Ενα άρθρο-κόλαφο για τον Ερντογάν φιλοξενεί ο Guardian.
«Η ύβρις φέρνει τη νέμεση, έλεγαν οι αρχαίοι Ελληνες. Πρόκειται για ένα μάθημα ζωής που ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο αλαζόνας ηγέτης της Τουρκίας, μοιάζει ανίκανος να καταλάβει την ώρα που η χώρα του βυθίζεται σε μια κρίση που ο ίδιος προκάλεσε» γράφει ο αρθρογράφος της βρετανικής εφημερίδας, Σάιμον Τίσνταλ και συνεχίζει:
«Ο Ερντογάν είπε πριν από τις εκλογές του Ιουνίου ότι αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι μια ισχυρή προεδρία και ότι ο ίδιος είναι ο καταλληλότερος άνθρωπος να την ασκήσει. Η επιθυμία του εκπληρώθηκε. Και τώρα η Τουρκία διέρχεται κρίση. Η κατάρρευση της εικόνας του ισχυρού άνδρα ήρθε πιο γρήγορα απ’όσο αναμενόταν. Και δεδομένου ότι ο Ερντογάν είναι αυτές τις ημέρες ο μόνος που κρατά τα ηνία, δύσκολα θα αποφύγει την ανάληψη της ευθύνης.
Το επίκεντρο αυτής της πολύ τουρκικής τραγωδίας είναι η κατρακύλα της λίρας, που έχει χάσει φέτος το 40% της αξίας της σε σχέση με το δολάριο. Αυτό αντανακλά ευρύτερα προβλήματα που σχετίζονται με το χρέος και τον πληθωρισμό και που ο Ερντογάν απέτυχε να αντιμετωπίσει. Αλλωστε ο λόγος που προκήρυξε πρόωρες εκλογές ήταν ότι φοβόταν τις αυξήσεις των τιμών και τις ελλείψεις των αγαθών. Αλλά δεν το απέφυγε. Και η απώλεια της εμπιστοσύνης των αγορών στην οικονομική διαχείριση από την τουρκική κυβέρνηση επηρεάζει ήδη τις τράπεζες, το ευρώ και τις αναδυόμενες οικονομίες από την Ασία μέχρι την Αφρική.
Αυτή η αναταραχή επεκτείνεται πολύ πέρα από την τιμή των κρεμμυδιών στην Κωνσταντινούπολη. Τα προβλήματα της Τουρκίας έχουν ευρύτερες γεωπολιτικές και στρατηγικές επιπτώσεις. Η χώρα βρίσκεται ανάμεσα σε δύο φιλικές, αλλά επεκτατικές δυνάμεις: τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Από τότε που ανέλαβε την εξουσία, το 2003, ο Ερντογάν προσπάθησε να στρέφει τη μία εναντίον της άλλης, με ανάμικτα αποτελέσματα. Τώρα, οι αντιφάσεις της πολιτικής του κορυφώνονται, με απρόβλεπτες επιπτώσεις για τη Συρία, το Ιράν, το ΝΑΤΟ και τις σχέσεις με την Ευρώπη.
Η Αγκυρα βρίσκεται σε διπλωματικό αδιέξοδο, έγραψε ο Γιαβούζ Μπαϊντάρ στον ιστότοπο Ahval. «Βρίσκεται σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ και τώρα πρέπει να τα βγάλει πέρα με τη Ρωσία. Στο μεταξύ, οι Κούρδοι παραμένουν μια πραγματικότητα κοντά και μέσα από τα σύνορα της Τουρκίας. Η εμβάθυνση της οικονομικής κρίσης καθιστά τη χώρα ευάλωτη. Και η αλλοπρόσαλλη περιφερειακή της πολιτική καθιστά δύσκολο έναν διάλογο που απαιτεί εμπιστοσύνη και αποφασιστικότητα».
Ο Ερντογάν αποδίδει τα προβλήματά του σε μια διεθνή συνωμοσία. Οι ΗΠΑ, τόνισε, μαχαίρωσαν την Τουρκία πισώπλατα. «Αν αυτοί έχουν δολάρια, εμείς έχουμε τον λαό μας, το δίκιο μας και τον Θεό μας».
Ο έλεγχος της εξουσίας από τον Ερντογάν είναι τόσο σφιχτός, ώστε δύσκολα θα τη χάσει σύντομα. Στον στρατό έχουν γίνει μεγάλες εκκαθαρίσεις, όπως και σε άλλα κέντρα ενδεχόμενης αντίστασης. Το κοινοβούλιο έχει εκφυλιστεί σε ένα όργανο χωρίς εξουσίες. Τα λάθη του Ερντογάν, όπως η άρνησή του να αυξήσει τα επιτόκια και ο νεποτιστικός διορισμός του γαμπρού του στο υπουργείο Οικονομικών, είναι τεράστια. Δεν μπορεί να υπάρξουν υποχωρήσεις. Η ισχυρογνωμοσύνη του Ερντογάν είναι θατσερικού τύπου.
Όλα αυτά δείχνουν ότι τα προβλήματα της Τουρκίας θα χειροτερέψουν προτού αρχίσουν να λύνονται.
Στο πρόσωπο του Τραμπ, ο Ερντογάν βλέπει έναν εξίσου μεγάλο και ανυποχώρητο εγωπαθή. Οι δύο άνδρες έχουν συγκρουστεί για την αδικαιολόγητη φυλάκιση ενός αμερικανού πάστορα με την κατηγορία της τρομοκρατίας. Η συνέχιση της κράτησης του Αντριου Μπράνσον έχει εξοργίσει τον Τραμπ προσωπικά. Η ξαφνική επιβολή δασμών στις εισαγωγές τουρκικού χάλυβα και αλουμινίου ήταν μια απάντηση, που άσκησε πίεση στην Αγκυρα την κρίσιμη στιγμή.
Οι ΗΠΑ και η Τουρκία έχουν όμως γενικότερες διαφωνίες για θέματα όπως η Συρία, όπου ο Ερντογάν έχει καταλάβει εδάφη για να αντιμετωπίσει την απειλή που θεωρεί ότι συνιστούν οι Κούρδοι. O τουρκικός στρατός ενθαρρύνει τη δημιουργία μιας νέας δύναμης από μη κουρδικές αντάρτικες ομάδες της Συρίας με στόχο την εγκαθίδρυση μιας μόνιμης μεθοριακής ουδέτερης ζώνης. Αυτό συναντά φυσικά την αντίθεση της κυβέρνησης Ασαντ. Αλλά και οι ΗΠΑ, που ατύπως έχουν συμμαχήσει με τις κουρδικές δυνάμεις, δεν ενθουσιάζονται με την ιδέα αυτή.
Σε αυτά πρέπει να προστεθούν οι τουρκικές απειλές εναντίον των αμερικανών ειδικών δυνάμεων στη βόρεια Συρία και το Ιράκ, η αντίδραση του Ερντογάν στις αμερικανικές κυρώσεις κατά του Ιράν, οι σκοτεινές σχέσεις της Τουρκίας με ισλαμιστικές οργανώσεις, η επιβολή περιορισμών στις βάσεις που χρησιμοποιούν οι νατοϊκές δυνάμεις και η αγορά υπερσύγχρονων ρωσικών πυραύλων. Δεν είναι περίεργο λοιπόν που οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται σε αυτό το σημείο.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση, από την πλευρά της, ανησυχεί για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για την τύχη της συμφωνίας που αφορά τους πρόσφυγες. Ανησυχίες υπάρχουν ακόμη για τη στάση της Τουρκίας απέναντι στην Κύπρο και τον ενεργειακό χάρτη της ανατολικής Μεσογείου, καθώς και για την εχθρική της στάση προς την Ελλάδα, το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Ο απειλές του Ερντογάν να εγκαταλείψει το ΝΑΤΟ και να αναζητήσει νέους συμμάχους στη Μόσχα και το Πεκίνο έχουν αυξήσει τα επίπεδα τοξικότητας.
Ο Ερντογάν όμως μπορεί τώρα να έχει προβλήματα και με τον Πούτιν. Ο λόγος είναι το Ιντλίμπ, η επαρχία της βορειοδυτικής Συρίας που αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο των αντικυβερνητικών δυνάμεων και 2,5 εκατομμυρίων εκτοπισμένων. Η Μόσχα θέλει την υποστήριξη της Τουρκίας για τη φθινοπωρινή επίθεση στην περιοχή από συριακές, ιρανικές και ρωσικές δυνάμεις. Η Τουρκία φοβάται άλλη μια έξοδο προσφύγων και επιμένει στην ιδέα της ουδέτερης ζώνης, γεγονός που επιτείνει ακόμη περισσότερο τη διεθνή απομόνωσή της.
Ποιος μπορεί να σώσει την Τουρκία από τον εαυτό της; Η ερώτηση αυτή θα έπρεπε να διατυπωθεί αλλιώς: ποιος μπορεί να σώσει την Τουρκία από τον Ερντογάν; Η απάντηση είναι μία: μόνο οι Τούρκοι. Θα χρειαστεί όμως καιρός».
(*) Ο Σάιμον Τίσνταλ είναι αρθρογράφος της Guardian