18 Ιουνίου 2018

ΕΜΕΤΟΣ Ο ΑΠΑΤΡΙΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ! Το τίμημα του εθνικού μύθου


[Ο Κασιμάτης φυσικά δεν είναι ο μόνος έχει και εκπροσώπους μέσα στη ΝΔ... κάτι Χατζηδάκηδες, κάτι Δένδιες και μερικούς άλλους που σαν γαλάζιοι ΣΥΡΙΖΑίοι νομίζουν ότι όλους μας ενδιαφέρει μόνο η τσέπη μας, ο ΕΝΦΙΑ και κανα 20άρικο αύξηση στη σύνταξη... πέραν τούτου όλα τα άλλα για τους εν λόγω τύπους είναι να ΄χαμε να λέγαμε... Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΛΑΚΑ όμως είναι ότι όλοι αυτοί του Κασιμάτη συμπεριλαμβανομένου είναι θαυμαστές της Θάτσερ... της Θάτσερ που έκανε εκστρατεία για κάτι ξερονήσια (για τα οποία οι δικοί μας θα έλεγαν "έλα μωρέ που να τρέχουμε τώρα, άσε που θα χαλάσουμε και λεφτά") στο άλλο ημισφαίριο... που να καταλάβουν ότι η Θάτσερ αποτελεί την προσωποποίηση του δεξιός σε εθνικά θέματα-κοινωνικά-ασφάλεια και φιλελεύθερος στην οικονομία... ένας συνδυασμός που μπορεί να πάει τη ΝΔ πολύ μπροστά]

[ΦΩΤΟ-Εκτός από όλα αυτά, έχετε υπ’ όψιν ότι ξεκίνησε και το Μουντιάλ. Το λέω, επειδή το ύφος των τεσσάρων της φωτογραφίας σε κάνει εύκολα να φαντάζεσαι ότι παρακολουθούν μπάλα σε μια οθόνη…]

Το ιδεώδες θα ήταν να μην υπάρχει καν ο όρος Μακεδονία. Χαίρω πολύ! Εχω βαρεθεί να το ακούω. Είναι μια δικαιολογία για να καλοπιάνουμε εκείνους που ετοιμαζόμαστε να πληγώσουμε ή να ενοχλήσουμε με τη γνώμη μας. Ομως, η πραγματικότητα, την οποία έρχεται να βάλει σε τάξη η συμφωνία της κυβέρνησης με τα Σκόπια, περιλαμβάνει τον όρο Μακεδονία εδώ και 27 χρόνια τουλάχιστον. Ας μην παριστάνουμε, θέλω να πω, ότι φρίττουμε, επειδή μόλις ανακαλύψαμε ότι η διαπραγμάτευση αφορά το όνομα της Μακεδονίας. Αυτό ήταν το αντικείμενο από την αρχή· και το ζητούμενο από την ελληνική πλευρά ήταν να περιορίσει εννοιολογικά τον όρο «Μακεδονία» (ήδη αποδεκτό από 140 χώρες), ώστε η νέα Μακεδονία των γειτόνων να μη συγχέεται με την αρχαία, που ανήκει στην πολιτιστική κληρονομιά μας. Με αυτό ως δεδομένο, η συμφωνία είναι καλή: πετυχαίνει σε σημαντικό βαθμό τους γνωστούς στόχους που είχε θέσει η Αθήνα από το 2008.

Βεβαίως, δεν είναι άριστη και έχει προβλήματα. Το πρώτο αφορά την ένταξη των γειτόνων στο ΝΑΤΟ, διαδικασία της οποίας η δυναμική μπορεί να αυτονομηθεί από την εφαρμογή της συμφωνίας και να τρέξει μόνη της. Το δεύτερο αφορά τα εμπορικά σήματα και τα συναφή· όμως, μετά 27 χρόνια, είναι λογικό αυτά τα θέματα να χρειάζονται χρόνο για να ξεμπερδέψουν. (Πέραν του ότι, αν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, καμία συμφωνία δεν μπορεί ποτέ να αποτυπώσει πλήρως ή, πολύ περισσότερο, να παγώσει την πραγματικότητα. Θέματα, λοιπόν, που αφορούν πρακτικές οι οποίες απλώνονται σε όλο το εύρος της κοινωνικής ζωής και πρέπει να αλλάξουν επαφίενται και στην καλή διάθεση των δύο μερών, που θα αναπτυχθεί συν τω χρόνω.) Η ουσία της συμφωνίας, όμως, συμπυκνώνεται στο εξής: Εκείνοι μας δίνουν τον γεωγραφικό προσδιορισμό (Βόρεια), εμείς τους δίνουμε εθνότητα και γλώσσα. Κατά τη γνώμη μου, που βασίζεται στην όποια ιστορική γνώση του θέματος μπορώ να έχω, αυτός είναι ένας έντιμος συμβιβασμός.

Ορθώς η Ν.Δ. αναδεικνύει το ζήτημα της παραχώρησης της γλώσσας και της εθνότητας ως το κεντρικό της διαπραγμάτευσης, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το θεωρεί «ρίζα του σκοπιανού αλυτρωτισμού». Αν είμαστε ειλικρινείς όταν δηλώνουμε ότι επιθυμούμε τη σταθερότητα του κράτους που ονομάζουμε ΠΓΔΜ, δεν γίνεται παρά να δεχθούμε Μακεδόνες και μακεδονική γλώσσα. Αν ο σκοπός μας είναι να τους πείσουμε, με κάποιον έξυπνο τρόπο (είμαστε ο εξυπνότερος λαός του κόσμου, κάτι θα βρούμε), να απαρνηθούν τον τρόπο που αυτοπροσδιορίζονται και ο οποίος έχει πίσω του δεκαετίες παράδοσης, τότε μπορούμε να τους αρνούμαστε γλώσσα και εθνικότητα. Εξαρτάται τι θέλουμε! Πάντως, αν θέλουμε να μπούμε στο κεφάλι τους μέσα και να ρυθμίσουμε την αντίληψη για τον εαυτό τους, η διπλωματία δεν μπορεί να προσφέρει τίποτα και αδίκως συζητούμε.

Δικαίωμα του καθενός, βέβαια, να ελπίζει ότι με διπλωματικά μέσα θα πετύχει το αδύνατο. Στο κάτω κάτω και η Δεξιά έχει δικαίωμα στο όνειρο και στην πλάνη. Γιατί μόνο η Αριστερά; Ομως το θέμα είναι πραγματικό, δεν είναι άσκηση επί χάρτου ούτε επιτραπέζιο. Ο σλαβομακεδονικός εθνικισμός υπάρχει από το 1903, είτε μας αρέσει είτε όχι. Δεν μπορούμε να παριστάνουμε ότι εφευρίσκεται αυθαιρέτως από τον Τίτο το 1944 για εσωτερικούς λόγους. Αυτοί οι εσωτερικοί λόγοι πάτησαν σε μια πραγματικότητα που προϋπήρχε και της έδωσαν την ευκαιρία με τα χρόνια να εδραιωθεί. Η Ν.Δ., ωστόσο, θεωρεί ότι το ζήτημα αρχίζει το 1944 και διαγράφει τελείως τα προηγηθέντα.

Ο λόγος για τον οποίον το κάνει εξηγείται στο έγγραφο που κοινοποίησε η Ν.Δ. Αν εμείς τους αναγνωρίσουμε ως Μακεδόνες, υποστηρίζει, «θα νομιμοποιούνται και έναντι της Ελλάδος να ισχυριστούν στο μέλλον ότι το “Μακεδονικό έθνος τους” επεκτείνεται πέραν των συνόρων τους». Μα πώς θα το κάνουν, διερωτάται ο καθένας. Ο αλυτρωτισμός προϋποθέτει αλύτρωτους. Τους βλέπει κανείς και δεν το λέει; Υπάρχουν κρυπτόμενοι και περιμένουν την ευκαιρία; Οχι, βέβαια. Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά είναι αρνητικές και η επιμονή της Ν.Δ. στον όρο «αλυτρωτισμός» είναι εσφαλμένη, αν δεν είναι παραπειστική.

Ο πραγματικός λόγος προκύπτει από το επιχείρημα με το οποίο ενισχύεται, υποτίθεται, η συγκεκριμένη θέση: «Διότι όταν οι πολίτες ενός κράτους ονομάζονται “Μακεδόνες” και παράλληλα η χώρα τους “Βόρεια Μακεδονία”, συνάγεται το συμπέρασμα ότι υπάρχει και μία “άλλη Μακεδονία” –προφανώς η “Νότια”– στην οποία κατοικούν άλλοι “Μακεδόνες” οι οποίοι βρίσκονται υπό την κυριαρχία ενός άλλου κράτους». Σοβαρά, βρε παιδιά; Δηλαδή, τόση εμπιστοσύνη έχουμε στους Ελληνες της Μακεδονίας; Αρκεί η ύπαρξη μιας Βόρειας Μακεδονίας κατοικούμενης από Μακεδόνες σλαβικής καταγωγής για να νιώσουν ότι απειλείται η ταυτότητά τους; Αν είναι έτσι, τότε η εθνική συνείδηση πρέπει να είναι πολύ ρηχή και επισφαλής στους Βορειοελλαδίτες – και, ως γνωστόν, κάθε άλλο παρά αυτό ισχύει. Το αληθινό πρόβλημα της Ν.Δ. με την αναγνώριση εθνότητας είναι ότι οι Βορειοελλαδίτες χάνουν το αποκλειστικό προνόμιο στον όρο «Μακεδόνες». (Και απορώ γιατί αποφεύγουν να το πουν ευθέως…) Προφανώς, η πολιτιστική κληρονομιά της αρχαίας Μακεδονίας δεν μας φθάνει, χρειαζόμαστε και τη βούλα. Πληρώνουμε το κόστος ενός εθνικού μύθου, του δικού μας, που δεν μπόρεσε να παρακολουθήσει την εξέλιξη της πραγματικότητας.

Τι θέλουμε; Μακάρι να ξέραμε...

Ε​​ντοπίζω μια μικρή λεπτομέρεια του πολιτικού σκηνικού μέσα στο οποίο συζητείται το Σκοπιανό, κατά τον όρο που επιβάλλει η εθνική σεμνοτυφία. Αν και σχετικώς ασήμαντη η λεπτομέρεια αυτή, μέσα στον ορυμαγδό των λόγων, φωτίζει με τρόπο ενδιαφέροντα το πρόβλημά μας με τους Σλαβομακεδόνες και με τον εαυτό μας. Προέρχεται από το έγγραφο με την κριτική της Ν.Δ. για τη συμφωνία, που κοινοποιήθηκε το βράδυ της περασμένης Τετάρτης. «Ακρως προβληματικό», διαβάζουμε εκεί, «είναι και το άρθρο 7, το οποίο αναφέρει ότι κάθε χώρα θα ερμηνεύει τον όρο Μακεδονία και Μακεδόνας κατά βούληση». Συγγνώμη ζητώ, νιώθω ειλικρινά ότι έρχομαι σε πολύ δύσκολη θέση, αλλά αυτός ο ισχυρισμός είναι τουλάχιστον εσφαλμένος και παραπλανητικός.

Στο επίμαχο άρθρο της συμφωνίας, οι συμβαλλόμενοι αναγνωρίζουν τη διαφορά ιστορικής και πολιτισμικής κληρονομιάς που έχει το όνομα Μακεδονία και τα παράγωγά του, από τη μία και από την άλλη πλευρά των συνόρων: σλαβική η δική τους, ελληνική δική μας – τόσο απλά. Εντούτοις, στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου σημειώνεται ότι, όπως είναι φυσικό, οι ρυθμίσεις αυτές δεν αποβλέπουν «να υποτιμήσουν, να μεταβάλουν ή να επηρεάσουν» τη χρήση των επίμαχων όρων από τους πολίτες των δύο χωρών. Απολύτως λογικό δεν είναι; Ούτε τα ολοκληρωτικά καθεστώτα δεν μπορούν να αλλάξουν τη χρήση της γλώσσας από τη μια ημέρα στην άλλη. Τις αλλαγές στην καθημερινή χρήση θα τις φέρει ο χρόνος, εφόσον η συμφωνία ισχύσει και εφαρμοστεί.

Αυτό και μόνο, όμως, αυτό το στοιχειώδες ατομικό δικαίωμα του κάθε πολίτη από όποια πλευρά των συνόρων, ο συντάκτης του κειμένου της Ν.Δ. το θεωρεί ως ικανή διάψευση του ισχυρισμού της κυβέρνησης ότι η συμφωνία διασφαλίζει την αρχαία ελληνική κληρονομιά από την πλευρά μας. Θαυμάστε την ευφυΐα του επιχειρήματος: «Στο δικό τους αφήγημα οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ήταν Ελληνες και δεν είχαν καμία σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό. Αρα στη δική τους αντίληψη, τίποτα δεν τους εμποδίζει να συνεχίσουν να διαδίδουν τα ιστορικά ψεύδη που υπερασπίζονταν μέχρι σήμερα»! Συγγνώμη, αλλά αυτός που το έγραψε ήταν προφανώς χαζός – δεν χωρεί αμφιβολία. Κάποιος που καταλάβαινε δεν το διάβασε;

Ας πει, λοιπόν, κάποιος στον μπουμπούνα που συνέλαβε το λαμπρό επιχείρημα ότι καμία συμφωνία, κανένας νόμος και κανένας κανόνας δεν μπορεί να εμποδίσει τον οποιονδήποτε σε μια δημοκρατία να πιστεύει ό,τι θέλει για τον εαυτό του και να το λέει. Το μόνο που αποδεικνύει το επιχείρημα είναι τη βλακεία που βρίσκεται στη ρίζα του ολοκληρωτισμού. Διότι μόνον καθεστώτα με αξιώσεις ολοκληρωτικές μπορούν να έχουν τις στοχεύσεις που θέτει ο διπλωματικός σχολιαστής της Ν.Δ. Μόνο ο ολοκληρωτισμός θέλει να μπει μέσα στο κεφάλι του ατόμου και να του ρυθμίσει τις απόψεις και τη χρήση της γλώσσας.

Προκειμένου να πλήξει τη συμφωνία αναδεικνύοντας ένα ακόμη πρόβλημά της, ο φωστήρας που συνέλαβε το επιχείρημα δεν διστάζει να υποβάλει στον αναγνώστη τη λογική του ολοκληρωτισμού. Είναι προφανές ότι, για τον ίδιο, προέχει το άμεσο πολιτικό συμφέρον και αδιαφορεί για τα μέσα που χρησιμοποιεί ώστε να το πετύχει. Με άλλα λόγια, χειρίζεται το ζήτημα όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ: το «εργαλειοποιεί», όπως συνηθίζουν να λένε. Το ότι ο συγκεκριμένος άνθρωπος, εκτός από αδίστακτος, συμβαίνει να είναι και χαζός, κάνει το αποτέλεσμα χειρότερο.

Τέτοια επιχειρήματα εκθέτουν όποιον τα χρησιμοποιεί, διότι υπονοούν ότι, πολύ απλά, δεν επιθυμεί συμφωνία. Διότι όχι μόνο συμφωνία δεν μπορείς να πετύχεις, αλλά ούτε καν εποικοδομητική συνομιλία δεν μπορείς να έχεις, εφόσον ξεκινάς με τον στόχο να επικρατήσεις πλήρως στο μυαλό και στη σκέψη τού απέναντι. Αν λοιπόν δεν θέλουμε καθόλου συμφωνία με τα Σκόπια, γιατί δεν το λέμε ευθέως; Γιατί όλο αυτό το θέατρο της δήθεν εμβριθούς –στην πραγματικότητα, τυχάρπαστης– επιχειρηματολογίας; Ντροπή, πάντως, δεν είναι. Τίποτε δεν είναι ντροπή, εφόσον τίθεται εντίμως και ευθέως – κυρίως δε, χωρίς παρόμοια επιχειρήματα.