Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 16ης Νοεμβρίου 1828, η Πελοπόννησος και οι Κυκλάδες θα έμπαιναν κάτω από την εγγύηση των Μεγάλων Δυνάμεων, μέχρι να αποφασιστεί οριστικά η τύχη της Ελλάδας με τη συγκατάθεση της Υψηλής Πύλης. Αυτό σήμαινε, ότι υπήρχε ο κίνδυνος το ελληνικό κράτος να περιοριστεί μόνο στην Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες. Ο Καποδίστριας όμως, γνωρίζοντας την πάγια αρχή της διπλωματίας, πως μια περιοχή που κατακτάται με τα όπλα, πολύ δύσκολα επιστρέφεται (ένα γνωστό παράδειγμα «επιστροφής» είναι η Βόρειος Ήπειρος και μάλιστα όχι μία φορά…), είχε ήδη στείλει ισχυρές δυνάμεις στη Στερεά Ελλάδα για να την απαλλάξει από την τουρκική κυριαρχία. Έτσι, όταν θα υπογραφόταν η οριστική Συνθήκη Ανεξαρτησίας, ο Κυβερνήτης, θα έθετε τις Μεγάλες Δυνάμεις μπροστά σε τετελεσμένα γεγονότα.
Τα πολεμικά γεγονότα από τον Μάιο ως τον Αύγουστο 1829
Στη Δυτικά Ελλάδα, οι ελληνικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον Ρίτσαρντ Τσορτς, κατέλαβαν τη Βόνιτσα, την Αμφιλοχία και τη Ναύπακτο και στις αρχές Μαΐου 1829 το Μεσολόγγι, κάτι που προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού στην Ελλάδα και ζωηρή αίσθηση στο εξωτερικό.
Στις 22 Μαρτίου 1829 όμως, οι Μεγάλες Δυνάμεις, υπόγραψαν το νέο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, σύμφωνα με το οποίο αναγνωριζόταν αυτόνομο ελληνικό κράτος με βόρειο σύνορο τη γραμμή Παγασητικού – Αμβρακικού. Ένας ειδικός όρος που υπήρχε όμως στη Συνθήκη, προκάλεσε αναστάτωση στην ελληνική πλευρά. Έπρεπε να τερματιστούν οι εχθροπραξίες και να αποχωρήσουν άμεσα οι ελληνικές δυνάμεις από τη στερεά Ελλάδα. Ο Καποδίστριας, με τη γνωστή διπλωματική του ικανότητα και (προ)βλέποντας επικράτηση των Ρώσων στον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, άρχισε να κωλυσιεργεί, δηλώνοντας στους πληρεξούσιους των Μεγάλων Δυνάμεων, ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι με τους πολεμιστές της Στερεάς Ελλάδας, καθώς δεν ήταν άνδρες της κυβέρνησης αλλά επαναστατημένοι ντόπιοι πληθυσμοί!
Για να εξαργυρωθεί όμως η διπλωματική ευστροφία του Καποδίστρια, έπρεπε να υπάρξουν και στρατιωτικές επιτυχίες στο πεδίο της μάχης. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων στην Αττική, είχε κατορθώσει ως τις αρχές Μαΐου 1829, να εκδιώξει τους Τούρκους από όλα τα στρατηγικά σημεία της περιοχής, εκτός από την Αττική και τη Θήβα.
Στην Ανατολική Στερεά πάντως, ο αγώνας ήταν πιο δύσκολος, καθώς οι Τούρκοι μπορούσαν να φέρουν εύκολα ενισχύσεις από το Ζητούνι (Λαμία) ή ακόμα κι από τη Λάρισα. Την Εύβοια, την κατείχε ο φοβερός Ομέρ πασάς, ο οποίος μπορούσε ανά πάσα στιγμή να εκστρατεύσει εναντίον της Αττικής και της Βοιωτίας. Το ελληνικό ναυτικό εξάλλου, δεν μπορούσε να δράσει με ευκολία στην Α. Στερεά. Ο Καποδίστριας, έδωσε εντολή στον Δ. Υψηλάντη, να στείλει 1.000 άνδρες του απέναντι από το κάστρο του Καράμπαμπα της Χαλκίδας, στη βοιωτική πλευρά, για να εμποδίσουν τυχόν επιδρομές των Τούρκων της Εύβοιας σε Αττικοβοιωτία. Ο Υψηλάντης όμως, δεν υπάκουσε και, ενισχυμένος κι από το ιππικό του Χατζηχρήστου, επιχείρησε να καταλάβει την ερειπωμένη Θήβα. Η επιχείρηση αυτή που κράτησε αρκετούς μήνες, παραλίγο να αποβεί μοιραία για τα υπόλοιπα εδάφη που είχαν απελευθερωθεί ως τότε…
Στην περιοχή της Θήβας, υπήρχαν 1.500 Τούρκοι πεζοί και 200 ιππείς, στο Πυρί, τους Αγίους Θεοδώρους και τον Πύργο.
Ο Υψηλάντης, κατέλαβε τον Ανηφορίτη κοντά στον Καράμπαμπα, για να διακόψει κάθε επικοινωνία ανάμεσα σε Εύβοια και Θήβα, ενώ έστειλε τον Βάσσο στην Αττική για να εμποδίσει πιθανή άφιξη εχθρών από εκεί στη Θήβα. Τη νύχτα της 18ης Μαΐου, κατέλαβε με 700 άνδρες τα ερείπια της Θήβας, ενώ στις 21 Μαΐου, υπήρξε συμπλοκή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στο Πυρί, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Από τότε, ακολούθησαν αψιμαχίες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στην περιοχή, χωρίς κάποια συγκλονιστική εξέλιξη. Έτσι, όταν ο Υψηλάντης μπήκε στη Θήβα, ο Βάσσος στρατοπέδευσε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη μεταξύ Χασιάς και Μενιδίου. Με 300 πεζούς κατέβηκε στην πεδιάδα και τοποθέτησε τους άνδρες του σε ενέδρα. Ο ίδιος, με μερικούς καβαλάρηδες κινήθηκε προς το Μενίδι. Εκεί συνάντησε 200 πεζούς Τούρκους και λίγους ιππείς. Στις μάχες που ακολούθησαν, οι Τούρκοι, που είχαν και τη βοήθεια από τη φρουρά της Αθήνας, υποχώρησαν άπρακτοι έχοντας πολλές απώλειες. Στις συγκρούσεις ως τις αρχές Αυγούστου, είχαν σκοτωθεί περίπου 1.000 και πολύ λιγότεροι Έλληνες.
Οι Τούρκοι, ζήτησαν τότε να αποχωρήσουν και οι μεν και οι δε από τη Θήβα και να αποφασίσουν για την τύχη της περιοχής οι Μεγάλες Δυνάμεις. Ο Δ. Υψηλάντης, απέρριψε πολύ σωστά την πρόταση, γιατί οι Τούρκοι που κατείχαν τη γειτονική Αττική θεωρούνταν κύριοι και της Θήβας, άρα η βοιωτική πόλη θα «πήγαινε» σε τουρκικά χέρια.
Η ανταρσία των Ελλήνων στρατιωτών
Στο μεταξύ, από τα τέλη Ιουλίου και τις αρχές Αυγούστου, υπήρχε ένα διογκούμενο κύμα διαμαρτυρίας των Ελλήνων στρατιωτών, οι οποίοι διαμαρτύρονταν για την καθυστέρηση της καταβολής των μισθών τους και την ποιότητα του σιτηρέσιου. Ο Κασομούλης, τονίζει χαρακτηριστικά ότι κάθε 8 μέρες έφτανε στο στρατόπεδο εφοδιοπομπή φέροντας «από τον πλέον κατωτέρας ποιότητος σίτον άθλιον και πικρόν». Το γεγονός της καθυστέρησης της καταβολής των μισθών, το εκμεταλλεύθηκε και η αντιπολίτευση που διέδιδε ότι τα στρατεύματα της Δυτικής Στερεάς υπό τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, είχαν πάρει μισθούς 6 μηνών! Αυτό έκανε τον Υψηλάντη να διαμαρτυρηθεί έντονα στον Καποδίστρια (2 Αυγούστου). Ο Κυβερνήτης, κατέβαλε προσπάθειες για να λύσει τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί. Στις 7 Αυγούστου ο Δ. Υψηλάντης και υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του, βρισκόταν στη σκηνή του, συζητώντας για τις επόμενες κινήσεις τους.
Ξαφνικά, πολλοί στρατιώτες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και συγκεντρώθηκαν εκεί. Άρχισαν να διαμαρτύρονται φωνάζοντας ότι οι αρχηγοί τους «δεν φροντίζουν δια τους μισθούς των, μόνο καταγίνονται εις ματαιοπονίας και συμβιβασμούς. Σύντομα, η αγανάκτηση γενικεύθηκε και όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Κασομούλης: «Παρουσιασθέντες όλοι, μ’ένα λίθον εις τας χείρας, ρίπτοντες αυτόν κάτω, έμπροσθεν της σκηνής του Στρατάρχου, εφώναζον: - Ανάθεμα όποιος καθίσει το βράδυ εις Θήβας!». Οι στασιαστές έφερναν κι ένα Ευαγγέλιο στο οποίο ορκίζονταν, ενώ οι πέτρες του αναθέματος σχημάτισαν ένα μικρό λόφο!
Ο Υψηλάντης και οι συνεργάτες του αιφνιδιάστηκαν. Πριν προλάβουν να κάνουν οτιδήποτε, οι στρατιώτες είχαν διασκορπιστεί προς τον Κιθαιρώνα και την Ελευσίνα, εγκαταλείποντας κανόνια, εφόδια και, μερικοί, ακόμα και τα όπλα τους! Ο Υψηλάντης έξαλλος, δεν ήθελε να φύγει προτιμώντας να αιχμαλωτιστεί ή να σφαγεί από τους Τούρκους «προς καταισχύνην του στρατού». Οι επιτελείς του μετά βίας κατάφεραν να τον πείσουν να φύγει και «να σωθεί δια την αγάπην της πατρίδος». Ακολουθούμενος από τον Ιθακήσιο αγωνιστή Διονύσιο Ευμορφόπουλο, τον Βορειοηπειρώτη οπλαρχηγό Σπυρομήλιο και τον Στερεοελλαδίτη καπετάνιο Ιωάννη Ρούκη, έφτασε στον αυχένα της Κάζας στον Κιθαιρώνα, όπου κατόρθωσε να συγκρατήσει, 600-700 αξιωματικούς και στρατιώτες. Οι υπόλοιποι έτρεχαν προς τα Κούντουρα και τη Σαλαμίνα (στη Μονή Φανερωμένης βρισκόταν η έδρα του Γενικού Φροντιστηρίου) «υβρίζοντες και Κυβερνήτην και Στρατάρχην και Θεόν και Διάβολον».
Η διάλυση του στρατοπέδου του Υψηλάντη, είχε σαν αποτέλεσμα οι Δ’ και Ε’ χιλιαρχίες των Δυοβουνιώτη και Κριεζώτη καθώς και τα υπόλοιπα τμήματα του στρατοπέδου του Ανηφορίτη, να αναγκαστούν να αποχωρήσουν προς τη Λοκρίδα, ενώ δύο μέρες αργότερα η ΣΤ’ χιλιαρχία του Μαυροβουνιώτη υποχώρησε από τον Άγιο Ιωάννη της Χασιάς στην Ελευσίνα.
Και όπως αναφέρει επιγραμματικά ο Κασομούλης: «Ούτως αμείφθησαν όλαι αι αιματοβαφείσαι θέσεις άνευ τινός κινδύνου και η Ανατολική Ελλάς πάλιν εφαίνετο το παιχνίδι της τύχης του πολέμου».
Ευτυχώς οι Τούρκοι που κατείχαν θέσεις γύρω από τη Θήβα, δεν καταδίωξαν τους Έλληνες που αποχώρησαν, είτε γιατί δεν είχαν ικανή διοίκηση είτε γιατί δεν αντιλήφθηκαν την πλήρη διάλυση του στρατοπέδου του Υψηλάντη.
Ο Ασλάν Μπέης από τη Λάρισα στην Αθήνα – Αναστάτωση από τη διάλυση του στρατοπέδου του Υψηλάντη
Στο μεταξύ, η τουρκική διοίκηση στη Λάρισα, πήρε εντολή από την Πύλη, να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερα τμήματα τακτικού στρατού, ώστε να σταλούν στο μέτωπο του Ρωσοτουρκικού Πολέμου. Αυτό έπρεπε να γίνει, χωρίς να εγκαταλειφθούν οι τουρκικές θέσεις στη Στερεά Ελλάδα. Έτσι, στάλθηκε από τη Λάρισα στην Αθήνα ο Ασλάν μπέης Μουχουρδάρης, Τουρκαλβανός αρχηγός, επικεφαλής 1.500 ανδρών (κατά τον Τρικούπη) ή 4.000 ανδρών (κατά τον Κασομούλη). Ήταν αρχές Σεπτεμβρίου 1829. Ο Ασλάν, βρίσκοντας αφύλακτες τις Θερμοπύλες, τις οποίες είχε εγκαταλείψει ο οπλαρχηγός Τσάνης Καρατάσος, προχώρησε από το Ζητούνι (Λαμία) προς τη Λιβαδειά και τη Θήβα και έφτασε ανενόχλητος στην Αθήνα.
Η είδηση της διάλυσης του στρατοπέδου της Θήβας και της καθόδου του Ασλάν μπέη στην Αθήνα, προκάλεσε μεγάλη ταραχή στους πληρεξούσιους της Δ’ Εθνικής Συνέλευσης του Άργους που μόλις είχε τελειώσει τις εργασίες της.
Προκλήθηκαν σοβαρές ανησυχίες για την τύχη της Στερεάς Ελλάδας. Ο Καποδίστριας, αντέδρασε άμεσα και ψύχραιμα. Έστειλε πρώτα στη Σαλαμίνα τον Ανδρέα Μεταξά, αρμόδιο επί των Στρατιωτικών του Γενικού Φροντιστηρίου για να εξετάσει την κατάσταση. Λίγες μέρες αργότερα, του υπαγόρευσε τα μέτρα που έπρεπε να πάρει. Του ζήτησε να μάθει τους πραγματικούς λόγους της «ανταρσίας» των στρατιωτών, να φροντίσει για την πληρωμή των μισθών μιας τριμηνίας και την καταβολή του σιτηρεσίου για έξι μήνες και να πείσει τον Δ. Υψηλάντη «να επισυνάξει το στράτευμα και να το τάξει σκεπαστικώς προς Λεβάδειαν» (16 Αυγούστου).
Η ανασυγκρότηση των ελληνικών δυνάμεων
Από την άλλη πλευρά, η θέση των Τούρκων δεν ήταν τόσο ευνοϊκή όσο φαινόταν. Ο Ασλάν μπέης, μπήκε ανενόχλητος στην Αθήνα, ανεφοδίασε τη φρουρά της πόλης και συγκέντρωσε τα υπόλοιπα στρατιωτικά τμήματα της Αττικής για να τα οδηγήσει στη Λάρισα. Μπορεί οι ελληνικές δυνάμεις να είχαν διαλυθεί, ήταν όμως ουσιαστικά άθικτες και καθώς η βάση της Σαλαμίνας ήταν κοντά, ανασυντάχθηκαν γρήγορα. Επίσης, σύντομα, οι Δ’ και Ε’ χιλιαρχίες των Καρατάσου και Σκουρτανιώτη βρέθηκαν στα νώτα του και η Κεντρική Στερεά βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων.
Ο Υψηλάντης, ενθαρρυνόμενος από τους επιτελείς του και όσους είχαν μείνει μαζί του, ακολούθησε τον δρόμο από τα Βίλια και τη Δόμβραινα και οχυρώθηκε στο στενό του Ζεμενού και το Δίστομο όπου ήδη είχε φθάσει ο Σκουρτανιώτης. Παράλληλα, με αποστολή αγγελιοφόρων στις γύρω περιοχές όπου παρέμεναν αδρανείς αρκετοί πολεμιστές, κάνοντας εκκλήσεις στη φιλοτιμία και τον πατριωτισμό τους, τους ζητούσε να επιστρέψουν. Ταυτόχρονα, ο Κριεζώτης με την Ε’ Χιλιαρχία στρατοπέδευσε στο Στεβενίκο, ενώ όσοι είχαν καταφύγει στη Σαλαμίνα, αφού πληρώθηκαν ξεκίνησαν στις 13 Αυγούστου άλλοι μέσω ξηράς και άλλοι μέσω θαλάσσης (από την Περαχώρα και τα Στραβά) να συναντήσουν τον Υψηλάντη. Συγκεντρώθηκαν στη Δόμβραινα και από εκεί, όλοι κατευθύνθηκαν στο χωριό Κουτουμουλάς (σημ. Κορώνεια) της Βοιωτίας, όπου είχε στρατοπεδεύσει ο Υψηλάντης. Έτσι, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, συγκεντρώθηκαν 3.000-3.500 πολεμιστές, αποφασισμένοι να διορθώσουν τα λάθη που είχαν κάνει τον τελευταίο καιρό.
Οι ελληνικές δυνάμεις, αποτελούνταν από τη φρουρά του Υψηλάντη με επικεφαλής τον Σπρομήλιο, τα σώματα του Ευμορφόπουλου και του Σκουρτανιώτη, τη Β’ Χιλιαρχία του Χριστόδουλου Χατζηπέτρου, τμήμα της Γ’ Χιλιαρχίας με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Γιαννάκη Στράτο, τμήμα της Ζ’ Χιλιαρχίας υπό τον Τόλιο Λάζο, τη Δ’ Χιλιαρχία με επικεφαλής τον Γεώργιο Δυοβουνιώτη και το σώμα του Σουλιώτη οπλαρχηγού Ιωάννη Μπαϊρακτάρη.
Όσο για το πώς αντέδρασε ο Υψηλάντης όταν είδε τους στρατιώτες να επιστρέφουν; Τα όσα γράφει ο Κασομούλης, είναι χαρακτηριστικά: «Η οργή του Στρατάρχου εφαίνετο και εις τα κλαριά ζωγραφισμένη»…
Η μάχη της Πέτρας
Στις 28 Αυγούστου, ο Υψηλάντης εγκατέστησε το στρατηγείο του στη μονή του Αγίου Νικολάου πάνω από τα στενά της Πέτρας, απ’ όπου θα περνούσαν υποχρεωτικά οι Τούρκοι κατά την επιστροφή τους από την Αθήνα. Η Πέτρα, βρίσκεται μεταξύ Θήβας και Λιβαδειάς και ήταν η καταλληλότερη τοποθεσία για την αντιμετώπιση των Τούρκων.
Πριν την αποξήρανση της Κωπαΐδας, τα νερά της λίμνης έφθαναν ως τον βράχο (γι’ αυτό και ονομαζόταν Πέτρα) και άφηνε μόνο ένα στενό πέρασμα. Την οχύρωση της τοποθεσίας, την ανέθεσε ο Υψηλάντης στον πεντακοσίαρχο Κούστια Μάκου που φρόντισε να χτιστούν οχυρώματα στις κατάλληλες θέσεις. Κατασκευάστηκαν συνολικά έξι οχυρώματα, που περιγράφει λεπτομερώς ο Κασομούλης στα «Ενθυμήματα». Δεν θεωρούμε σκόπιμο να τα αναφέρουμε εδώ αναλυτικά. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι η τοποθεσία είχε οργανωθεί αμυντικά σε όλο της το πλάτος και σε αρκετό βάθος και μάλιστα σε δυο γραμμές άμυνας. Το ηθικό των στρατιωτών, βρισκόταν σε άριστη κατάσταση και όλοι είχαν συνειδητοποιήσει την κρισιμότητα των στιγμών.
Μετά από εκνευριστική αναμονή 12 ημερών, το απόγευμα της 10ης Σεπτεμβρίου, φάνηκε να πλησιάζει προς την Πέτρα ο τουρκικός στρατός, με επικεφαλής τον Οσμάναγα Ουτσιάκαγα, αρχηγό των τακτικών στρατευμάτων της Αττικής και τον Ασλάν μπέη. Όπως γράφει ο Κασομούλης: «Εφαίνετο μεταξύ των θάμνων τόσο πολυάριθμος, ώστε εις τους οφθαλμούς του στρατού επαρουσιάζετο ότι ήθελεν μας καταπατήσει και διαβεί. Όλων η καρδία κτυπούσεν συλλογιζόμενοι ότι δυσκόλως έμελλε να ανθέξουν εις το πλήθος τούτο, αμιλλώμενοι και ενθαρρυνόμενοι ένας τον άλλον να βαστάξουν την γενικήν ταύτην μάχην από την οποίαν εκρέμετο η τύχη της Στερεάς Ελλάδος, αποφάσισαν να απεθάνουν και να μην υποχωρήσουν εις την προσβολήν».
Ο Κασομούλης, γράφει ότι η δύναμη των Τούρκων ήταν 8.000 άνδρες (4.500 τακτικοί Τούρκοι στρατιώτες και 3.500 Τουρκαλβανοί άτακτοι) ενώ ο Τρικούπης τους περιορίζει σε 5.000.
Περιφρονώντας τις ελληνικές δυνάμεις, επειδή κόντευε να νυχτώσει, οι Τούρκοι στρατοπέδευσαν κοντά στα ελληνικά οχυρώματα, ανάμεσα στην Πέτρα και του χωριού Βρασταμίτες και παρέμειναν αδρανείς την επόμενη μέρα.
Εν τω μεταξύ, πρέπει να σημειώσουμε, ότι ο Κριεζώτης με την Ε’ Χιλιαρχία από το Στεβενίκο και ο Καρατάσος με το σώμα του από την Άμπλιανη, επειδή είχαν δυσαρεστηθεί με τον Υψηλάντη, δεν ανταποκρίθηκαν στις εκκλήσεις του. Ο Κριεζώτης όμως, την τελευταία στιγμή, όταν πληροφορήθηκε την άφιξη των τούρκων, έσπευσε με την Ε’ Χιλιαρχία του στην Πέτρα…
Καθώς στις 11 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι παρέμεναν αδρανείς, οι Έλληνες βρήκαν την ευκαιρία να ενισχύσουν τα αδύνατα σημεία των οχυρωμάτων τους. Τα χαράματα της 12ης Σεπτεμβρίου, το σύνολο των τουρκικών δυνάμεων κινήθηκε εναντίον των ελληνικών θέσεων. Παράλληλα, 300 πεζοί και μερικοί ιππείς, κατέλαβαν το χωρίο Βρασταμίτες για να καλύψουν τα νώτα των επιτιθεμένων.
Οι Τούρκοι, παρά τα πυκνά πυρά, έφθασαν στο οχύρωμα 1 του Χατζηπέτρου και ετοιμάζονταν να το καταλάβουν. Τις κρίσιμες εκείνες στιγμές, 700 Έλληνες υπό τους Δυοβουνιώτη, Ιωάννη Μαμούρη, Κριεζώτη και Ψαροδήμο (αγωνιστή του 21 από τον Όλυμπο), επιτέθηκαν με μανία εναντίον των Τούρκων και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν από το οχύρωμα. Οι Αλβανοί, που είχαν εισβάλλει στο οχύρωμα 2, έχοντας επικεφαλής τον Ασλάν μπέη (Σπυρίδων Τρικούπης), δέχτηκαν κι αυτοί σφοδρή επίθεση από ελληνικές δυνάμεις και υποχώρησαν, ενώ ο Σπυρομήλιος με το σώμα του, έδιωξε τους Τούρκους απ’ τους Βρασταμίτες.
Οι Έλληνες επικράτησαν ολοκληρωτικά στο πεδίο της μάχης. 100 Τούρκοι νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες ήταν ο απολογισμός της δίωρης σύγκρουσης. Από την άλλη πλευρά, αναφέρονται 3 Έλληνες νεκροί και 12 τραυματίες (έγγραφο του Δ. Υψηλάντη προς τον Καποδίστρια στις 16 Σεπτεμβρίου). Ωστόσο, ο αριθμός αυτός φαίνεται μικρός.
Ο Ασλάν μπέης, κατάλαβε ότι δεν είχε νόημα να συνεχίσει τη μάχη. Έπρεπε να φτάσει στη Λάρισα όσο πιο γρήγορα γινόταν και χωρίς άλλες απώλειες. Έτσι αποφάσισε να διαπραγματευτεί με τον Υψηλάντη για να μπορέσει να περάσει από την περιοχή. Ούτε ο Υψηλάντης, ούτε ο Ασλάν μπέης όμως, γνώριζαν ότι στις 2 Σεπτεμβρίου είχε τερματιστεί ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (Συνθήκη Αδριανούπολης)…
Η Συνθήκη Ελλήνων και Τούρκων στην Πέτρα, μετά από πολύωρες διαβουλεύσεις, υπογράφτηκε τη νύχτα της 13ης προς 14η Σεπτεμβρίου 1829 και τηρήθηκε ευλαβικά. Η αποχώρηση του τουρκικού στρατού, σηματοδότησε την απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδας. Έμειναν μόνο οι τουρκικοί θύλακες της Αθήνας, της Εύβοιας και της βοιωτικής ακτής της Χαλκίδας, αλλά πλέον, δεν μπορούσαν ν’ ανατρέψουν την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί.
Η σημασία της νίκης στην Πέτρα – Επίλογος
Η μάχη της Πέτρας, ήταν η τελευταία του Αγώνα. Με τη Συνθήκη που υπογράφτηκε, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη Στερεά Ελλάδα οι τελευταίες αλλά ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Για πρώτη και μοναδική φορά μάλιστα, επίλεκτη τουρκική δύναμη υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει στο πεδίο της μάχης.
Το κείμενο της συνθηκολόγησης, αποτέλεσε ολοφάνερη απόδειξη της επικράτησης των Ελλήνων στη Στερεά Ελλάδα και χρησιμοποιήθηκε έντεχνα από τον Καποδίστρια στις επαφές του με τους διπλωμάτες των Μεγάλων Δυνάμεων για τη χάραξη των συνόρων του νέου ελληνικού κράτους.
Σημαντικό ρόλο, έπαιξε η παρέμβαση του Κυβερνήτη για τον τερματισμό της ανταρσίας των πολεμιστών. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, έστω και στο παρά ένα, αναλογιζόμενος ίσως και το «βαρύ» όνομα της οικογένειάς του, ανέκτησε το θάρρος του και αντιμετώπισε τους Τούρκους στην Πέτρα. Οι στρατιωτικοί και διπλωματικοί του χειρισμοί εκείνο το διήμερο του 1829 στη Βοιωτία, κατέδειξαν τις ικανότητές του, που μάλλον δεν είχαν την αναγνώριση που άξιζαν. Τελείωσε έτσι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αυτό που άρχισε 8,5 χρόνια πριν ο αδελφός του Αλέξανδρος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες…
ΠΗΓΕΣ: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, τόμος ΙΒ’
ΝΙΚΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, «1821, ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, εκδόσεις HISTORICAL QUEST, 2016
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ», εκδόσεις ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ – Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ
Μιχάλης Στούκας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Τα πολεμικά γεγονότα από τον Μάιο ως τον Αύγουστο 1829
Στη Δυτικά Ελλάδα, οι ελληνικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον Ρίτσαρντ Τσορτς, κατέλαβαν τη Βόνιτσα, την Αμφιλοχία και τη Ναύπακτο και στις αρχές Μαΐου 1829 το Μεσολόγγι, κάτι που προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού στην Ελλάδα και ζωηρή αίσθηση στο εξωτερικό.
Στις 22 Μαρτίου 1829 όμως, οι Μεγάλες Δυνάμεις, υπόγραψαν το νέο Πρωτόκολλο του Λονδίνου, σύμφωνα με το οποίο αναγνωριζόταν αυτόνομο ελληνικό κράτος με βόρειο σύνορο τη γραμμή Παγασητικού – Αμβρακικού. Ένας ειδικός όρος που υπήρχε όμως στη Συνθήκη, προκάλεσε αναστάτωση στην ελληνική πλευρά. Έπρεπε να τερματιστούν οι εχθροπραξίες και να αποχωρήσουν άμεσα οι ελληνικές δυνάμεις από τη στερεά Ελλάδα. Ο Καποδίστριας, με τη γνωστή διπλωματική του ικανότητα και (προ)βλέποντας επικράτηση των Ρώσων στον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, άρχισε να κωλυσιεργεί, δηλώνοντας στους πληρεξούσιους των Μεγάλων Δυνάμεων, ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι με τους πολεμιστές της Στερεάς Ελλάδας, καθώς δεν ήταν άνδρες της κυβέρνησης αλλά επαναστατημένοι ντόπιοι πληθυσμοί!
Για να εξαργυρωθεί όμως η διπλωματική ευστροφία του Καποδίστρια, έπρεπε να υπάρξουν και στρατιωτικές επιτυχίες στο πεδίο της μάχης. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, επικεφαλής των στρατιωτικών δυνάμεων στην Αττική, είχε κατορθώσει ως τις αρχές Μαΐου 1829, να εκδιώξει τους Τούρκους από όλα τα στρατηγικά σημεία της περιοχής, εκτός από την Αττική και τη Θήβα.
Στην Ανατολική Στερεά πάντως, ο αγώνας ήταν πιο δύσκολος, καθώς οι Τούρκοι μπορούσαν να φέρουν εύκολα ενισχύσεις από το Ζητούνι (Λαμία) ή ακόμα κι από τη Λάρισα. Την Εύβοια, την κατείχε ο φοβερός Ομέρ πασάς, ο οποίος μπορούσε ανά πάσα στιγμή να εκστρατεύσει εναντίον της Αττικής και της Βοιωτίας. Το ελληνικό ναυτικό εξάλλου, δεν μπορούσε να δράσει με ευκολία στην Α. Στερεά. Ο Καποδίστριας, έδωσε εντολή στον Δ. Υψηλάντη, να στείλει 1.000 άνδρες του απέναντι από το κάστρο του Καράμπαμπα της Χαλκίδας, στη βοιωτική πλευρά, για να εμποδίσουν τυχόν επιδρομές των Τούρκων της Εύβοιας σε Αττικοβοιωτία. Ο Υψηλάντης όμως, δεν υπάκουσε και, ενισχυμένος κι από το ιππικό του Χατζηχρήστου, επιχείρησε να καταλάβει την ερειπωμένη Θήβα. Η επιχείρηση αυτή που κράτησε αρκετούς μήνες, παραλίγο να αποβεί μοιραία για τα υπόλοιπα εδάφη που είχαν απελευθερωθεί ως τότε…
Στην περιοχή της Θήβας, υπήρχαν 1.500 Τούρκοι πεζοί και 200 ιππείς, στο Πυρί, τους Αγίους Θεοδώρους και τον Πύργο.
Ο Υψηλάντης, κατέλαβε τον Ανηφορίτη κοντά στον Καράμπαμπα, για να διακόψει κάθε επικοινωνία ανάμεσα σε Εύβοια και Θήβα, ενώ έστειλε τον Βάσσο στην Αττική για να εμποδίσει πιθανή άφιξη εχθρών από εκεί στη Θήβα. Τη νύχτα της 18ης Μαΐου, κατέλαβε με 700 άνδρες τα ερείπια της Θήβας, ενώ στις 21 Μαΐου, υπήρξε συμπλοκή μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στο Πυρί, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Από τότε, ακολούθησαν αψιμαχίες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στην περιοχή, χωρίς κάποια συγκλονιστική εξέλιξη. Έτσι, όταν ο Υψηλάντης μπήκε στη Θήβα, ο Βάσσος στρατοπέδευσε στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη μεταξύ Χασιάς και Μενιδίου. Με 300 πεζούς κατέβηκε στην πεδιάδα και τοποθέτησε τους άνδρες του σε ενέδρα. Ο ίδιος, με μερικούς καβαλάρηδες κινήθηκε προς το Μενίδι. Εκεί συνάντησε 200 πεζούς Τούρκους και λίγους ιππείς. Στις μάχες που ακολούθησαν, οι Τούρκοι, που είχαν και τη βοήθεια από τη φρουρά της Αθήνας, υποχώρησαν άπρακτοι έχοντας πολλές απώλειες. Στις συγκρούσεις ως τις αρχές Αυγούστου, είχαν σκοτωθεί περίπου 1.000 και πολύ λιγότεροι Έλληνες.
Οι Τούρκοι, ζήτησαν τότε να αποχωρήσουν και οι μεν και οι δε από τη Θήβα και να αποφασίσουν για την τύχη της περιοχής οι Μεγάλες Δυνάμεις. Ο Δ. Υψηλάντης, απέρριψε πολύ σωστά την πρόταση, γιατί οι Τούρκοι που κατείχαν τη γειτονική Αττική θεωρούνταν κύριοι και της Θήβας, άρα η βοιωτική πόλη θα «πήγαινε» σε τουρκικά χέρια.
Η ανταρσία των Ελλήνων στρατιωτών
Στο μεταξύ, από τα τέλη Ιουλίου και τις αρχές Αυγούστου, υπήρχε ένα διογκούμενο κύμα διαμαρτυρίας των Ελλήνων στρατιωτών, οι οποίοι διαμαρτύρονταν για την καθυστέρηση της καταβολής των μισθών τους και την ποιότητα του σιτηρέσιου. Ο Κασομούλης, τονίζει χαρακτηριστικά ότι κάθε 8 μέρες έφτανε στο στρατόπεδο εφοδιοπομπή φέροντας «από τον πλέον κατωτέρας ποιότητος σίτον άθλιον και πικρόν». Το γεγονός της καθυστέρησης της καταβολής των μισθών, το εκμεταλλεύθηκε και η αντιπολίτευση που διέδιδε ότι τα στρατεύματα της Δυτικής Στερεάς υπό τον Αυγουστίνο Καποδίστρια, είχαν πάρει μισθούς 6 μηνών! Αυτό έκανε τον Υψηλάντη να διαμαρτυρηθεί έντονα στον Καποδίστρια (2 Αυγούστου). Ο Κυβερνήτης, κατέβαλε προσπάθειες για να λύσει τα προβλήματα που είχαν δημιουργηθεί. Στις 7 Αυγούστου ο Δ. Υψηλάντης και υψηλόβαθμοι αξιωματικοί του, βρισκόταν στη σκηνή του, συζητώντας για τις επόμενες κινήσεις τους.
Ξαφνικά, πολλοί στρατιώτες εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και συγκεντρώθηκαν εκεί. Άρχισαν να διαμαρτύρονται φωνάζοντας ότι οι αρχηγοί τους «δεν φροντίζουν δια τους μισθούς των, μόνο καταγίνονται εις ματαιοπονίας και συμβιβασμούς. Σύντομα, η αγανάκτηση γενικεύθηκε και όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Κασομούλης: «Παρουσιασθέντες όλοι, μ’ένα λίθον εις τας χείρας, ρίπτοντες αυτόν κάτω, έμπροσθεν της σκηνής του Στρατάρχου, εφώναζον: - Ανάθεμα όποιος καθίσει το βράδυ εις Θήβας!». Οι στασιαστές έφερναν κι ένα Ευαγγέλιο στο οποίο ορκίζονταν, ενώ οι πέτρες του αναθέματος σχημάτισαν ένα μικρό λόφο!
Ο Υψηλάντης και οι συνεργάτες του αιφνιδιάστηκαν. Πριν προλάβουν να κάνουν οτιδήποτε, οι στρατιώτες είχαν διασκορπιστεί προς τον Κιθαιρώνα και την Ελευσίνα, εγκαταλείποντας κανόνια, εφόδια και, μερικοί, ακόμα και τα όπλα τους! Ο Υψηλάντης έξαλλος, δεν ήθελε να φύγει προτιμώντας να αιχμαλωτιστεί ή να σφαγεί από τους Τούρκους «προς καταισχύνην του στρατού». Οι επιτελείς του μετά βίας κατάφεραν να τον πείσουν να φύγει και «να σωθεί δια την αγάπην της πατρίδος». Ακολουθούμενος από τον Ιθακήσιο αγωνιστή Διονύσιο Ευμορφόπουλο, τον Βορειοηπειρώτη οπλαρχηγό Σπυρομήλιο και τον Στερεοελλαδίτη καπετάνιο Ιωάννη Ρούκη, έφτασε στον αυχένα της Κάζας στον Κιθαιρώνα, όπου κατόρθωσε να συγκρατήσει, 600-700 αξιωματικούς και στρατιώτες. Οι υπόλοιποι έτρεχαν προς τα Κούντουρα και τη Σαλαμίνα (στη Μονή Φανερωμένης βρισκόταν η έδρα του Γενικού Φροντιστηρίου) «υβρίζοντες και Κυβερνήτην και Στρατάρχην και Θεόν και Διάβολον».
Η διάλυση του στρατοπέδου του Υψηλάντη, είχε σαν αποτέλεσμα οι Δ’ και Ε’ χιλιαρχίες των Δυοβουνιώτη και Κριεζώτη καθώς και τα υπόλοιπα τμήματα του στρατοπέδου του Ανηφορίτη, να αναγκαστούν να αποχωρήσουν προς τη Λοκρίδα, ενώ δύο μέρες αργότερα η ΣΤ’ χιλιαρχία του Μαυροβουνιώτη υποχώρησε από τον Άγιο Ιωάννη της Χασιάς στην Ελευσίνα.
Και όπως αναφέρει επιγραμματικά ο Κασομούλης: «Ούτως αμείφθησαν όλαι αι αιματοβαφείσαι θέσεις άνευ τινός κινδύνου και η Ανατολική Ελλάς πάλιν εφαίνετο το παιχνίδι της τύχης του πολέμου».
Ευτυχώς οι Τούρκοι που κατείχαν θέσεις γύρω από τη Θήβα, δεν καταδίωξαν τους Έλληνες που αποχώρησαν, είτε γιατί δεν είχαν ικανή διοίκηση είτε γιατί δεν αντιλήφθηκαν την πλήρη διάλυση του στρατοπέδου του Υψηλάντη.
Ο Ασλάν Μπέης από τη Λάρισα στην Αθήνα – Αναστάτωση από τη διάλυση του στρατοπέδου του Υψηλάντη
Στο μεταξύ, η τουρκική διοίκηση στη Λάρισα, πήρε εντολή από την Πύλη, να συγκεντρώσει όσο το δυνατόν περισσότερα τμήματα τακτικού στρατού, ώστε να σταλούν στο μέτωπο του Ρωσοτουρκικού Πολέμου. Αυτό έπρεπε να γίνει, χωρίς να εγκαταλειφθούν οι τουρκικές θέσεις στη Στερεά Ελλάδα. Έτσι, στάλθηκε από τη Λάρισα στην Αθήνα ο Ασλάν μπέης Μουχουρδάρης, Τουρκαλβανός αρχηγός, επικεφαλής 1.500 ανδρών (κατά τον Τρικούπη) ή 4.000 ανδρών (κατά τον Κασομούλη). Ήταν αρχές Σεπτεμβρίου 1829. Ο Ασλάν, βρίσκοντας αφύλακτες τις Θερμοπύλες, τις οποίες είχε εγκαταλείψει ο οπλαρχηγός Τσάνης Καρατάσος, προχώρησε από το Ζητούνι (Λαμία) προς τη Λιβαδειά και τη Θήβα και έφτασε ανενόχλητος στην Αθήνα.
Η είδηση της διάλυσης του στρατοπέδου της Θήβας και της καθόδου του Ασλάν μπέη στην Αθήνα, προκάλεσε μεγάλη ταραχή στους πληρεξούσιους της Δ’ Εθνικής Συνέλευσης του Άργους που μόλις είχε τελειώσει τις εργασίες της.
Προκλήθηκαν σοβαρές ανησυχίες για την τύχη της Στερεάς Ελλάδας. Ο Καποδίστριας, αντέδρασε άμεσα και ψύχραιμα. Έστειλε πρώτα στη Σαλαμίνα τον Ανδρέα Μεταξά, αρμόδιο επί των Στρατιωτικών του Γενικού Φροντιστηρίου για να εξετάσει την κατάσταση. Λίγες μέρες αργότερα, του υπαγόρευσε τα μέτρα που έπρεπε να πάρει. Του ζήτησε να μάθει τους πραγματικούς λόγους της «ανταρσίας» των στρατιωτών, να φροντίσει για την πληρωμή των μισθών μιας τριμηνίας και την καταβολή του σιτηρεσίου για έξι μήνες και να πείσει τον Δ. Υψηλάντη «να επισυνάξει το στράτευμα και να το τάξει σκεπαστικώς προς Λεβάδειαν» (16 Αυγούστου).
Η ανασυγκρότηση των ελληνικών δυνάμεων
Από την άλλη πλευρά, η θέση των Τούρκων δεν ήταν τόσο ευνοϊκή όσο φαινόταν. Ο Ασλάν μπέης, μπήκε ανενόχλητος στην Αθήνα, ανεφοδίασε τη φρουρά της πόλης και συγκέντρωσε τα υπόλοιπα στρατιωτικά τμήματα της Αττικής για να τα οδηγήσει στη Λάρισα. Μπορεί οι ελληνικές δυνάμεις να είχαν διαλυθεί, ήταν όμως ουσιαστικά άθικτες και καθώς η βάση της Σαλαμίνας ήταν κοντά, ανασυντάχθηκαν γρήγορα. Επίσης, σύντομα, οι Δ’ και Ε’ χιλιαρχίες των Καρατάσου και Σκουρτανιώτη βρέθηκαν στα νώτα του και η Κεντρική Στερεά βρισκόταν στα χέρια των Ελλήνων.
Ο Υψηλάντης, ενθαρρυνόμενος από τους επιτελείς του και όσους είχαν μείνει μαζί του, ακολούθησε τον δρόμο από τα Βίλια και τη Δόμβραινα και οχυρώθηκε στο στενό του Ζεμενού και το Δίστομο όπου ήδη είχε φθάσει ο Σκουρτανιώτης. Παράλληλα, με αποστολή αγγελιοφόρων στις γύρω περιοχές όπου παρέμεναν αδρανείς αρκετοί πολεμιστές, κάνοντας εκκλήσεις στη φιλοτιμία και τον πατριωτισμό τους, τους ζητούσε να επιστρέψουν. Ταυτόχρονα, ο Κριεζώτης με την Ε’ Χιλιαρχία στρατοπέδευσε στο Στεβενίκο, ενώ όσοι είχαν καταφύγει στη Σαλαμίνα, αφού πληρώθηκαν ξεκίνησαν στις 13 Αυγούστου άλλοι μέσω ξηράς και άλλοι μέσω θαλάσσης (από την Περαχώρα και τα Στραβά) να συναντήσουν τον Υψηλάντη. Συγκεντρώθηκαν στη Δόμβραινα και από εκεί, όλοι κατευθύνθηκαν στο χωριό Κουτουμουλάς (σημ. Κορώνεια) της Βοιωτίας, όπου είχε στρατοπεδεύσει ο Υψηλάντης. Έτσι, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, συγκεντρώθηκαν 3.000-3.500 πολεμιστές, αποφασισμένοι να διορθώσουν τα λάθη που είχαν κάνει τον τελευταίο καιρό.
Οι ελληνικές δυνάμεις, αποτελούνταν από τη φρουρά του Υψηλάντη με επικεφαλής τον Σπρομήλιο, τα σώματα του Ευμορφόπουλου και του Σκουρτανιώτη, τη Β’ Χιλιαρχία του Χριστόδουλου Χατζηπέτρου, τμήμα της Γ’ Χιλιαρχίας με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Γιαννάκη Στράτο, τμήμα της Ζ’ Χιλιαρχίας υπό τον Τόλιο Λάζο, τη Δ’ Χιλιαρχία με επικεφαλής τον Γεώργιο Δυοβουνιώτη και το σώμα του Σουλιώτη οπλαρχηγού Ιωάννη Μπαϊρακτάρη.
Όσο για το πώς αντέδρασε ο Υψηλάντης όταν είδε τους στρατιώτες να επιστρέφουν; Τα όσα γράφει ο Κασομούλης, είναι χαρακτηριστικά: «Η οργή του Στρατάρχου εφαίνετο και εις τα κλαριά ζωγραφισμένη»…
Η μάχη της Πέτρας
Στις 28 Αυγούστου, ο Υψηλάντης εγκατέστησε το στρατηγείο του στη μονή του Αγίου Νικολάου πάνω από τα στενά της Πέτρας, απ’ όπου θα περνούσαν υποχρεωτικά οι Τούρκοι κατά την επιστροφή τους από την Αθήνα. Η Πέτρα, βρίσκεται μεταξύ Θήβας και Λιβαδειάς και ήταν η καταλληλότερη τοποθεσία για την αντιμετώπιση των Τούρκων.
Πριν την αποξήρανση της Κωπαΐδας, τα νερά της λίμνης έφθαναν ως τον βράχο (γι’ αυτό και ονομαζόταν Πέτρα) και άφηνε μόνο ένα στενό πέρασμα. Την οχύρωση της τοποθεσίας, την ανέθεσε ο Υψηλάντης στον πεντακοσίαρχο Κούστια Μάκου που φρόντισε να χτιστούν οχυρώματα στις κατάλληλες θέσεις. Κατασκευάστηκαν συνολικά έξι οχυρώματα, που περιγράφει λεπτομερώς ο Κασομούλης στα «Ενθυμήματα». Δεν θεωρούμε σκόπιμο να τα αναφέρουμε εδώ αναλυτικά. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι η τοποθεσία είχε οργανωθεί αμυντικά σε όλο της το πλάτος και σε αρκετό βάθος και μάλιστα σε δυο γραμμές άμυνας. Το ηθικό των στρατιωτών, βρισκόταν σε άριστη κατάσταση και όλοι είχαν συνειδητοποιήσει την κρισιμότητα των στιγμών.
Μετά από εκνευριστική αναμονή 12 ημερών, το απόγευμα της 10ης Σεπτεμβρίου, φάνηκε να πλησιάζει προς την Πέτρα ο τουρκικός στρατός, με επικεφαλής τον Οσμάναγα Ουτσιάκαγα, αρχηγό των τακτικών στρατευμάτων της Αττικής και τον Ασλάν μπέη. Όπως γράφει ο Κασομούλης: «Εφαίνετο μεταξύ των θάμνων τόσο πολυάριθμος, ώστε εις τους οφθαλμούς του στρατού επαρουσιάζετο ότι ήθελεν μας καταπατήσει και διαβεί. Όλων η καρδία κτυπούσεν συλλογιζόμενοι ότι δυσκόλως έμελλε να ανθέξουν εις το πλήθος τούτο, αμιλλώμενοι και ενθαρρυνόμενοι ένας τον άλλον να βαστάξουν την γενικήν ταύτην μάχην από την οποίαν εκρέμετο η τύχη της Στερεάς Ελλάδος, αποφάσισαν να απεθάνουν και να μην υποχωρήσουν εις την προσβολήν».
Ο Κασομούλης, γράφει ότι η δύναμη των Τούρκων ήταν 8.000 άνδρες (4.500 τακτικοί Τούρκοι στρατιώτες και 3.500 Τουρκαλβανοί άτακτοι) ενώ ο Τρικούπης τους περιορίζει σε 5.000.
Περιφρονώντας τις ελληνικές δυνάμεις, επειδή κόντευε να νυχτώσει, οι Τούρκοι στρατοπέδευσαν κοντά στα ελληνικά οχυρώματα, ανάμεσα στην Πέτρα και του χωριού Βρασταμίτες και παρέμειναν αδρανείς την επόμενη μέρα.
Εν τω μεταξύ, πρέπει να σημειώσουμε, ότι ο Κριεζώτης με την Ε’ Χιλιαρχία από το Στεβενίκο και ο Καρατάσος με το σώμα του από την Άμπλιανη, επειδή είχαν δυσαρεστηθεί με τον Υψηλάντη, δεν ανταποκρίθηκαν στις εκκλήσεις του. Ο Κριεζώτης όμως, την τελευταία στιγμή, όταν πληροφορήθηκε την άφιξη των τούρκων, έσπευσε με την Ε’ Χιλιαρχία του στην Πέτρα…
Καθώς στις 11 Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι παρέμεναν αδρανείς, οι Έλληνες βρήκαν την ευκαιρία να ενισχύσουν τα αδύνατα σημεία των οχυρωμάτων τους. Τα χαράματα της 12ης Σεπτεμβρίου, το σύνολο των τουρκικών δυνάμεων κινήθηκε εναντίον των ελληνικών θέσεων. Παράλληλα, 300 πεζοί και μερικοί ιππείς, κατέλαβαν το χωρίο Βρασταμίτες για να καλύψουν τα νώτα των επιτιθεμένων.
Οι Τούρκοι, παρά τα πυκνά πυρά, έφθασαν στο οχύρωμα 1 του Χατζηπέτρου και ετοιμάζονταν να το καταλάβουν. Τις κρίσιμες εκείνες στιγμές, 700 Έλληνες υπό τους Δυοβουνιώτη, Ιωάννη Μαμούρη, Κριεζώτη και Ψαροδήμο (αγωνιστή του 21 από τον Όλυμπο), επιτέθηκαν με μανία εναντίον των Τούρκων και τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν από το οχύρωμα. Οι Αλβανοί, που είχαν εισβάλλει στο οχύρωμα 2, έχοντας επικεφαλής τον Ασλάν μπέη (Σπυρίδων Τρικούπης), δέχτηκαν κι αυτοί σφοδρή επίθεση από ελληνικές δυνάμεις και υποχώρησαν, ενώ ο Σπυρομήλιος με το σώμα του, έδιωξε τους Τούρκους απ’ τους Βρασταμίτες.
Οι Έλληνες επικράτησαν ολοκληρωτικά στο πεδίο της μάχης. 100 Τούρκοι νεκροί και εκατοντάδες τραυματίες ήταν ο απολογισμός της δίωρης σύγκρουσης. Από την άλλη πλευρά, αναφέρονται 3 Έλληνες νεκροί και 12 τραυματίες (έγγραφο του Δ. Υψηλάντη προς τον Καποδίστρια στις 16 Σεπτεμβρίου). Ωστόσο, ο αριθμός αυτός φαίνεται μικρός.
Ο Ασλάν μπέης, κατάλαβε ότι δεν είχε νόημα να συνεχίσει τη μάχη. Έπρεπε να φτάσει στη Λάρισα όσο πιο γρήγορα γινόταν και χωρίς άλλες απώλειες. Έτσι αποφάσισε να διαπραγματευτεί με τον Υψηλάντη για να μπορέσει να περάσει από την περιοχή. Ούτε ο Υψηλάντης, ούτε ο Ασλάν μπέης όμως, γνώριζαν ότι στις 2 Σεπτεμβρίου είχε τερματιστεί ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος (Συνθήκη Αδριανούπολης)…
Η Συνθήκη Ελλήνων και Τούρκων στην Πέτρα, μετά από πολύωρες διαβουλεύσεις, υπογράφτηκε τη νύχτα της 13ης προς 14η Σεπτεμβρίου 1829 και τηρήθηκε ευλαβικά. Η αποχώρηση του τουρκικού στρατού, σηματοδότησε την απελευθέρωση της Στερεάς Ελλάδας. Έμειναν μόνο οι τουρκικοί θύλακες της Αθήνας, της Εύβοιας και της βοιωτικής ακτής της Χαλκίδας, αλλά πλέον, δεν μπορούσαν ν’ ανατρέψουν την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί.
Η σημασία της νίκης στην Πέτρα – Επίλογος
Η μάχη της Πέτρας, ήταν η τελευταία του Αγώνα. Με τη Συνθήκη που υπογράφτηκε, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τη Στερεά Ελλάδα οι τελευταίες αλλά ισχυρές τουρκικές δυνάμεις. Για πρώτη και μοναδική φορά μάλιστα, επίλεκτη τουρκική δύναμη υποχρεώθηκε να συνθηκολογήσει στο πεδίο της μάχης.
Το κείμενο της συνθηκολόγησης, αποτέλεσε ολοφάνερη απόδειξη της επικράτησης των Ελλήνων στη Στερεά Ελλάδα και χρησιμοποιήθηκε έντεχνα από τον Καποδίστρια στις επαφές του με τους διπλωμάτες των Μεγάλων Δυνάμεων για τη χάραξη των συνόρων του νέου ελληνικού κράτους.
Σημαντικό ρόλο, έπαιξε η παρέμβαση του Κυβερνήτη για τον τερματισμό της ανταρσίας των πολεμιστών. Ο Δημήτριος Υψηλάντης, έστω και στο παρά ένα, αναλογιζόμενος ίσως και το «βαρύ» όνομα της οικογένειάς του, ανέκτησε το θάρρος του και αντιμετώπισε τους Τούρκους στην Πέτρα. Οι στρατιωτικοί και διπλωματικοί του χειρισμοί εκείνο το διήμερο του 1829 στη Βοιωτία, κατέδειξαν τις ικανότητές του, που μάλλον δεν είχαν την αναγνώριση που άξιζαν. Τελείωσε έτσι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αυτό που άρχισε 8,5 χρόνια πριν ο αδελφός του Αλέξανδρος στις παραδουνάβιες ηγεμονίες…
ΠΗΓΕΣ: «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΘΝΟΥΣ», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, τόμος ΙΒ’
ΝΙΚΟΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ, «1821, ΟΙ ΜΑΧΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, εκδόσεις HISTORICAL QUEST, 2016
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ», εκδόσεις ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ – Α. Α. ΛΙΒΑΝΗ
Μιχάλης Στούκας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ