29 Δεκεμβρίου 2018

Λουτσιάνο Παβαρότι: Υπέρβαρος, γυναικάς, τσιγκούνης -Η απίστευτη ζωή ενός μεγάλου τενόρου [εικόνες & βίντεο]

«Υπήρχαν τενόροι, υπήρχε και ο Παβαρότι» έχει δηλώσει ο Ιταλός σκηνοθέτης Φράνκο Τζεφιρέλι θέλοντας να υπογραμμίσει την αξία και τον καλλιτεχνικό όγκο του Λουτσιάνο Παβαρότι, ο οποίος ξεπήδησε από τη φτώχεια και την αφάνεια και κατάφερε να γίνει διάσημος κερδίζοντας παγκόσμια φήμη και πάρα πολλά χρήματα.

Προερχόμενος από τη μικρή επαρχιακή πόλη Μοντένα της Ιταλίας, χωρίς χρήματα, μόρφωση ή προνόμια, ο Παβαρότι έγινε ένας από τους πιο διάσημους τενόρους στην ιστορία της μουσικής. Η μαμά Αντέλ εργαζόταν στο εργοστάσιο καπνών της περιοχής, και ο μπαμπάς Φερνάντο, αρτοποιός της γειτονιάς, πάντοτε ονειρευόταν να γίνει τραγουδιστής, αλλά ποτέ δεν κατάφερε να νικήσει τη φτώχεια.



O Παβαρότι κατακρίθηκε για τον τρόπο που ανάμειξε την κλασική μουσική με ποπ τραγουδάκια και σουξέ της εποχής του (τραγούδισε ακόμη και με τον Μάικλ Τζάκσον!). Αλλά ο ίδιος ήξερε την αξία που είχε ως τενόρος. «Εκείνος μόνο ήξερε πώς, μπροστά σε ένα ακροατήριο χιλιάδων ατόμων, μπορούσε να πείσει τον καθένα ξεχωριστά ότι τραγουδά για εκείνον μόνο» έγραψαν οι λονδρέζικοι «Times» την επομένη του θανάτου του.



Ηταν εκείνος που μετά τον μεγάλο Ενρίκο Καρούζο έφερε την όπερα κοντά στον απλό κόσμο. Ηθελε πολύ να αγαπήσει την όπερα ο λαός, να την κατεβάσει όσο πιο κάτω γινόταν. «Εκανε ποτέ διαφήμιση της American Express ο Καρούζο; Εγώ το έκανα. Τραγούδησε ποτέ η Μαρία Κάλλας σε γήπεδο ποδοσφαίρου μπροστά σε 20.000 θεατές; Εγώ το έκανα», παινευόταν ο Παβαρότι, δεινός κυνηγός των χρημάτων και της φήμης.

Ηταν το 1972 όταν ο Παβαρότι διαφήμισε την American Express. Ηταν ήδη βεντέτα στις ΗΠΑ και έκανε ρεκόρ πωλήσεων και εισιτηρίων, πράγμα πρωτοφανές για έναν τενόρο. Δεκάδες προτάσεις του γίνονταν συνεχώς που δεν είχαν σχέση με την όπερα. Οταν η πολυεθνική American Express του ζήτησε να την διαφημίσει προβληματίστηκε για λίγο και διερωτήθηκε μήπως η μείξη ειδών καταστρέψει την καριέρα του. Αλλά μετά σκέφτηκε τον Πελέ, το πρότυπό του, ο οποίος είχε ήδη κάνει διαφημίσεις, και δέχτηκε. Ετσι, μια μέρα, εκατομμύρια Αμερικανοί ανακάλυψαν τον Παβαρότι ντυμένο Ροδόλφο να τους κοιτάζει στα μάτια και να τους λέει: Do you know me; Απίστευτο.

Δείτε τον να διαφημίζει την κάρτα συναλλαγών!



Ο χοντρο Παβ

Το πορτρέτο του γίγαντα της όπερας Λουτσιάνο Παβαρότι, με όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες του, περιέγραψε ο Χέμπερτ Μπρέσλιν, πρώην μάνατζέρ του, ο οποίος ύστερα από 36 χρόνια στο πλευρό του έγραψε το βιβλίο «The King And I» (Ο βασιλιάς κι εγώ). Στις σελίδες του βιβλίου του αποκαλύπτει τα πάθη, τις ιδιοτροπίες και την απληστία του «Χοντρο-Παβ», όπως αποκαλούσε τον πρώην εργοδότη του, ο οποίος αν και κέρδιζε πολλά χρήματα ήταν απίστευτα τσιγκούνης.



Ο Παβαρότι με τον πατέρα του, το 1974

Το βάρος του ήταν ένας από τους μεγαλύτερους μπελάδες στη ζωή του. Σκηνοθέτες και σκηνογράφοι καλούνταν να βρουν τρόπους για να αντιμετωπίσουν την ολοένα αυξανόμενη αδυναμία του να κινηθεί στη σκηνή λόγω βάρους: σκάλες αφαιρούνταν γιατί ήταν αδύνατον να τις ανέβει, σκαμπό έσπαζαν στις πιο δραματικές σκηνές, ρούχα σκίζονταν, μαγνητοσκοπήσεις καταστρέφονταν γιατί κάλυπτε τα πλάνα, εισπνεόμενα φάρμακα που έπαιρνε κατά τη διάρκεια των παραστάσεων γίνονταν απ' όλους αντιληπτά. «Αν νομίζετε ότι είμαι ευτυχής με το βάρος μου, κάνετε λάθος. Είμαι ευτυχής, παρά το βάρος μου. Συχνά νιώθω απέχθεια για την εικόνα που παρουσιάζω στους άλλους. Έχω επίγνωση του πώς δείχνω στις φωτογραφίες. Όταν με φωτογραφίζουν μαζί με άλλους, βάζω πάντοτε κάποιον μπροστά μου. Διαφορετικά, γεμίζω υπερβολικά τη φωτογραφία» αναφέρει στη βιογραφία του «Παβαρότι: Ο κόσμος μου» (εκδόσεις Λιβάνη).





Μια διαρκής κατάθλιψη

Στις 22 Δεκεμβρίου 1975 ο Παβαρότι βρισκόταν στο αεροπλάνο που θα τον μετέφερε από τη Νέα Υόρκη στο ΜΙλάνο. Επί ένα χρόνο ένιωθε δυστυχισμένος: η φήμη, η μουσική, η οικογένεια (είχε τρεις κόρες), τίποτα δεν τον ικανοποιούσε και ένας πόνος τον κατέτρωγε. «Ημουν άρρωστος. Είχα βαρειά μελαγχολία. Ενιωθα αηδία για τη ζωή. Με μια λέξη, είχα κατάθλιψη», εξήγησε αργότερα, το 1996. Επιπλέον, οι υποχρεώσεις του τον ανάγκαζαν να ταξιδεύει συνεχώς με αεροπλάνο, το οποίο φοβόταν τρομερά.

Η πτήση του υπήρξε μοιραία και το Boeing 707 που θα τον έφερενε στο Μιλάνο παρολίγο να τσακιστεί, λόγω ομίχλης. Το αεροσκάφος έσκασε στο έδαφος προκαλώντας πανικό και έσπασε στα δύο ώσπου να σταματήσει. Θαύμα, κανείς δεν σκοτώθηκε μόνο μερικοί επιβάτες τραυματίστηκαν. Ο Παβαρότι όχι μόνο δεν έπαθε τίποτα αλλά ανακάλυψε γρήγορα ότι είχε θεραπευτεί από την κατάθλιψη!

«Ηταν η δεύτερη φορά που έβλεπα τον θάνατο καταπρόσωπο. Η πρώτη ήταν μια μυστηριώδης αρρώστεια όταν ήμουν παιδί. Και τώρα η δεύτερη φορά. Φεύγοντας από το αεροδρόμιο είπα στον εαυτό μου ενθυμούμενος τα ανόητα θέματα που με τριβελίζουν εδώ και ένα χρόνο: Dio mio, τι τρέλα», έλεγε στην δημοσιογράφο Εύα Ρουτζιέρι, το 2007.

Το εκπληκτικό αυτής της ιστορίας είναι ότι ο Παβαρότι έκανε αγωγή στην εταιρεία Boeing και τσέπωσε 1 εκατομμύριο δολάρια αποζημίωση, μετά από έξι χρόνια δικαστικής περιπέτειας.



«Δεν τραγουδάω για να μείνω μύθος της όπερας, τραγουδάω για να βγάλω χρήματα» συνήθιζε να λέει ο Παβαρότι. Η περιουσία του υπολογιζόταν στα 450 εκατομμύρια ευρώ και οι σύζυγοί του κονταροχτυπήθηκαν για το ποια θα πάρει περισσότερα χρήματα.

Ο Λουτσιάνο Παβαρότι έκανε δύο γάμους. Ο πρώτος με την Αντουα Βερόνι διήρκεσε 35 χρόνια και μαζί της απέκτησε τρεις κόρες και ο δεύτερος με την τελευταία γραμματέα του, τη Νικολέτα Μαντοβάνι, με την οποία είχε ήδη σχέση οκτώ ετών και μαζί της είχε αποκτήσει μία κόρη.



H Αντουα Βερόνι, σύζυγός του για 34 χρόνια

Ο διάσημος τενόρος δεν υπήρξε πιστός σύζυγος. Για τον Λουτσιάνο μία γυναίκα δεν ήταν αρκετή. Σύμφωνα με όσα έγραψε ο Μπρέσλιν, ο Παβαρότι να έχει πάντα δίπλα του «γραμματείς» με διπλό ρόλο.

Ο λαίμαργος Παβαρότι

1986. Ο Παβαρότι πρέπει να δώσει μια συναυλία στην Κίνα. Αλλά λίγες ημέρες πριν την αναχώρηση ο τενόρος θέλει να τα ακυρώσει όλα γιατί τον ειδοποίησαν ότι το φαγητό στην Κίνα ήταν απαίσιο. Τίποτα δεν ήταν χειρότερο για εκείνον από την κακή μαγειρική. Ο Λουτσιάνο ζήτησε λοιπόν στους σεφ ενός διάσημου εστιατορίου στη Γένοβα να μετακομίσουν την κουζίνα τους στην Κίνα όσο θα βρισκόταν εκείνος εκεί. Αποστολή τους θα ήταν να ταϊσουν τα 300 άτομα που συμμετείχαν στην τουρνέ.

Στο αεροπλάνο που τους μετέφερε οι σκηνές ήταν απερίγραπτες. Στις παραδοσιακές μηχανές εσπρέσο, μηχανές κοπής ζαμπόν και κατσαρόλες, τα οποία συνόδευαν τον Παβαρότι σε κάθε μετακίνησή του, αυτή τη φορά προστέθηκαν κολοσιαίες ποσότητες τροφίμων και σκευών μαγειρικής: μακαρόνια, σκόρδο, λεμόνια, πατάτες, πεπόνια, ντομάτες, κοτόπουλα ωμά, λουκάνικα, ζαμπόν Πάρμας, τυρί γκοργκονζόλα, παρμεζάνα, πεκορίνο στοκαρίστηκαν ανά κιλό στο αεροσκάφος. Σε αυτά προστέθηκαν χιλιάδες λίτρα μεταλικό νερό και Lambrusco, πλάκες μαγειρικής, φούρνος και ψυγεία.



Ωστόσο, οι φανατικοί της όπερας, όσα αρνητικά και να του προσάπτουν, θα έχουν αιώνια κληρονομιά την δισκογραφία του (40 και πλέον ηχογραφημένες όπερες), θα τον θυμούνται ως κορυφαίο Ροντόλφο στην «Μποέμ», ως έναν από τους καλύτερους ερμηνευτές της «Τόσκα».

Ο Παβαρότι τραγούδησε σε 379 παραστάσεις του νεοϋορκέζικου θεάτρου Μετροπόλιταν, από τις οποίες οι 357 ήταν οπερατικές παραγωγές. Εκείνος επέλεξε να τους αποχαιρετήσει για πάντα στις 13 Μαρτίου 2004, τραγουδώντας για πολλοστή φορά τον ρόλο του ζωγράφου Μάριο Καβαραντόσι, εραστή της «Τόσκα». Κι εκείνοι επί δεκαπέντε λεπτά έκλαιγαν, χειροκροτούσαν, τον επανέφεραν στη σκηνή τουλάχιστον δέκα φορές και ύψωσαν για χάρη του ένα λευκό πανό που έγραφε «Λουτσιάνο, σ' αγαπάμε».