13 Δεκεμβρίου 2018

«Success story»: Ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα «βουλιάζει» στα χρέη

Τα θλιβερά στοιχεία της υπερχρέωσης του ιδιωτικού τομέα αποκαλύπτουν τα επικαιροποιημένα στοιχεία για το παγκόσμιο χρέος που έδωσε στην δημοσιότητα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΔΝΤ οι οφειλές ιδιωτών στην χώρα μας άγγιζαν το 137% της οικονομικής δραστηριότητας το 2016, ποσοστό που ισοδυναμεί με περίπου 240 δισεκατομμύρια ευρώ. Το χρέος για τα νοικοκυριά ανερχόταν στο 65% του ΑΕΠ, κάτι που σημαίνει πάνω από 100 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ οι εταιρικές εκκρεμότητες πλησίαζαν το 72%.

Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι η κατάσταση έχει βελτιωθεί σε σχέση με το 2012, όταν το ιδιωτικό χρέος είχε φτάσει σε ιστορικό ρεκόρ και ξεπερνούσε το 147% του ΑΕΠ.

Τα στοιχεία για τις «αλυσίδες» χρέους του ιδιωτικού τομέα δείχνουν τον «Γολγοθά» που έχει μπροστά της η ανάκαμψη της επιχειρηματικότητας, πολλώ μάλλον όταν οι τράπεζες έχουν κλείσει σχεδόν τις στρόφιγγες του ιδιωτικού δανεισμού.

Σύμφωνα τέλος, με τα στοιχεία του ΔΝΤ, τα χρέη του ιδιωτικού τομέα σχεδόν διπλασιάστηκαν από το 2000 έως την αρχή της κρίσης.

Το 2000 οι οφειλές επιχειρήσεων και νοικοκυριών υπολογίζονταν στο 66% του ΑΕΠ. Το 2008, όταν ξέσπασε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, είχαν εκτοξευτεί στο 126% της οικονομικής παραγωγής.

Δείτε το γράφημα από την έκθεση του ΔΝΤ



Νέα ψυχρολουσία από Eurostat: Κατρακύλα της κατανάλωσης

Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, οι Έλληνες βρίσκονται στην 3η κατηγορία της Ευρωζώνης σε όρους κατανάλωσης αλλά και του κατά κεφαλήν ΑΕΠ, την ώρα που κάποιοι νέοι συνέταιροι, όπως η Λιθουανία, «τρέχουν» προς το σκληρό πυρήνα της Ένωσης.

Τα στοιχεία μιλάνε από μόνα τους και αποτυπώνουν τη συνεχή συμπίεση του διαθέσιμου εισοδήματος των Ελλήνων, καθώς οι μετρήσεις και οι συγκρίσεις γίνονται σε όρους Μονάδων Αγοραστικής Δύναμης, που αποτυπώνουν την πραγματική αξία των ευρώ που έχουμε στο πορτοφόλι μας. Η κατά κεφαλήν κατανάλωση, λοιπόν, στην Ελλάδα υποχώρησε από το 79% του κοινοτικού όρου το 2015, στο 77% το 2016 και στο 75% το 2017, αναδεικνύοντας τις περιορισμένες δυνατότητες διάθεσης εισοδημάτων πέραν των απολύτως αναγκαίων.

Οι συγκρίσεις είναι απογοητευτικές, καθώς κάτω από την Ελλάδα βρίσκει κανείς χώρες όπως η Πολωνία, η Σλοβακία, η Εσθονία, όπου όμως η τάση είναι ανοδική.