26 Ιανουαρίου 2018

Ο δημοσιογράφος Νίκος Καζαντζάκης

Μέσα από τα δημοσιογραφικά του κείμενα μεταμορφωνόταν σε έναν Οδυσσέα ή σε έναν Ζορμπά ο οποίος κατέγραφε με αδηφάγο περιέργεια οτιδήποτε έβλεπε σε μικρά έργα τέχνης


Ο δημοσιογράφος Καζαντζάκης ήταν το ίδιο ανυπότακτος όσο και ο φιλόσοφος και συγγραφέας: Δεν έγραφε με βάση κάποια γραμμή ή καθιερωμένη γλώσσα. Έχοντας πάντα τα δικά του δεδομένα -αυτά της ελεύθερης σκέψης, του Κρητικού πνεύματος- μετατράπηκε, μέσα από τα δημοσιογραφικά του κείμενα, σε έναν Οδυσσέα ή σε έναν Ζορμπά ο οποίος κατέγραφε με αδηφάγο περιέργεια οτιδήποτε έβλεπε σε μικρά έργα τέχνης.


Με αυτό τον τρόπο άνοιξε το δρόμο για τα πρώτα βιωματικά και ταυτόχρονα φιλοσοφικά κείμενα στον ελληνικό Τύπο. Ταξίδεψε κυριολεκτικά όλο τον κόσμο γνωρίζοντας μακρινούς πολιτισμούς και βάζοντας μέσα στα κείμενά του- τα περισσότερα από τα οποία δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες-τη δική του σφραγίδα.

Εν ολίγοις έγινε ένας ταξιδιογράφος ο οποίος μετέτρεψε τα ταξίδια του σε μια ανάγκη για διαρκή εξερεύνηση και πηγή της γνώσης, σε μόνιμη σύγκριση και καταγραφή των διαφόρων πολιτισμών: Από τη Ρωσία μέχρι τη μακρινή Ιαπωνία και τη Λατινική Αμερική.

Σε κάθε περίπτωση ο δημοσιογράφος Καζαντζάκης κατέγραψε αυτά που εκείνος κατανοούσε ως συνάντηση αναγνωσμάτων και πολιτισμών αποφεύγοντας τα πολιτικά συμπεράσματα και δίνοντας μεγαλύτερο βάρος στο συμβολικό μέρος. Έτσι, παρότι επισκέπτεται τη Ρωσική Επανάσταση, στα μάτια του αυτή «η κοσμογονική δύναμη» έχει να κάνει με τις «τυφλές δυνάμεις που δημιουργούν το μάτι και το φως», από μια ατελείωτη περιπέτεια σε μια «δονούμενη» -όπως την περιγράφει- χώρα.

Τα ταξίδια αυτά στη Ρωσία τα έκανε μεταξύ του 1925 και του 1930, την ίδια δηλαδή ακριβώς περίοδο που ταξίδεψε στην Ισπανία από όπου, επίσης, έστελνε διάφορα δημοσιογραφικά κείμενα. Στην Ισπανία θα επιστρέψει αργότερα -και πάλι για δημοσιογραφική κάλυψη- τον καιρό του Εμφυλίου.

Τα δημοσιογραφικά κείμενα που στέλνει ο Νίκος Καζαντζάκης από τις ανταποκρίσεις του αυτές τον βοηθούν να βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση και μπορεί κανείς να πει ότι παίρνει το βάπτισμα του δημοσιογραφικού πυρός την εποχή των μεταπτυχιακών του σπουδών στο Παρίσι. Οι πρώτες του ταξιδιωτικές ανταποκρίσεις δημοσιεύονται ακριβώς τότε σε εφημερίδα και συγκεκριμένα στο «Νέον Άστυ» το 1907 εγκαινιάζοντας μια λαμπρή σταδιοδρομία και στη δημοσιογραφία.

Τα χρήματα αυτά τον βοηθούν στο να μπορέσει να περατώσει τις σπουδές του αλλά και γαλουχούν μια άλλη προσωπικότητα, αυτή του παρατηρητή-δημοσιογράφου-ταξιδευτή. Τα περισσότερα άλλωστε από τα κείμενα αφορούν σε ταξιδιωτικές ανταποκρίσεις-όπως και εκείνα που στέλνει για την εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» με την οποία κρατάει σταθερή συνεργασία. Ωστόσο η πιο συνεπής δημοσιογραφική του δουλειά θεωρείται η συνεργασία του με την «Καθημερινή» καθώς η εφημερίδα αποφασίζει να τον στείλει επίσημα ως ανταποκριτή στην Ισπανία για να καλύψει τον Εμφύλιο Πόλεμο. Τα κείμενα αυτά δημοσιεύονται καθημερινά από τις 24 Νοεμβρίου έως τις 17 Ιανουαρίου στην εφημερίδα υπό τον τίτλο «Vive la muerte!». Κάποια από αυτά συμπεριλήφθηκαν στη συλλογή «Ταξιδιωτικά» και κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Πυρσός.

Όπως ήταν φυσικό, ξεσήκωσαν διαμαρτυρίες καθώς -δεδομένου του Ρωσικού Παρελθόντος και της σύνδεσης που είχε με τη Ρωσική Επανάσταση- κανείς δεν περίμενε ότι ο Καζαντζάκης θα εντυπωσιαστεί από την παρουσία του Φράνκο τον οποίο γνώρισε σε συνέντευξη τύπου.

Αλλά ο ίδιος ο συγγραφέας, ο οποίος είχε κατηγορηθεί αρχικά ως κομμουνιστής και αργότερα ως Φρανκικός, δεν ήταν ποτέ πολιτικός και είχε την τάση να κρίνει με βάση το εκτόπισμα και το βάρος της ιστορίας. Ποτέ δεν τον ενδιέφερε να καταγράψει μια δημοσιογραφική πληροφορία αλλά να δει αυτό που δεν μπορεί να παρατηρήσει ένα απλό βλέμμα, να ενδυθεί με το δέρμα του λογοτέχνη, να αναλύσει το άρρητο. Όπως είχε τονίσει σχετικά και ο Δημήτρης Φιλιππής σε σχετικό κείμενο του στο Αντί: «Δεινός αφηγητής, ο κρητικός συγγραφέας ήξερε πως να αποτυπώσει το δράμα ενός εμφύλιου πολέμου, αλλά αυτό, όμως, είναι λογοτεχνική μαρτυρία».

Άλλωστε κάθε ταξίδι είναι μια περιήγηση σε μια εμπειρία και στη γνώση και αυτό ήταν το βασικό αίτημα των δημοσιογραφικών του κειμένων τα οποία όχι τυχαία συμπεριλήφθηκαν, στην πλειονότητά τους, σε λογοτεχνικά βιβλία τα οποία έφεραν τον τίτλο της κάθε χώρας. Όπως γράφει χαρακτηριστικά για την Ισπανία ο Καζαντζάκης: «Έτσι ξηγιέται η μεγάλη, φαινομενικά, αντινομία της ισπανικής ψυχής, που τόσοι σοφοί δεν μπόρεσαν με τη λογική να τη νιώσουν: Πάθος και τίποτα! Αυτοί είναι οι δυο πόλοι, και γύρα τους περιστρέφεται η ισπανική ψυχή: το πάθος, η λαχτάρα, ο θερμός εναγκαλισμός της ζωής· και συνάμα το συναίστημα πως όλα αυτά είναι τίποτα, είναι το Τίποτα, και πως ο θάνατος είναι ο μέγας μας κληρονόμος.Μα όσο περισσότερο έχει μια δυνατή ψυχή το συναίστημα του Τίποτα, τόσο εντονότερα ζει την κάθε πρόσκαιρη, μάταιη στιγμή.Ο θάνατος για τις δυνατές ψυχές είναι πάντα το δριμύτερο διεγερτικό».

Όπως και να έχει ταξιδιώτης, δημοσιογράφος ή μη ο Καζαντζάκης παραμένει πρώτα από όλα ένας μεγάλος λογοτέχνης.

Τίνα Μανδηλαρά
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ