31 Δεκεμβρίου 2017

Τι αναφέρει η απόφαση της Επιτροπής Ασύλου για τον Τούρκο αξιωματικό

Διαβάστε το σκεπτικό που περιλαμβάνεται στην 58 σελίδων απόφαση της 3ης Ανεξάρτητης Δευτεροβάθμιας επιτροπής Ασύλου για τον Τούρκο συγκυβερνήτη του ελικοπτέρου Suleyman Ozkaynakci

Σύμφωνα με πληροφορίες του protothema.gr, η 3η  Ανεξάρτητη Δευτεροβάθμια Επιτροπή Ασύλου στην 58 σελίδων απόφασή της αφού καταγράφει λεπτομερέστατα τη διεθνή, Ευρωπαϊκή και  Ελληνική νομοθεσία και νομολογία, περιγραφές και ντοκιμαντέρ των διεθνών μέσων μαζικής ενημέρωσης (BBC, κ.λπ.), καταγράφει επίσης λεπτομερώς τι επικαλούνται διεθνείς οργανισμοί για το καθεστώς που ισχύει στην γείτονα χώρα, τα βασανιστήρια, τους βιασμούς, τις φυλακίσεις, τις εξαφανίσεις, τους εξευτελισμούς, κ.λπ.

Ακόμη, καταγράφει όλο το ιστορικό για το πώς οι 8 Τούρκοι στρατιωτικοί που κατηγορούνται από τον Ταγίπ Ερντογάν σαν πραξικοπηματίες κατέφυγαν στη χώρα μας.   
         
Η απόφαση της 3ης Ανεξάρτητης Δευτεροβάθμιας επιτροπής Ασύλου, μεταξύ των άλλων, αναφέρει: 
-Με την κρινόμενη προσφυγή, ο προσφεύγων Suleyman Ozkaynakci, υπήκοος Τουρκίας, επιδιώκει παραδεκτώς την ακύρωση της υπ' αριθμ. πρωτ. 61477/2016/29-09-2016 απόφασης του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Αττικής, με την οποία απορρίφθηκε η από 19-07-2016 αίτησή του για τη χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
         
-Στο άρθρο 78 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ, βλ. ενοποιημένη απόδοση: EE C 202 της 7ης Ιουνίου 2016, σελ. 47 επ.) του Κεφαλαίου 2 “Πολιτικές σχετικά με τους ελέγχους στα σύνορα, το άσυλο και τη μετανάστευση”, του Τίτλου V “Ο Χώρος Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης”, προβλέπονται τα εξής: «1. Η Ένωση αναπτύσσει κοινή πολιτική στους τομείς του ασύλου, της επικουρικής προστασίας και της προσωρινής προστασίας με στόχο να παρέχεται το κατάλληλο καθεστώς σε οποιοδήποτε υπήκοο τρίτης χώρας χρήζει διεθνούς προστασίας και να εξασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης. Η πολιτική αυτή πρέπει να συνάδει με τη Σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 και με το Πρωτόκολλο της 31ης Ιανουαρίου 1967 περί του καθεστώτος των προσφύγων, καθώς και με άλλες συναφείς συμβάσεις».
         
- Περαιτέρω, στο άρθρο 12 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ορίζεται ότι: «Υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής αποκλείεται από το καθεστώς πρόσφυγα όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρείται ότι:
α) έχει διαπράξει έγκλημα κατά της ειρήνης, έγκλημα πολέμου ή έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, όπως τα εγκλήματα αυτά ορίζονται στις διεθνείς συμβάσεις που έχουν καταρτισθεί με σκοπό τη θέσπιση διατάξεων σχετικών με τα εγκλήματα αυτά
β) έχει διαπράξει σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα εκτός της χώρας ασύλου πριν γίνει δεκτός ως πρόσφυγας, ήτοι πριν από τον χρόνο έκδοσης άδειας διαμονής βασισμένης στην αναγνώριση του καθεστώτος πρόσφυγα. Οι ιδιαίτερα σκληρές πράξεις, έστω και αν διαπράττονται με υποτιθέμενο πολιτικό στόχο, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως σοβαρά μη πολιτικά εγκλήματα
γ) είναι ένοχος πράξεων που αντιβαίνουν προς τους σκοπούς και τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών όπως ορίζονται στο προοίμιο και στα άρθρα 1 και 2 του καταστατικού χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. 3. Η παράγραφος 2 έχει εφαρμογή στα πρόσωπα που είναι ηθικοί αυτουργοί ή συμμετέχουν άλλως στη διάπραξη των εγκλημάτων ή πράξεων που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο». Η εμπεριεχόμενη στο άρθρο 12 ρήτρα αποκλεισμού αποσκοπεί στον αποκλεισμό από το καθεστώς των προσφύγων προσώπων που δεν κρίνονται άξια να τύχουν της προστασίας που αυτά περιλαμβάνουν, καθώς και στη διαφύλαξη του καθεστώτος αυτού από την καταχρηστική λειτουργία του ως μέσου ασυλίας. Προέχων σκοπός της ανωτέρω διάταξης είναι να μην παρέχεται πολιτικό άσυλο ή επικουρική προστασία σε κάποια χώρα σε πρόσωπο που, πριν εισέλθει σε αυτήν, έχει διαπράξει ποινικό αδίκημα σε άλλη χώρα, με αποτέλεσμα κατά τον τρόπο αυτό το εν λόγω πρόσωπο με την υποβολή αιτήματος παροχής ασύλου και τη χορήγηση αυτού να αποφεύγει τελικώς την ποινική του καταδίκη για το ως άνω αδίκημα στην χώρα της διαπράξεως του εγκλήματος (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 9.11. 2010, B και D, C 57/09 και C 101/09, σκέψεις 87 και 96, της 24.6.2014, C-373/13, H.T., σκέψεις 84, 86 και 89). Το βάρος απόδειξης ότι πληρούνται τα κριτήρια του αποκλεισμού φέρουν καταρχήν οι αρμόδιες εθνικές αρχές, ενώ, μεταστροφή του βάρους απόδειξης συντρέχει μόνο στην περίπτωση που ο αιτών είναι ιεραρχικώς ανώτερο μέλος οργάνωσης που διαπράττει τα αναφερόμενα στα προαναφερθέντα άρθρα εγκλήματα (βλ. ΔΕΕ, B και D, C 57/09 και C 101/09, σκέψεις 87 επ.). Στην ρήτρα αποκλεισμού εμπίπτουν, μεταξύ άλλων, περιπτώσεις προσώπων τα οποία έχουν διαπράξει ή για τα οποία υπάρχουν ισχυρές υπόνοιες ότι έχουν διαπράξει σοβαρό αδίκημα του «κοινού ποινικού δικαίου», δηλαδή μη «πολιτικό» έγκλημα («non political crime» κατά τη διατύπωση του αντίστοιχου όρου στο εξίσου αυθεντικό, σύμφωνα με τη Σύμβαση, αγγλικό κείμενό της), συμπέρασμα στο οποίο, η αρμόδια αρχή εξέτασης του κράτους μέλους, όπως προκύπτει από το γράμμα των εν λόγω διατάξεων της οδηγίας, μπορεί να καταλήξει μόνο μετά από αξιολόγηση συγκεκριμένων γεγονότων, τα οποία γνωρίζει, για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Προκειμένου δε να κριθεί ότι ο αιτών άσυλο εμπίπτει στη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 2 θα πρέπει να αξιολογηθεί αν οι πράξεις του καταρχήν συνιστούν έγκλημα με βάση τη διεθνώς παραδεδεγμένη αντίληψη της έννοιας του εγκλήματος (βλ. Raad van State, απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2014, 201208875/1V/1) και επιπροσθέτως, ότι το διαπραχθέν έγκλημα είναι «σοβαρό». Όπως εξάλλου, έχει κριθεί, η έννοια του «σοβαρού εγκλήματος» έχει αυτόνομο διεθνές νόημα και προσδιορίζεται όχι με αναφορά στον εθνικό νόμο της χώρας καταγωγής ή με κριτήριο τη διάρκεια της επιβληθείσας ποινής (UKUT, AH (Algeria) κατά Secretary of State of the Home Department), αλλά κατόπιν αξιολόγησης διάφορων παραγόντων, όπως τα στοιχεία του εγκλήματος, ο τρόπος εκτέλεσης και η ύπαρξη ελαφρυντικών ή επιβαρυντικών περιστάσεων (FCC, Jayasekara κατά Canada (Minister of Citizenship and Immigration), [2009] 4 F.C.R. 164 FCA, 2008 FCA 404). Εξάλλου, όσον αφορά στην εφαρμογή του ειδικού προστατευτικού καθεστώτος της Διεθνούς Συμβάσεως της Γενεύης περί προσφύγων, το εννοιολογικό περιεχόμενο του «πολιτικού» εγκλήματος, (όπως και του «σύνθετου» πολιτικού εγκλήματος ή του «συναφούς» προς πολιτικό έγκλημα- των οποίων, άλλωστε, δεν δίδεται ορισμός στο διεθνές ή στο εθνικό δίκαιο), δεν προσδιορίζεται βάσει κανόνων της οικείας εσωτερικής έννομης τάξης, ως χώρας παροχής ασύλου, αλλά έχει μία αυτόνομη διεθνή έννοια. Κατά τη νομολογία των Δικαστηρίων ως «πολιτικό» έγκλημα, σε αντιδιαστολή προς το έγκλημα του κοινού ποινικού δικαίου, νοείται το έγκλημα που στρέφεται ευθέως κατά της Πολιτείας και τείνει στην ανατροπή ή αλλοίωση της κατά το ισχύον πολίτευμα καθεστηκυίας τάξεως, δηλαδή νοείται μόνο το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας και οι προπαρασκευαστικές πράξεις αυτού, μεταξύ δε της πιθανότητας εκπλήρωσης του επιδιωχθέντος πολιτικού σκοπού και του εγκλήματος πρέπει να υφίσταται αιτιώδης συνάφεια (βλ. FCC, Gil κατά Canada (Minister of Employment and Immigration), [1995] 1 F.C. 508 (C.A.). Ως «σύνθετο» δε πολιτικό έγκλημα ή «συναφές» προς πολιτικό έγκλημα θεωρείται εκείνο που τελεί σε τέτοια συνάφεια προς το πολιτικό έγκλημα, ώστε η προσβολή που επέρχεται σε κάποιο έννομο αγαθό να έχει ως αποτέλεσμα την παρασκευή των μέσων για τη διάπραξη πολιτικού εγκλήματος υπό την προεκτεθείσα έννοια, το οποίο προϋποθέτει ως τελεσθέν. Περαιτέρω, κάθε άλλο έγκλημα το οποίο δεν έχει τέτοιο χαρακτήρα, δεν υπάγεται στις προεκτεθείσες έννοιες εγκλήματος («πολιτικού», «σύνθετου» ή «συναφούς»), έστω και εάν τελέσθηκε από τον δράστη με αφορμή τα πολιτικά φρονήματά του ή τις αρχές του ή προς τον σκοπό τέτοιων επιδιώξεων (βλ. ΣτΕ 1661/2012, πρβλ. την 2661/20.12.2005 απόφαση του Α΄ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών επί της δίκης μελών της Οργανώσεως «17 Νοέμβρη» και την εκεί παρατιθέμενη εκτενή νομολογία του Α.Π. και θεωρία, καθώς και τις σχετικές αναφορές της ίδιας δικαστικής αποφάσεως σε ευρωπαϊκές και διεθνείς συμβάσεις). Περαιτέρω, στις περιπτώσεις που ο αιτών συμμετείχε σε ομάδα προσώπων στην οποία αποδίδεται η τέλεση τρομοκρατικών πράξεων ή άλλων σοβαρών μη πολιτικών εγκλημάτων ή ήταν μέλος οργανώσεως η οποία εφαρμόζει τρομοκρατικές μεθόδους, ο αποκλεισμός από το καθεστώς του πρόσφυγα εξαρτάται από τον κατ’ ιδίαν έλεγχο συγκεκριμένων γεγονότων που παρέχει τη δυνατότητα να διαπιστωθεί αν υφίστανται σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι, στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων του εντός της συγκεκριμένης ομάδας προσώπων ή οργανώσεως, το πρόσωπο αυτό διέπραξε σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα ή ότι είναι ηθικός αυτουργός τέτοιου εγκλήματος ή μετέσχε άλλως στην τέλεση, κατά την έννοια του άρθρου 12 παράγραφος 3 της οδηγίας.  Προκειμένου δε να θεωρηθεί ότι συντρέχουν λόγοι αποκλεισμού του στοιχείου β΄ της παρ. 2 του άρθρου 12 της οδηγίας, πρέπει να είναι δυνατό να καταλογισθεί στον αιτούντα, λαμβανομένων υπόψη των προδιαγραφών αποδείξεως που επιβάλλει η εν λόγω παράγραφος 2, μέρος της ευθύνης για τις πράξεις που τέλεσε η επίμαχη ομάδα προσώπων ή οργάνωση την περίοδο κατά την οποία αυτός ήταν μέλος της. Εξάλλου, για την εκτίμηση, με γνώμονα κριτήρια τόσο αντικειμενικά όσο και υποκειμενικά, του βαθμού της ατομικής ευθύνης του προσώπου αυτού, η αρμόδια αρχή οφείλει, μεταξύ άλλων, να εξακριβώσει την πραγματική φύση της συμμετοχής του αιτούντος στην τέλεση των εν λόγω πράξεων, τη θέση του στο εσωτερικό της ομάδας ή οργανώσεως, το βαθμό της γνώσεως που είχε ή όφειλε να έχει για τις δραστηριότητες της ομάδας, τον ενδεχόμενο εξαναγκασμό που υπέστη ή άλλους παράγοντες ικανούς να επηρεάσουν τη συμπεριφορά του (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 9.11. 2010, B και D, C 57/09 και C 101/09, σκέψεις 87 και 96, της 24.6.2014, C-373/13, H.T., σκέψεις 84,86 και 89, ICTY,  Prosecutor κατά Tadic, Prosecutor κατά Brđjanin, Prosecutor κατά Krajišnik, Court of Appeal of Canada, Bouasla, Ali κατά M.C.I.). Επιπροσθέτως, πρέπει να διερευνηθεί, ιδίως, αν ο αιτών είναι ο φυσικός αυτουργός, αν και σε ποιο βαθμό ενεπλάκη στο σχεδιασμό, στη λήψη αποφάσεων ή στην καθοδήγηση άλλων προσώπων ενόψει της τέλεσης παρόμοιων πράξεων και, τέλος, αν και σε ποιο βαθμό εξασφάλισε σε τρίτους τα μέσα για την τέλεσή τους (βλ. ΔΕΕ, απόφαση της 9.11. 2010, B και D, C 57/09 και C 101/09, σκέψεις 87 και 96, της 24.6.2014, C-373/13, H.T., σκέψεις 84,86 και 89). Τέλος, για την εκτίμηση αν ο αιτών συνέβαλε αποφασιστικά με τις ενέργειές του στην διάπραξη από τρίτους σοβαρών εγκλημάτων, πρέπει να διαπιστωθεί αν αυτός παρείχε εν γνώσει του βοήθεια, φυσική ή ψυχολογική, η οποία είχε ουσιώδη επιρροή στη διάπραξη του εγκλήματος (UKUT, MT κατά Secretary of State of the Home Department, Court de droit d Asyle, judgment of 15 July 2014 (No11016153C).

-Επί της ως άνω αιτήσεως χορήγησης διεθνούς προστασίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 61477/29-09-2016 απόφαση του Περιφερειακού Γραφείου Ασύλου Αττικής, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του προσφεύγοντος, με την αιτιολογία ότι συντρέχουν στο πρόσωπό του λόγοι αποκλεισμού του από το καθεστώς του πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 1 ΣΤ περ. β’ της Σύμβασης του 1951 και το άρθρο 12 παράγραφοι 2 και 3 του π.δ/τος 141/2013 και από το καθεστώς του δικαιούχου επικουρικής προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφοι 1β και 2 του π.δ/τος 141/2013.

Ειδικότερα, κατά τα διαλαμβανόμενα στην απόφαση αυτή: «Υπάρχουν σοβαροί λόγοι ο αιτών άσυλο να θεωρείται ότι προέβη σε διάπραξη σοβαρού μη πολιτικού εγκλήματος στην Τουρκία, και συγκεκριμένα ότι συμμετείχε στην διάπραξη του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 με την υποστήριξη σε σπουδαία (κομβικά) σημεία της Κωνσταντινούπολης με στρατιωτική δύναμη και υλικό πολέμου. Οι παραπάνω πράξεις κρίνεται ότι είναι πράξεις συμμετοχής στο πραξικόπημα, επειδή βοήθησαν στην τέλεσή του καθώς και πράξεις συνενοχής δεδομένου ότι με πράξεις ή παραλείψεις τελέστηκε η απόπειρα του πραξικοπήματος. Οι πράξεις του αιτούντος δεν εμπίπτουν στην έννοια του πολιτικού εγκλήματος καθώς το πλαίσιο και οι πράξεις που διαπράχθηκαν κατά την διάρκεια του πραξικοπήματος ήταν δυσανάλογες του επιδιωκόμενου πολιτικού σκοπού, ήτοι της ανατροπής της δημοκρατικά εκλεγμένης Τουρκικής κυβέρνησης. Συγκεκριμένα, τελέστηκαν τα εγκλήματα της Παράβασης του Συντάγματος με βία και καταναγκασμό, απόπειρα δολοφονίας κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας και έγκλημα κατά του νομοθετικού οργάνου και κατά της κυβέρνησης. Επιπλέον, στη διάρκεια του πραξικοπήματος διαπράχθηκαν: το έγκλημα της δολοφονίας αμάχων πολιτών, της καταστροφής δημόσιων κυβερνητικών κτηρίων και υποδομών και του εκφοβισμού του πληθυσμού.

Επιπρόσθετα είναι σαφές ότι η συμμετοχή του αιτούντος στο εν λόγω πραξικόπημα εμπίπτει στην έννοια της τρομοκρατικής πράξης ως ακολούθως: Σύμφωνα με την επίσημη εφημερίδα E.E. L344 της 28/12/2001 οι «τρομοκρατικές πράξεις» ορίζονται στο άρθρο 1 (3) της Κοινής Θέσης του Συμβουλίου της 27/12/2001 ως μια από τις ακόλουθες εκ προθέσεως πράξεις η οποία, εκ της φύσεώς της ή των συνθηκών της, είναι δυνατόν να προσβάλει σοβαρά χώρα ή διεθνή οργανισμό, όπως ορίζεται ως αξιόποινη πράξη από το εθνικό δίκαιο, όταν ο δράστης τη διαπράττει με σκοπό: i) Να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή ii) Να εξαναγκάσει αδικαιολόγητα μια κυβέρνηση ή έναν διεθνή οργανισμό να εκτελέσουν ή να παραλείψουν οποιαδήποτε πράξη, ή iii) Να αποσταθεροποιήσει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις πολιτικές, συνταγματικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού».
         
-Η εκδίκαση  της  κρινόμενης  αίτησης  έγινε  κεκλεισμένων των θυρών με προφορική ακρόαση του προσφεύγοντος στην τουρκική γλώσσα, με τη συνδρομή πιστοποιημένου διερμηνέα από την ΜΚΟ Μετάδραση (κωδικός διερμ. Σ47-585), παρουσία των πληρεξουσίων δικηγόρων του Αικατερίνης Δρακοπούλου, Μαρίας Σπηλιωτακάρα, Κλοτίλδης –Στεφανίας Προύντζου και Αθανασίας Γεωργίου και του τεχνικού συμβούλου του προσφεύγοντος Στυλιανού Φενέκου, Αξιωματικού ε.α. του Πολεμικού Ναυτικού.

Τι κατέθεσε ο Τούρκος στρατιωτικός Suleyman Ozkaynakci

Ο προσφεύγων, κατόπιν σχετικών ερωτήσεων, δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι «σαν διασωστική ομάδα στο Μαρμαρά ειδικά υπάρχει μόνο το τάγμα που είναι στη Σαμάνδρα που είναι τόσο εξειδικευμένο και εξοπλισμένο. Στο τάγμα αυτό δεν ανήκει μόνο η ομάδα για διάσωση των ανθρώπων αλλά επίσης υπάρχουν και άλλες ομάδες που πραγματοποιούν και άλλες ενέργειες. Ανάμεσα σε αυτές τις ομάδες είναι και η δικιά του ομάδα που είναι διασωστική».

Ερωτηθείς για τα γεγονότα της 15ης Ιουλίου απάντησε ότι «κατά τις 9 με πήρε ο αναπληρωτής αξιωματικός Νταβούτ Ουτσούν, ο οποίος ήταν στην υπηρεσία εκείνη την ημέρα και είχε δικαίωμα να δίνει εντολές. Εκείνη τη στιγμή μας είπαν ότι υπάρχει μια έκτακτη κατάσταση και μας φώναξαν στη Σαμάνδρα στο τάγμα μου. Άφησα το παιδί στη μάνα μου και σε 20 με 25 λεπτά έφτασα στον προορισμό μου, ήταν περίπου 9.30 μ.μ.».

Περαιτέρω, ανέφερε ότι όταν έφτασε στο στρατόπεδο πληροφορήθηκε από τον ABDULLAH YETIK ότι «ήταν πάρα πολύ απασχολημένος ο αξιωματικός υπηρεσίας ώστε να δώσει πληροφορίες για τον λόγο για τον οποίο υπήρχαν τραυματίες αλλά εμάς δεν μας ενδιαφέρει για ποιόν λόγο είναι κάποιος τραυματισμένος αρκεί που είναι τραυματισμένος».

Ερωτηθείς σχετικώς με τον εξοπλισμό του ελικοπτέρου ανέφερε ότι «Έχουμε μόνο ένα γιατρό. Αν σας φτάνει ο χρόνος μπορείτε να πάρετε και το γιατρό. Αλλά συνήθως δεν γίνεται αυτό. Δεν είναι υποχρεωτικό να έχεις το γιατρό μαζί σου. Ούτως η άλλως οι τεχνικοί μας που βρίσκονται εκεί πέρα κάνουν μαθήματα πρώτων βοηθειών και κάθε χρόνο ανανεώνουν αυτά τα μαθήματα. Υπάρχει  εξοπλισμός για τις πρώτες βοήθειες αλλά αν σας δώσουν έναν τραυματία με φορείο θα τον πάρετε με φορείο, αν σας τον δώσουνε χωρίς φορείο πρέπει να τον βάλεις στο ελικόπτερο με τέτοιο τρόπο ώστε να γίνει το καλύτερο δυνατό. Αν υπάρχει όμως φορείο θα πάρεις μόνο έναν. Αν δεν υπάρχει όμως μπορείτε να βάλετε και 5 και 6 άτομα όπως έγινε στο Αφγανιστάν όπου κουβαλούσα Αμερικάνους στρατιώτες».

Ερωτηθείς αν το ελικόπτερο είναι επιθετικό απάντησε ότι «Είναι ελικόπτερο όλων των χρήσεων. Το Σικόρσκυ και το Απάτσι είναι τελείως διαφορετικά ελικόπτερα. Το δικό μας ήταν Σικόρσκυ. Στην Κωνσταντινούπολη δεν υπάρχουν επιθετικά ελικόπτερα».

Ακολούθως, ανέφερε ότι ξεκίνησαν «…από τη βάση γύρω στις 10 μ.μ. και μετά από περίπου 20 λεπτά φτάσαμε στις  συγκεκριμένες συντεταγμένες που μας είχανε δοθεί. Ήταν βράδυ και χρησιμοποιούμε κάμερες υπέρυθρες. Κάνουμε εμείς την προετοιμασία μας και μας δίνουν τις συντεταγμένες και σύμφωνα με αυτές κινούμαστε. Το πλάνο ήταν να πάρουμε τους τραυματίες και  να τους μεταφέρουμε στο Τοπ Κουλέ στο ασθενοφόρο. Το σημείο που μας είχαν υποδείξει είναι από την ευρωπαϊκή πλευρά της Κωνσταντινούπολης, Βατάν λέγεται η περιοχή όπου βρισκόταν, η λεωφόρος όμως είναι μέσα στην πόλη».

Εν συνεχεία, αναφερθείς στα περιστατικά που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια των πυροβολισμών στην Γέφυρα Βατάν, ανέφερε ότι «Σε τέτοιες περιπτώσεις πυροβολισμών λόγω διαδικασίας ή πρέπει να επικοινωνήσεις με τη βάση σου να τους πεις τι γίνεται ώστε να σπεύσεις σε ένα σημείο πιο ασφαλές ή πρέπει να επικοινωνήσεις εκείνη τη στιγμή με κάποιον να του πεις τι ακριβώς έγινε, να δώσεις μία αναφορά. Προσπαθήσαμε με τον ασύρματο να έρθουμε σε επικοινωνία αλλά επειδή δεν το καταφέραμε επικοινωνήσαμε με το άλλο ελικόπτερο. Όταν μας πυροβόλησαν και ήρθαμε σε επικοινωνία με το άλλο ελικόπτερο που βρισκόταν στο Τοπ Κουλέ  μας είπαν ότι πρέπει να σπεύσουμε σε εκείνο το σημείο ώστε να μείνουμε εκεί μαζί τους που ήταν ένα ασφαλές σημείο. Αυτοί είχαν έρθει σε επικοινωνία με τον Διοικητή και εκείνη η περιοχή ήταν ασφαλής ώστε να πάμε».

Ερωτηθείς σχετικά με την κατάσταση στο στρατόπεδο απάντησε ότι «Όταν πήγαμε στο Τοπ Κουλέ υπήρχαν ασθενοφόρα που περίμεναν να παραλάβουν τους τραυματίες λες και ήταν μία καθημερινή μέρα. Οι φύλακες  ήταν στην πόρτα. Είναι λίγο μακριά από την πόλη. Δεν υπήρχε κάποια ανωμαλία στην κατάσταση».

Εν συνεχεία, ο προσφεύγων περιέγραψε διεξοδικώς τα γεγονότα που έλαβαν χώρα μέσα στο στρατόπεδο και ειδικότερα, ανέφερε ότι «Επειδή είμαστε ομάδα διάσωσης νομίζαμε ότι δεν θα ζήσουμε κάποιο πρόβλημα με όλο αυτό που γίνεται. Μετά είδαμε ότι οι αστυνομικοί έρχονται τρέχοντας προς τα πάνω μας. Και ξεκίνησαν να πυροβολούν με ένα μη φυσιολογικό τρόπο προς τα εμάς. Εμείς ήμασταν σε κατάσταση σοκ εκείνη τη στιγμή. Προσπαθήσαμε να πάμε πίσω από το κτίριο. Τρέξαμε πίσω από το κτίριο για να κρυφτούμε. Είχαν πάει δυο φίλοι μας στην τουαλέτα εκείνη τη στιγμή. Είχαν ακούσει τις σφαίρες που είχαν χτυπήσει τους τοίχους και επειδή φοβήθηκαν φύγανε από το παράθυρο προς τα έξω. Μετά εκτός από την είσοδο είδαμε ότι υπήρχαν πυροβολισμοί και από την πλευρά αυτή (δείχνει το σημείο στο χάρτη). Και με στολή και χωρίς στολή αστυνομικοί. Εμείς σκεφτήκαμε ότι αφού δεν έχουμε όπλα θα μας δούνε, θα τους πούμε τι ακριβώς είμαστε και δεν θα έχουμε κάποιο πρόβλημα. Έτσι το σκεφτήκαμε. Χωρίς να μας ζητήσουν να παραδοθούμε απλά ξεκίνησαν να πυροβολούν. Ευτυχώς καταφέραμε να κρυφτούμε πίσω από το κτίριο. Όσο ήμασταν πίσω από το κτίριο δεχόμασταν πυροβολισμούς και από εκείνη την πλευρά (δείχνει το σημείο στο χάρτη). Ξεκινήσαμε να τρέχουμε προς την πίσω πλευρά του Τοπ Κουλέ . Η μόνη μας έγνοια εκείνη τη στιγμή ήταν να σώσουμε τη ζωή μας, γι’ αυτό τρέχαμε. Και όταν φτάσαμε εκεί (δείχνει σημείο στο χάρτη) καταλάβαμε ότι, τελικά σταμάτησαν να μας ακολουθούνε γιατί σε εκείνα τα δυο σημεία υπήρχαν άνθρωποι που κρατούσαν σκοπιά και είχαν έρθει σε σύγκρουση  με αυτούς. Είδαμε μερικούς στρατιώτες να φεύγουν προς το δάσος εκεί πέρα από την πίσω πλευρά. Εμείς το προσωπικό των τριών ελικοπτέρων, που ήμασταν 9 άτομα στο σύνολο, ξεκινήσαμε να τρέχουμε για να σώσουμε τη ζωή μας. Εκείνη τη στιγμή ένας φίλος –συνάδερφος -πιλότος σαν και εμάς μας είπε ότι άμα πάμε προς το ελικόπτερο μπορούμε να σωθούμε με το ελικόπτερο. Εμείς ήμασταν όλοι από την ίδια μονάδα. Εκεί που είναι τα κτίρια είναι λίγο πιο ψηλά όσο φτάνετε προς αυτήν την πλευρά ξεκινάει και πέφτει λίγο το ύψος. Όταν είχαμε φτάσει εμείς εκεί πέρα δεν μπορούσαν να μας δούνε από την κάτω πλευρά. Επειδή υπήρχε διαφορά ύψους και δέντρα και κτίρια δεν κατάφεραν να δούνε προς τα πού φύγαμε ή αν είμαστε εκεί πέρα. Με το που το είπε ο φίλος το σκεφτήκαμε λίγο και συμφωνήσαμε όλοι μαζί ότι ήταν μία λογική σκέψη και αυτό γιατί βρισκόμασταν σε μία κατάσταση που προσπαθούσαμε να σώσουμε με οποιοδήποτε τρόπο τη ζωή μας. Δεν μπορούσαμε να σκεφτούμε με υγιή τρόπο εκείνη τη στιγμή. Δεχόμασταν πυροβολισμούς και προσπαθούσαμε να σωθούμε. Εκεί που βρισκότανε το ελικόπτερο επειδή βρισκόταν σε χαμηλότερο υψόμετρο επειδή πιστεύαμε ότι ήταν σε ασφαλές σημείο ξεκινήσαμε και τρέχαμε προς το ελικόπτερο. Εννιά άτομα ήμασταν στο σύνολο. Όλοι μαζί σε ένα ελικόπτερο», «ήμασταν τρομοκρατημένοι, είδαμε ότι ο κόσμος ήταν έξω. Λιντσάρανε τους στρατιώτες που ήταν εκεί. Στην Κωνσταντινούπολη στη γέφυρα είδαμε να αποκεφαλίζουν ανθρώπους. Πετούσαν κάποιους φαντάρους από τη γέφυρα. Βασάνιζαν και έδερναν στρατιώτες στη μέση του δρόμου. Και εμείς στρατιώτες είμαστε, και εμείς στολή φοράμε. Και εμάς μας είχανε καλέσει για την αποστολή. Ουσιαστικά θα έβλεπαν και εμάς σαν πραξικοπηματίες».

Παναγιώτης Τσιμπούκης
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ