Αυτή ακριβώς είναι η ειδοποιός διαφορά που γεννάει ελπίδες και χάρη σε αυτήν η όλη διαδικασία έχει αποκτήσει ξανά ενδιαφέρον, σε μια υπόθεση, η οποία ειδάλλως θα απασχολούσε μόνον κάποιους καφενόβιους επαγγελματίες της πολιτικής, κινούμενους μεταξύ φθοράς, αφθαρσίας και αλκοολισμού. Ολες οι προηγούμενες απόπειρες ξεκινούσαν από κάτω προς τα πάνω και αυτό ήταν η αιτία της αποτυχίας του. Ο χώρος –δεν σας λέω τίποτε καινούργιο– έχει μια παράδοση να πελαγοδρομεί σε ατέρμονες θεωρητικές συζητήσεις.
Οποιος δεν έχει καταλάβει τη σημασία της συγκεκριμένης διαφοράς, υποθέτω ότι θα δυσκολεύεται να καταλάβει και πολύ απλούστερα πράγματα. Φέρ’ ειπείν, ότι είναι πολύ παρακινδυνευμένο να προσπαθήσεις να βάλεις την αλυσίδα στη θέση της ενώ το ποδήλατο είναι εν κινήσει. Δεν το είπα συμπτωματικά αυτό· ο ΓΑΠ δεν κατάλαβε. Το ΚΙΔΗΣΟ ανακοίνωσε χθες ότι δεν θέλει να διαλυθεί και, επομένως, μάλλον δεν θα μετάσχει επισήμως στη διαδικασία. Αντιθέτως, ο Σταύρος Θεοδωράκης το έχει αντιληφθεί πλήρως και το υποστηρίζει ενθέρμως.
Το δεύτερο μεγάλο ερώτημα της διαδικασίας αφορά τον σκοπό της επιχειρούμενης ενοποίησης: ποιος θα κυβερνήσει αυτή τη χώρα μετά τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, για να το πω απλά. Επομένως, το θέμα αν ο νέος φορέας θα συνεργασθεί με τη Ν.Δ. ή όχι είναι απολύτως ουσιώδες και κανένας υποψήφιος δεν έχει την πολυτέλεια να το παρακάμπτει· οφείλει να έχει μια απάντηση κατά το δυνατόν σαφή. Στη χθεσινή συνέντευξή του με τον Π. Τσίμα, ο Σταύρος δεν είχε απάντηση ή, μάλλον, είχε τη λάθος απάντηση. Το σωστό ερώτημα, υποστήριξε, δεν είναι με ποιον θα κυβερνήσουμε, αλλά γιατί να κυβερνήσουμε· και συνέχισε με τις γνωστές πομφόλυγες που χρησιμοποιούν οι πολιτικοί για τους ίδιους σκοπούς που χρησιμοποιούν οι σουπιές το μελάνι τους.
Με όλο τον σεβασμό μου (τον νεοαποκτηθέντα έστω) στον Σταύρο, η σκέψη του έχει μια σοβαρή αντίφαση. Το γιατί πρέπει να κυβερνήσει, ως απάντηση στην ερώτηση με ποιον θα κυβερνήσει, επαναφέρει τη συζήτηση στο αρχικό ερώτημα, αν δηλαδή πρέπει η διαδικασία ενοποίησης να είναι από πάνω προς τα κάτω ή αντιστρόφως. Δεν μπορεί, λοιπόν, να απαντά σε ένα ερώτημα με ένα άλλο, το οποίο μάλιστα έχει απορρίψει μόλις προηγουμένως.
Ωστόσο, τον καταλαβαίνω· διότι φαίνεται ότι όλη η διαδικασία εκλογής γίνεται υπό τον φόβο της Αριστεράς και των ευαισθησιών της. Εκτίθεται όποιος τολμήσει να ταχθεί ανοικτά υπέρ τής –υπό όρους, εννοείται– συνεργασίας με τη Ν.Δ. Ετσι, οι ρεαλιστές υποψήφιοι προσαρμόζονται στην κρατούσα πολιτική ορθότητα και καταντούν ανούσιοι, ενώ οι άλλοι μπαίνουν στο παιχνίδι με το πλεονέκτημα της ιδεολογικής ακαμψίας τους. Αν η διαδικασία δεν ξεφύγει από αυτό το πλαίσιο αριστερού καθωσπρεπισμού, δεν υπάρχει περίπτωση να προσελκύσει ικανοποιητικό αριθμό ψηφοφόρων, ώστε το αποτέλεσμα να έχει πολιτική βαρύτητα. Θα είναι μια από τα ίδια και θα είναι πολύ κρίμα.
Ιδεώδης επιλογή
Οταν η Μελίνα η Μερκούρη έγινε υπουργός Πολιτισμού το 1981, έβγαλε λόγο στους υπαλλήλους και τους προέτρεψε να της μιλούν με θάρρος και παρρήσια (sic). Οι πάντες αντελήφθησαν τον παρατονισμό – το υπουργείο Πολιτισμού έχει μορφωμένους υπαλλήλους, ενίοτε μάλιστα και μορφωμένους υπουργούς. Αντέδρασε, όμως, μόνο μία νεαρή αρχαιολόγος, φρέσκια από τις σπουδές της στη Σορβόννη, που φώναξε από το βάθος: «Και με Λονδίνα! Και με Λονδίνα!». Ηταν η Ασπασία Λούβη, η μέχρι πρότινος πρόεδρος του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων, που επαύθη από την υπουργό περί τα μέσα Αυγούστου.
Το έχει αυτό η κ. Λούβη – το φιλότιμο, θα το έλεγα, να μην ανέχεσαι την απάτη. Και φάνηκε στην εξαιρετική συνέντευξη που έδωσε την περασμένη Κυριακή στη Γιούλη Επτακοίλη της «Κ». Αξίζει πραγματικά να τη διαβάσετε, για να αντιληφθείτε πώς τα οργανωμένα μικροσυμφέροντα (συνδικαλιστές κ.ά.) εκμεταλλεύονται τον πλούτο της χώρας προς όφελός τους και, συγχρόνως, εμποδίζουν τη μεγιστοποίηση και την αξιοποίησή του υπέρ του Δημοσίου. Επίσης, για την ασυνήθιστη ενάργεια και ευθύτητα του λόγου της κ. Λούβη.
Τρία συμπεράσματα έβγαλα εγώ από την προσεκτική ανάγνωση του κειμένου. Πρώτον, ότι η κ. Λούβη έχει (μεταφορικώς, εννοείται) cojones. Δεν φοβάται να τα βάλει με κυκλώματα που λυμαίνονται τον πλούτο του Δημοσίου. Οχι απλώς τα καταγγέλλει, τα περιγράφει με το όνομά τους. Δεύτερον, από τις απαντήσεις που δίνει σχετικώς με τις καθυστερήσεις που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του ΤΑΠ (π.χ. ηλεκτρονικό εισιτήριο), προκύπτει ότι μπορεί να αναλαμβάνει τις ευθύνες της και να έχει σαφείς εξηγήσεις. Τρίτον, έχει πλήρη αντίληψη της λειτουργίας του συνολικού μηχανισμού του υπουργείου Πολιτισμού και, γι’ αυτό, μπορεί να έχει προτάσεις για λύσεις, λογικές και εφικτές. Ολα αυτά μαζί σημαίνουν ότι η κ. Λούβη είναι ιδεώδης επιλογή για υπουργό Πολιτισμού. Από οποιαδήποτε κυβέρνηση.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ