Του Βασίλη Γεώργα
Ο φετινός Αλέξης Τσίπρας δεν έχει καμία σχέση με τον ριζοσπάστη Αλέξη του 2014, πόσο μάλλον με τον επικίνδυνο Πρωθυπουργό του 2015 ή τον αγχωμένο εαυτό του το 2016 όταν πάσχιζε ηττημένος από το τρίτο μνημόνιο να κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση.
Φέτος ο Αλέξης εμφανίζεται ως επίδοξος «φιλελεύθερος ηγέτης» ενός κόμματος που το ίδιο έχει αποσβολωθεί και δυσκολεύεται να παρακολουθήσει τη νέα, οβιδιακού τύπου, μεταμόρφωση του αρχηγού του ο οποίος δεν έχει κανέναν φραγμό να φλερτάρει ταυτόχρονα τόσο με τη σοσιαλδημοκρατία όσο και με την λαϊκίστικη Δεξιά. Η προσπάθεια του Πρωθυπουργού να αναβαπτίσει ιδεολογικά τον Πάνο Καμμένο ως εκπρόσωπο «πατριωτικής κεντροδεξιάς» και να εξιλεωθεί για την κυβερνητική συνεργασία με τους ΑΝΕΛ, είναι από μόνη της αρκετή για να ισοπεδώσει όλο αυτό το αφήγημα.
Αυτό, όμως, δεν αλλάζει τον στόχο του. Με την ίδια ευκολία που κάποτε έσκιζε τα μνημόνια και έπειτα μάζευε κομμάτι - κομμάτι τα χαρτιά για να τα μονογράψει, σήμερα ο Πρωθυπουργός όχι μόνο αποκηρύσσει το αριστερίστικο παρελθόν του, αλλά ενδύεται τον μανδύα του φιλελεύθερου σοσιαλδημοκράτη πολιτικού. Ενός δήθεν «left liberal» ηγέτη στα πρότυπα του Macron ο οποίος εμφανίζεται να έχει κατανοήσει τα οφέλη της καπιταλιστικής ανάπτυξης και των μεταρρυθμίσεων, καλωσορίζει τις επενδύσεις από όπου και αν προέρχονται, υπόσχεται μειώσεις φόρων, απεγκλωβισμό από τα μνημόνια και φλερτάρει δημόσια με τον επιχειρηματικό κόσμο ακόμη και αν χρειάζεται να παραγνωρίσει τις διαχωριστικές γραμμές μεταξύ της εδραιωμένης ή αναδυόμενης νέας διαπλοκής, και της υγιούς και ανταγωνιστικής επιχειρηματικότητας.
Ένα ερώτημα είναι ποιος τον πιστεύει και ποιος τον εμπιστεύεται. Οι αντίπαλοί του ισχυρίζονται πως η προσπάθεια του να μετακινηθεί βίαια και να επιχειρήσει να διεμβολίσει τον πολιτικά και οικονομικά φιλελεύθερο κεντρώο χώρο παίζοντας άλλοτε στο γήπεδο της κεντροαριστεράς και άλλοτε της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη, προδίδει καιροσκοπισμό. Και αποκαλύπτει παράλληλα μια στρατηγική αναγκαστικής πολιτικής μετάλλαξης που εδράζεται στην αντίληψη ότι η δική του «αριστερή» δεξαμενή αδειάζει επικίνδυνα και συνεπώς δεν έχει άλλη επιλογή από το να ψαρέψει ψήφους σε θολά νερά.
Ένας τρόπος για να ξεφύγει κανείς από το κακό παρελθόν του είναι να υποσχεθεί ένα καλύτερο μέλλον. Ο ίδιος και οι συνεργάτες του θεωρούν πως δεδομένης της ρευστής κατάστασης στο κέντρο του πολιτικού φάσματος μπορεί το κόλπο να πιάσει και η αποκήρυξη του παρελθόντος να λειτουργήσει ως ορθοστάτης για το πολιτικό τους αύριο, αν και εφόσον καταφέρουν να κάνουν τον κόσμο να ελπίζει πως μόνο οι ίδιοι μπορούν να διορθώσουν τη ζημιά που προκάλεσαν.
Το άλλο σημαντικό ερώτημα είναι αν Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούν να πείσουν ότι θα μεταλλαχθούν σε κάτι που δεν ήταν ποτέ.
Φιλελεύθερος δεν γίνεσαι από τη μια μέρα στην άλλη. Προϋπόθεση είναι να το πιστεύεις για να πείσεις. Ο Πρωθυπουργός δεν διστάζει να εκθέσει και το ίδιο του το κόμμα για να το πετύχει, και να διεκδικήσει την εύνοια των ευρωπαίων δανειστών, στη συμβολή των οποίων ελπίζει για να διασωθεί ο ίδιος πολιτικά και μαζί του να διευκολυνθεί η χώρα.
Είναι ο ίδιος ο οποίος ασκεί κριτική στην κεντροαριστερά ότι ψηφίζει αρχηγό χωρίς κόμμα και πρόγραμμα, ενώ ταυτόχρονα περιφέρει πλέον τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ σαν αδειανό πουκάμισο καταγγέλλοντας τους «άλλους» ότι αντιπολιτεύονται ένα κόμμα που δεν υπάρχει πια.
Το γεγονός ότι στην κορυφή της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ υιοθετούν πρότυπα οικονομικού και κοινωνικού φιλελευθερισμού, και προσπαθούν να μιλήσουν τη γλώσσα της αγοράς, δεν σημαίνει ότι το εννοούν ή ότι έχουν τον τρόπο να το κάνουν με επιτυχία.
Προς το παρόν προσπαθούν αλλά δεν έχουν πείσει ότι μπορούν. Η στροφή στην επιχειρηματικότητα δεν γίνεται στα λόγια αλλά με τις πράξεις. Τα παραδείγματα μεγάλων επενδυτικών έργων που βρίσκονται μετέωρα εξαιτίας μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, η άγνοια διαχείρισης της οικονομικής καθημερινότητας και η διαρκής αμφισβήτηση των θεσμών δείχνουν πως βιώνουμε μια ακόμη επικοινωνιακή καταιγίδα.
Η υποτιθέμενη «φιλελεύθερη» μετάλλαξη του Τσίπρα ενόψει των δύσκολων αποφάσεων καθώς οδεύουμε προς το τέλος του τρίτου προγράμματος, είναι το τελευταίο του χαρτί εφόσον δεχτούμε πως όλα τα υπόλοιπα έχουν καεί. Είναι ο τρόπος για να προσπαθήσει να αποδυναμώσει πρόσκαιρα τους αντιπάλους του χορεύοντας στην ίδια πίστα μαζί τους, αλλά και ο ασφαλέστερος δρόμος ώστε να «καλοπιάσει» την Ευρώπη και να ισχυροποιήσει την αντίληψή που έχει ότι η κρίση που βιώνει η Ελλάδα δεν είναι δικό της πρόβλημα για να το λύσει, αλλά ευθύνη των εταίρων που αν αποτύχουν με τη χώρα μας, θα έχουν αποτύχει συνολικά με το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.