρότυπο, βάσει του οποίου οικοδομήθηκε στις δυτικές χώρες το κοινωνικό κράτος, το οποίο είχε ένα ευρύ δίχτυ προστασίας για τους εργαζόμενους, καθώς διασφάλιζε δωρεάν δημόσια παιδεία και υγεία για όλους. Αυτές οι κοινωνικές παροχές βοήθησαν τους εργαζόμενους να αποκτήσουν σημαντική ισχύ στον γενικό συσχετισμό δύναμης, με αποτέλεσμα οι ελίτ των εκάστοτε χωρών να ανησυχούν για τα προνόμια τους. Με αφορμή τα οικονομικά προβλήματα και τις πετρελαϊκές κρίσεις του 70΄ οι ανώτερες οικονομικά τάξεις έκαναν την αντεπίθεση τους, και με αιχμή του δόρατος τις θεωρητικές επεξεργασίες του Χάγιεκ και Φρίντμαν έθεσαν σε εφαρμογή τις πολιτικές της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού, με αποτέλεσμα να πραγματοποιηθεί μία πρωτοφανής αναδιανομή του πλούτου και ισχύος υπέρ των πλουσίων.
Πλέον, στην σημερινή εποχή όπου ο νεοφιλελευθερισμός είναι ηγεμονικός, παρατηρούμε ότι κάποια από τα βασικά του στοιχεία είναι ο άκρατος ατομικισμός, η διάρρηξη των κοινωνικών ταυτοτήτων και η επικράτηση του κοινωνικού αυτοματισμού. Τα προαναφερθέντα έχουν σαν αποτέλεσμα να υπονομευτεί η δημοκρατία, καθώς βασικό συστατικό της δημοκρατίας είναι η συγκρότηση κοινωνικών ταυτοτήτων, εν αντιθέσει με τον ατομικισμό των σύγχρονων κοινωνιών. Σε ότι αφορά την αριστεία, έχει σαν πρωταρχικό σκοπό την διατήρηση και όξυνση των ταξικών αντιθέσεων, καθώς οι νεοφιλελεύθεροι δεν λαμβάνουν υπόψιν ότι η αριστεία ως κριτήριο αξιολόγησης των ανθρώπων παραβλέπει τις διαφορετικές κοινωνικές και ταξικές αφετηρίες που εκκινεί ο κάθε άνθρωπος, με αποτέλεσμα να είναι άδικη.
Πιο συγκεκριμένα, σε δοσμένες ιστορικές συνθήκες ο γόνος ενός εφοπλιστή έχει πολλαπλάσιες πιθανότητες να «αριστεύσει» σε σχέση με ένα παιδί της μέσης μικροαστικής οικογένειας, όπου πνίγεται στην ανεπάρκεια των υλικών αγαθών. Οπότε και σε επίπεδο πολιτικών προτάσεων οι νεοφιλελεύθερες λογικές ιδιωτικοποίησης της υγείας και της παιδείας όχι μόνο δεν προάγουν την αριστεία γενικά και αόριστα, αλλά αντιθέτως χρησιμοποιώντας ως ιδεολογικό όπλο την αριστεία, μετατρέπουν τους πλούσιους σε πλουσιότερους (άριστους) και τους φτωχούς σε φτωχότερους, κόβοντας τους από την βάση ενός αξιοπρεπούς βίου. Η περίφημη αριστεία το μόνο που κάνει είναι να αναπαράγει τον κοινωνικό ανταγωνισμό και τον φθόνο μεταξύ των ανθρώπων, εν αντιθέσει με την αλληλεγγύη που έχει σαν κέντρο την εξυπηρέτηση των ανθρώπινων αναγκών και όχι το εγωιστικό κέρδος.
Εν κατακλείδι, παρατηρούμε ο καπιταλισμός ενώ αναδύθηκε σε επίπεδο ιδεών από τα σπλάχνα του διαφωτισμού και του ορθού λόγου, στην σημερινή εποχή της ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού έχει διολισθήσει στον ανορθολογισμό και στον αντιδιαφωτισμό, καθώς η κυριαρχία του τεχνοκρατικού Λόγου και του tina, δεν έχουν καμία σχέση με την κοινωνία της γνώσης και της πληροφόρησης που ευαγγελίζονται οι σύγχρονοι υποστηρικτές της «ανοικτής κοινωνίας» και της τυφλότητας των αγορών, αλλά αντιθέτως είναι δόγματα που αναπαράγουν και οξύνουν την κυριαρχία του κεφαλαίου έναντι της εργασίας.
Η «αριστεία» ως μορφή ταξική καταπίεσης και υπονόμευσης της δημοκρατίας
Η περίφημη αριστεία το μόνο που κάνει είναι να αναπαράγει τον κοινωνικό ανταγωνισμό και τον φθόνο μεταξύ των ανθρώπων, εν αντιθέσει με την αλληλεγγύη που έχει σαν κέντρο την εξυπηρέτηση των ανθρώπινων αναγκών και όχι το εγωιστικό κέρδος.
Τις τελευταίες μέρες στον δημόσιο διάλογο επικράτησε η συζήτηση περί αριστείας, βάσει της οποίας σύμφωνα με την νεοφιλελεύθερη θεώρηση οι μάζες και η «τυραννία της πλειοψηφίας» εξισώνουν την κοινωνία προς τα κάτω, με αποτέλεσμα να αδικούνται οι πιο αποδοτικοί και αποτελεσματικοί (άριστοι). Είναι όμως αυτή η πραγματικότητα ή μήπως το ζήτημα της αριστείας λειτουργεί ως ιδεολογικό άλλοθι για την «υγιή» αναπαραγωγή του υφιστάμενου κοινωνικοοικονομικού συστήματος?
Πριν διεισδύσουμε στο προαναφερθέν ζήτημα αξίζει να γίνει μία μικρή ιστορική αναδρομή, ώστε να δούμε την εξέλιξη και τις αναδιπλώσεις της αστικής-φιλελεύθερης σκέψης σε ότι αφορά το ζήτημα της ελευθερίας, της ισότητας και της «αξίας» ως κριτήριο αξιολόγησης των ανθρώπων.
Πιο συγκεκριμένα, κατά τον 16ο αιώνα αναπτύσσεται στην δυτική Ευρώπη η φιλοσοφία του φυσικού δικαίου, πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε ο κλασικός φιλελευθερισμός. Χαρακτηριστικά, μετά την εποχή της Αναγέννησης και των μεγάλων επιστημονικών ανακαλύψεων (Κοπέρνικος, Γουτεμβέργιος, Νεύτωνας, κ.α), άρχισε να επιτελείται η περίφημη «απομάγευση του κόσμου», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο Βέμπερ, με αποτέλεσμα να ταρακουνηθεί συθέμελα ο ιστορικός ορίζοντας της ανθρωπότητας. Οι τεκτονικές αλλαγές εκείνης της εποχής είχαν σαν αποτέλεσμα την ανάδυση του ορθολογισμού ως βασικού αναλυτικού εργαλείου της πραγματικότητας, και την επακόλουθη υποβάθμιση της μεταφυσικής θεώρησης του κόσμου και της ελέω θεού νομιμοποίησης της εξουσίας. Σε αυτό το γενικευμένο κύμα αμφισβήτησης και έλλογης θεώρησης του κόσμου εμπλέκεται όπως είναι λογικό και ο πολιτικός στοχασμός, ο οποίος εκείνη την εποχή παρήγαγε κάποια από τα σπουδαιότερα έργα της πολιτικής σκέψης. Δύο από τους βασικούς θεωρητικούς του φυσικού δικαίου και του κοινωνικού συμβολαίου είναι οι Χομπς και Λοκ, οι οποίοι θεωρούσαν ότι τα δύο βασικότερα φυσικά δικαιώματα του ανθρώπου είναι αυτό της ιδιοκτησίας και της ζωής. Για να προασπιστούν αυτά τα δικαιώματα θα έπρεπε κατά τους στοχαστές οι άνθρωποι να ξεφύγουν από την φυσική κατάσταση (προπολιτική) και να συγκροτήσουν το έλλογο πολιτικό υποκείμενο, δηλαδή το κράτος, το οποίο σύμφωνα με την κλασική φιλελεύθερη προσέγγιση αποτυπώνει την συλλογική βούληση των πολιτών. Με αυτόν τον τρόπο αναδύεται ένα από τα πιο ριζοσπαστικά πνευματικά ρεύματα στην ανθρώπινη ιστορία, ο διαφωτισμός με τον οποίον η αστική τάξη εξορθολόγισε τον κόσμο.
Ο πιο εμβριθής και ακριβής ορισμός του διαφωτισμού πραγματοποιήθηκε από τον Ιμμάνουελ Κάντ, ο οποίος ανέφερε ότι «ο διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την αυθυπαίτια ανωριμότητα του». Ο προαναφερθείς ορισμός είναι επαναστατικός, καθώς για πρώτα φορά στην ανθρώπινη ιστορία τα αιτήματα της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης παίρνουν καθολικό χαρακτήρα, και αφορούν όλη την ανθρωπότητα ανεξαρτήτως καταγωγής . Ας θυμηθούμε το τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης, το οποίο συμπυκνώνεται στα θεμελιώδη αιτήματα της ελευθερίας, της ισότητας, και της αδελφοσύνης. Σε αυτό το σημείο όμως αναδύεται μία αντίφαση που ουσιαστικά θα οδηγήσει την αστική τάξη εκ των υστέρων να «συγκρουστεί» με το πνευματικό ρεύμα από το οποίο γεννήθηκε, δηλαδή τον διαφωτισμό.
Πιο επεξηγηματικά, με την έλευση της βιομηχανικής επανάστασης, βγαίνει στο ιστορικό προσκήνιο το προλεταριάτο, το οποίο διεκδικεί καλύτερους όρους διαβίωσης και για αυτό τον σκοπό οργανώνεται πρώτα σε εργατικές ενώσεις και συνδικάτα και ύστερα σε κόμματα. Πλέον, η ανάδυση του περίφημου κοινωνικού προβλήματος και της εργατικής τάξης σπάνε και με ιστορικούς όρους την καθολικότητα που διακήρυττε η αστική κοινωνία και αναδεικνύουν την άγρια ταξική φύση του καπιταλισμού. Οπότε ο οικουμενικός χαρακτήρας του διαφωτισμού διαψεύδεται από την ίδια την ιστορική κίνηση, καθώς η αστική κοινωνία όχι μόνο δεν πραγματώνει τα ιδεώδη της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης καθολικά, αλλά αντιθέτως διευρύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις και οξύνει την υπερεκμετάλλευση προς τους εργαζόμενους για να απολαμβάνουν οι λίγοι τα αγαθά της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Μέσα σε αυτές τις υλικές και ιστορικές αντιφάσεις οι θεωρητικοί του φιλελευθερισμού αναδιπλώνουν τις προσεγγίσεις τους, φοβούμενοι την δύναμη των μαζών και της δημοκρατίας. Χαρακτηριστικά, ένας στοχαστής που πιάνει με ειλικρίνεια τις αντιφάσεις της εποχής του είναι και ο Αλεξίς Ντε Τοκβίλ, ο οποίος στο κλασικό του έργο η Δημοκρατία στην Αμερική, ανιχνεύει αντιπαραθετικά στοιχεία μεταξύ της δημοκρατίας και του φιλελευθερισμού. Πιο επεξηγηματικά, ο Ντε Τοκβίλ θεωρεί ότι η δημοκρατία μπορεί υπό προϋποθέσεις να εξισώσει την κοινωνία προς τα κάτω και να προαχθεί η μετριοκρατία και η αναξιοκρατία. Εάν και οι παρατηρήσεις του Ντε Τοκβίλ έχουν διαφορετικά περιεχόμενα από την σημερινή εποχή, παρατηρούμε ότι στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού η δημοκρατία λειτουργεί ως τροχοπέδη για την νεοφιλελεύθερη ανάπτυξη. Πριν όμως φτάσουμε στην σημερινή ιστορική συγκυρία, αξίζει να αναφερθούμε σε άλλες θεωρητικές προσεγγίσεις που προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν τις κοινωνικές ανισότητες και την ταξική καταπίεση των αδύναμων.
Μετά την είσοδο των μαζών στην πολιτική στα μέσα κυρίως του 19ου αιώνα, παρατηρούμε ότι αναδύθηκαν θεωρήσεις που είχαν σαν κύριο στοιχείο τον κοινωνικό δαρβινισμό. Επί παραδείγματι, στοχαστές όπως ο Σπένσερ υποστήριξαν ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες λειτουργούν με όρους φυσικής κατάστασης, όπου επικρατεί ο νόμος του ισχυρού. Χαρακτηριστικό κομμάτι του έργου του είναι ότι οι κυβερνήσεις δεν πρέπει να παρεμβαίνουν στις «φυσικές» διεργασίες της εξέλιξης στην κοινωνία βοηθώντας τους κοινωνικά αδύναμους, καθώς έτσι διαστρεβλώνεται η ροή της επιβίωσης των ισχυρότερων και πλουσίων που θα δημιουργήσουν τελικά «υγιέστερες κοινωνικές δομές. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι αναλύσεις του Μάλθους, ο οποίος υποστήριζε ότι επειδή υπάρχει ραγδαία αύξηση του πληθυσμού παγκοσμίως θα έπρεπε να ληφθούν μέτρα, τα οποία θα ανάγκαζαν τους φτωχούς να μην αναπαράγονται. Εάν και η ιστορία δεν λειτουργεί με μηχανικό και γραμμικό τρόπο τα προαναφερθέντα έδωσαν την νομιμοποιητική βάση για την βιοθεωρία του ναζισμού, βάσει της οποίας οι κοινωνικές ανισότητες φυσικοποιήθηκαν, και δεν θεωρούνταν αποτελέσματα της εκμεταλλευτικής φύσης του καπιταλισμού. Έτσι φτάσαμε στην εποχή της ευγονικής όπου επί ναζιστικής Γερμανία οι θεωρούμενοι από το καθεστώς ως μη «υγιείς» θα έπρεπε να μην έχουν την δυνατότητα της αναπαραγωγής.
Μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου και των 50 εκατομμυρίων νεκρών, επικράτησε λόγω των αγώνων και των θυσιών των εργαζομένων το περίφημο κεϋνσιανό πρότυπο, βάσει του οποίου οικοδομήθηκε στις δυτικές χώρες το κοινωνικό κράτος, το οποίο είχε ένα ευρύ δίχτυ προστασίας για τους εργαζόμενους, καθώς διασφάλιζε δωρεάν δημόσια παιδεία και υγεία για όλους. Αυτές οι κοινωνικές παροχές βοήθησαν τους εργαζόμενους να αποκτήσουν σημαντική ισχύ στον γενικό συσχετισμό δύναμης, με αποτέλεσμα οι ελίτ των εκάστοτε χωρών να ανησυχούν για τα προνόμια τους. Με αφορμή τα οικονομικά προβλήματα και τις πετρελαϊκές κρίσεις του 70΄ οι ανώτερες οικονομικά τάξεις έκαναν την αντεπίθεση τους, και με αιχμή του δόρατος τις θεωρητικές επεξεργασίες του Χάγιεκ και Φρίντμαν έθεσαν σε εφαρμογή τις πολιτικές της λιτότητας και του νεοφιλελευθερισμού, με αποτέλεσμα να πραγματοποιηθεί μία πρωτοφανής αναδιανομή του πλούτου και ισχύος υπέρ των πλουσίων.
Πλέον, στην σημερινή εποχή όπου ο νεοφιλελευθερισμός είναι ηγεμονικός, παρατηρούμε ότι κάποια από τα βασικά του στοιχεία είναι ο άκρατος ατομικισμός, η διάρρηξη των κοινωνικών ταυτοτήτων και η επικράτηση του κοινωνικού αυτοματισμού. Τα προαναφερθέντα έχουν σαν αποτέλεσμα να υπονομευτεί η δημοκρατία, καθώς βασικό συστατικό της δημοκρατίας είναι η συγκρότηση κοινωνικών ταυτοτήτων, εν αντιθέσει με τον ατομικισμό των σύγχρονων κοινωνιών. Σε ότι αφορά την αριστεία, έχει σαν πρωταρχικό σκοπό την διατήρηση και όξυνση των ταξικών αντιθέσεων, καθώς οι νεοφιλελεύθεροι δεν λαμβάνουν υπόψιν ότι η αριστεία ως κριτήριο αξιολόγησης των ανθρώπων παραβλέπει τις διαφορετικές κοινωνικές και ταξικές αφετηρίες που εκκινεί ο κάθε άνθρωπος, με αποτέλεσμα να είναι άδικη.
Πιο συγκεκριμένα, σε δοσμένες ιστορικές συνθήκες ο γόνος ενός εφοπλιστή έχει πολλαπλάσιες πιθανότητες να «αριστεύσει» σε σχέση με ένα παιδί της μέσης μικροαστικής οικογένειας, όπου πνίγεται στην ανεπάρκεια των υλικών αγαθών. Οπότε και σε επίπεδο πολιτικών προτάσεων οι νεοφιλελεύθερες λογικές ιδιωτικοποίησης της υγείας και της παιδείας όχι μόνο δεν προάγουν την αριστεία γενικά και αόριστα, αλλά αντιθέτως χρησιμοποιώντας ως ιδεολογικό όπλο την αριστεία, μετατρέπουν τους πλούσιους σε πλουσιότερους (άριστους) και τους φτωχούς σε φτωχότερους, κόβοντας τους από την βάση ενός αξιοπρεπούς βίου. Η περίφημη αριστεία το μόνο που κάνει είναι να αναπαράγει τον κοινωνικό ανταγωνισμό και τον φθόνο μεταξύ των ανθρώπων, εν αντιθέσει με την αλληλεγγύη που έχει σαν κέντρο την εξυπηρέτηση των ανθρώπινων αναγκών και όχι το εγωιστικό κέρδος.
Εν κατακλείδι, παρατηρούμε ο καπιταλισμός ενώ αναδύθηκε σε επίπεδο ιδεών από τα σπλάχνα του διαφωτισμού και του ορθού λόγου, στην σημερινή εποχή της ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού έχει διολισθήσει στον ανορθολογισμό και στον αντιδιαφωτισμό, καθώς η κυριαρχία του τεχνοκρατικού Λόγου και του tina, δεν έχουν καμία σχέση με την κοινωνία της γνώσης και της πληροφόρησης που ευαγγελίζονται οι σύγχρονοι υποστηρικτές της «ανοικτής κοινωνίας» και της τυφλότητας των αγορών, αλλά αντιθέτως είναι δόγματα που αναπαράγουν και οξύνουν την κυριαρχία του κεφαλαίου έναντι της εργασίας.