Σαν χριστουγεννιάτικο βεγγαλικό άστραψε στα βόρεια προάστια η αιφνιδιαστική απόφαση της πιο λαμπερής και από στολισμένο έλατο Μαρίνας Πατούλη να διεκδικήσει τον Δήμο Αμαρουσίου. Η κεραυνοβόλα ετυμηγορία της συζύγου του νυν δημάρχου της πόλης προκάλεσε ενδοοικογενειακές αναταράξεις, εσωκομματικές αναστατώσεις, αυτοδιοικητικούς πονοκεφάλους, επικοινωνιακές αναμοχλεύσεις. Ο αναβρασμός της υποψηφιότητάς της έχει ηλεκτρίσει και τους δημότες που δείχνουν να παρακινούνται από δονήσεις παρόμοιες με εκείνες που προκαλούν οι φαντεζί αναρτήσεις της στα social media.
Οποιος έχει τύχει να δει τα posts που μοιράζεται η Μαρίνα Σταυράκη-Πατούλη με τους διαδικτυακούς φίλους της θα μείνει μάλλον εμβρόντητος από την ενέργεια και την πολυπραγμοσύνη της. Ιδιότητες που σχεδόν υπερβαίνουν τη νοηματοδότηση μιας υπαρξιακής ταυτότητας και ενός βιωματικού ρόλου. Φυσική ξανθιά με διάφανα γαλάζια μάτια σαν ώριμη Σκανδιναβή σταρ του μόντελινγκ, ψηλή με καλλίγραμμη πληθωρική στυλιστικά σιλουέτα, πότε με το ανέμελο φιζίκ και πότε με τις επιτηδευμένα φιλάρεσκες πόζες της κεντρίζει, αν δεν εξάπτει, το ενδιαφέρον όσων την ακολουθούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το εντυπωσιακό είναι ότι η εξοικειωμένη με τον φακό σύζυγος του επί τρεις συναπτές θητείες δημάρχου Αμαρουσίου Γιώργου Πατούλη μοιάζει να βρίσκεται παντού. Οχι με την υστερία της δημόσιας αυτοέκθεσης, αλλά με τη ζέση, τον ζήλο και την ορμή που υποτίθεται ότι συμπυκνώνει εκφραστικά μια ενεργή πολίτης. Εξάλλου, όσοι την έχουν συναναστραφεί επιμένουν πως πίσω από την αδάμαστη έφεσή της προς την κοινωνικότητα κρύβεται ένας ακέραιος άνθρωπος, ανοιχτός, ευγενικός, καλόκαρδος, με πολύ χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Οσο για τους κακεντρεχείς που διαβάλλουν το ενδυματολογικό της γούστο χαρακτηρίζοντας την γκαρνταρόμπα της «μπουτίκ της Μπάρμπι που τράκαρε μετωπικά με την ντουλάπα του Γιάννη Φλωρινιώτη», εκείνοι που τη γνωρίζουν εκ του σύνεγγυς τους απαντούν με τη ρήση της Κοκό Σανέλ, «οι γυναίκες κάνουν τα ρούχα, όχι τα ρούχα τις γυναίκες».
Για τις πολλαπλές εμφανίσεις, πάντως, δεν χρειάζεται τη συνηγορία ή την επιβεβαίωση τρίτων, αρκεί η εκάστοτε φωτογραφική τεκμηρίωση. Είναι αενάως παρούσα σε κοινωνικά και καλλιτεχνικά events εξωραϊστικών και πολιτιστικών συλλόγων, σε φιλανθρωπικά γκαλά, επιστημονικά συμπόσια, φιλολογικά τέια και «γαλάζιες» συνεστιάσεις. Παρευρίσκεται διαρκώς με συγκινητική τρυφερότητα σε εκδηλώσεις ενίσχυσης πυροπαθών, πλημμυροπαθών, ΑΜΕΑ, ορφανών παιδιών και ανήμπορων ανθρώπων τρίτης ηλικίας. Δίνει επίσης ακατάπαυστα το «παρών» σε εκθέσεις ζωγραφικής, θεατρικές παραστάσεις, παιδικά ωδεία, επιδείξεις μόδας, καταθέσεις στεφάνων, μουσικές συναυλίες, εκκλησιαστικές δοξολογίες, πάρτυ γενεθλίων, γαμήλιες δεξιώσεις. Σέρνει, ακόμη, αλέγκρα, ακομπλεξάριστα και ανελλιπώς το τσάμικο στο εκάστοτε δημοτικό πασχαλιάτικο γλέντι με φόντο σούβλες και κλαρίνα, ενώ δεν παραλείπει να επιδίδεται ρυθμικά σε λάτιν φιγούρες στις ιδιωτικές εξόδους της με τον σύζυγό της.
Από τη Μενεγάκη σε ράλι με αντίκες
Παράλληλα, ενίοτε τη συναντά κανείς σε τηλεοπτικές εκπομπές με τη Μενεγάκη, τον Λιάγκα, τη Σκορδά, τη Σταμάτη, σε στούντιο ως guest στους «Μήτσους» του Λαζόπουλου, στο δημοτικό Santa Run, σε ράλι με αντίκες, στην ομιλία του ακαδημαϊκού Γ. Μπαμπινιώτη, σε μπαρ, κλαμπ, ρέστο, σε μεγάλες πίστες με τους Onirama, τους REC, τον Ρέμο και τη Βανδή, καθώς και σε σελίδες περιοδικών καλόπιστης κοινωνικής κριτικής. Αν υπήρχε τηλεμεταφορά, λένε περιπαιχτικά αλλά με κρυμμένο θαυμασμό στην παλιά Μαγκουφάνα και τους εμπορικούς πεζόδρομους του Αμαρουσίου, τότε αυτή η σχεδόν βιονική περσόνα θα διακτινιζόταν ταυτόχρονα σε πολλαπλά κοινωφελή συμβάντα. Για να συγκεντρώσει πάνω της τα φλας των παπαράτσι και όλα τα βλέμματα των παρευρισκομένων αρκεί και μόνο μία κοσμική ή μη εκδήλωση όπου αναδεικνύεται εντυπωσιακή η ίδια με την παγίως γκράντε, τρέντι ή νεο-πόπ εμφάνισή της. Οσο κι αν «στο έσχατο βάθος η αισθητική και η ηθική συμπίπτουν», όπως έλεγε ο Βίτγκενσταϊν, πριν φτάσει κανείς στον πάτο της θάλασσας ή στην άκρη του χρόνου, η παρούσα ζωντάνια της Μαρίνας Πατούλη μάλλον μοιάζει με αντίδοτο στη φτηνή προπαγάνδα και το άρρωστο σεξιστικό bullying που απαξιώνει και συκοφαντεί αυτόν που τολμά να είναι καλαίσθητα διαφορετικός. Περί ορέξεως βέβαια κολοκυθόπιτα, λένε κάποιοι φίλοι της, που φυσικά δεν θα προτιμούσαν την κάθε περιφρονητικά αχτένιστη, άβαφτη και απεριποίητη για οποιοδήποτε δημόσιο αξίωμα.
Πάντως, χάρη σε αυτή την έντονη δραστηριοποίηση, την αμείωτη ενέργεια και την κοινωνική υπερκινητικότητά της, πολλοί δημότες της περιοχής επισημαίνουν ότι ο σύζυγός της και επί 12 χρόνια δήμαρχος στο Μαρούσι τής χρωστάει ένα μέρος από τα μεγάλα ποσοστά που συγκέντρωνε έως τώρα στις κάλπες. Πρόκειται, τονίζουν οι ίδιοι, για μια προσγειωμένη, καλλιεργημένη και ευδιάθετη γυναίκα η οποία -παρά τα όσα άστοχα της καταμαρτυρούν εκείνοι που δεν συμπαθούν το υποτιθέμενα ανέμελο lifestyle της- δεν ακροβατεί μεταξύ υπερβολής και ιλαρότητας. Είναι σύζυγος, μητέρα, εργαζόμενη, σοβαρή επαγγελματίας και αυτοδημιούργητη. Περισσότερα από 25 χρόνια πτυχιούχος της Φιλοσοφικής, έχει δουλέψει ως φιλόλογος, διδάσκοντας Αρχαία Ελληνική και Λατινική Λογοτεχνία σε γνωστά φροντιστήρια της Αθήνας και του Αμαρουσίου, ενώ κόλλησε και τα ένσημά της στην ιδιωτική και τη δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Εγκάρδιος και μοντέρνος άνθρωπος, χωρίς υποκριτική ασπίδα και δόρυ υπεροψίας, μακριά από παρακμιακά κλισέ και μουχλιασμένες ενοχές, αποφάσισε να κατέβει την άνοιξη του 2014 για δημοτική σύμβουλος στη γειτονιά της, την Πεύκη. Παρότι ο σύζυγός της είχε διατελέσει πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του ίδιου δήμου από το 2002, ενώ από το 2006 ήταν πλέον δήμαρχος του γειτονικού Αμαρουσίου, η ίδια αγνόησε τις εγκλήσεις περί οικογενειοκρατίας που τις φόρτωναν.
Με τσαγανό πορεύτηκε προεκλογικά εκείνη την περίοδο με το δικό της αντισυμβατικό ύφος, ενδεχομένως σύμφωνα με το απόφθεγμα του Γκορ Βιντάλ «στυλ είναι να ξέρεις ποιος είσαι, τι θέλεις να πεις και να μη σου καίγεται καρφί». Απέναντι στη μικρόψυχη κακεντρέχεια ενός ιδιότυπου σνομπισμού, προερχόμενου από τους κατά τα άλλα υπερασπιστές της ισότητας των φύλων που την κατηγορούσαν ως γραφική, έδωσε τη μάχη της με αξιοπρέπεια και κυρίως με απαράμιλλη εξωστρεφή αμεσότητα. Κρίθηκε από την κοινωνία κερδίζοντας την εμπιστοσύνη των συμπολιτών της, με αποτέλεσμα να σαρώσει σε προτιμήσεις και να εκλεγεί πρώτη σε σταυρούς με τον νικηφόρο στις κάλπες συνδυασμό του Τάσου Μαυρίδη «Πεύκη-Λυκόβρυση. Η Πόλη της Ζωής μας». Ανέλαβε τη θέση της προέδρου στον τομέα για το περιβάλλον, τον αθλητισμό και τον πολιτισμό του δήμου και παρέδωσε σημαντικό έργο όταν παραιτήθηκε από αυτό το πόστο πριν από τρία χρόνια.
Πάντα παρούσα σε κοινωνικά και καλλιτεχνικά events εξωραϊστικών και πολιτιστικών συλλόγων, σε φιλανθρωπικά γκαλά, επιστημονικά συμπόσια, φιλολογικά τέια και «γαλάζιες» συνεστιάσεις. Εδώ συνοδεύοντας τον σύζυγό της και επί τρεις θητείες δήμαρχο Αμαρουσίου
Sex symbol ή γυναίκα της διπλανή πόρτας;
Στο μεσοδιάστημα, με τα δικά της φανταχτερά ενσταντανέ που κοσμούν τις δικτυακές της σελίδες ενσάρκωνε στο κοινό της το όνειρο του υπέρκομψου τζετ-σετ ταξιδιώτη στις μητροπόλεις της παγκόσμιας διασκέδασης, ο οποίος προηγουμένως πέρασε, όπως η ίδια, από την Τήνο με λουλακί καφτάνι για την ευλογία της Μεγαλόχαρης. Κι όμως η ίδια, παρότι αποποιείται τον χαρακτηρισμό sex symbol που της αποδίδουν -διακινώντας σχεδόν πεισματικά την επιθυμία της να είναι η γυναίκα της διπλανής πόρτας- μοιάζει να συνοψίζει στον υπερθετικό βαθμό τις ονειροπολήσεις της μέσης Ελληνίδας νοικοκυράς που πλένει τα πιάτα πάνω από τον νεροχύτη. Δεν είναι μόνο τα εξωτικού τύπου στιγμιότυπά της με μαγιό υπερπαραγωγή και λουκ γοργόνας στις χρυσές παραλίες των κοσμικών ελληνικών νησιών που διεγείρουν ενθουσιώδεις φαντασιώσεις. Είναι το δέος στη θέα της με λευκό κοστούμι, σε στυλ στολής εξόδου Νο8 των αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού με τα μεγάλα χρυσά κουμπιά σαν από το πανωφόρι του ναυάρχου Νέλσον, με το οποίο προσήλθε στον Λευκό Οίκο επί προεδρίας Τραμπ. Είναι η σιέλ γούνα της στο «Galleries Lafayette» του Παρισιού, είναι οι δερμάτινες μπότες πάνω από το γόνατο αλά Ντ’ Αρτανιάν τόσο στη Ρώμη όσο και στην Carnaby street του Λονδίνου, είναι η με περίσσια χάρη καλιφορνέζικη βόλτα με αέρινη διαφανή δημιουργία και χτένισμα κομμωτηρίου στην αχανή αμμουδιά της Venice beach στον Ατλαντικό.
Μια και δεν αποτελούσε προτεραιότητά της, ίσως να μην ενσάρκωσε ενδυματολογικά το απόλυτο fashion icon διαλέγοντας ρούχα που την κολακεύουν, αλλά δώριζε απλόχερα στην ευρύτερη πολιτική σκηνή -πότε με πολύχρωμο αθλητικό outfit και πότε με ψηλοτάκουνες γόβες-ουρανοξύστη, άλλοτε με snake print παντελόνι και άλλοτε με μεταξωτό φόρεμα στην απόχρωση του κόκκινου της Βουργουνδίας με βαθύ ντεκολτέ- τις συναρπαστικές ριπές ενός ελκυστικού σόου. Ετσι κι αλλιώς και η πολιτική επικοινωνιακά είναι μια επιδέξια παράσταση εντυπώσεων. Αν και η ίδια έχει δηλώσει ότι ποτέ δεν μπήκε στη διαδικασία να κάνει εκπτώσεις για πράγματα τα οποία είναι άνευ ουσίας, όπως είναι η εξωτερική εμφάνιση, έστω και αυθόρμητα αποτύπωνε σχεδόν μαγνητικά μια γοητεία. Για πολλούς ήταν η επιτομή του κιτς. Μόνο που το κιτς δεν ανατέμνει την απουσία καλού γούστου. Περιγράφει την εσκεμμένη έλλειψη καλού γούστου σε συνδυασμό με την επιμονή όσων είναι άσχετοι με την τέχνη, την παιδεία και τον πολιτισμό να αποδείξουν ότι δεν είναι κακόγουστοι. Υπό αυτή την οπτική η Μαρίνα Πατούλη προσωποποιούσε μια εναλλακτική Μαρίνα των βράχων. Οπου «βράχος», συνώνυμο της ροκ. Ισως στην πιο γκλίτερ εκδοχή της, αλλά υπό συνθήκες εξίσου σκληρές.
Η οικογένεια Πατούλη ποζάρει μπροστά από το χριστουγεννιάτικο δέντρο
Η υποψηφιότητα
Τον Οκτώβριο γνωστοποίησε την απόφασή της να μην είναι υποψήφια δημοτική σύμβουλος στην Πεύκη για τις επερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές. Οι φήμες έκαναν λόγο πως χάρη στην αδιαμφισβήτητη υψηλή δημοτικότητά της ήθελε να διεκδικήσει τον δημαρχιακό θώκο της πόλης. Η επιθυμία της σκάλωσε στον νυν δήμαρχο που θα ήθελε μία ακόμη θητεία. Παρ’ όλα αυτά, οι θεμιτές φιλοδοξίες της για συμμετοχή και προσφορά στα αυτοδιοικητικά κοινά την ώθησαν να ανακαλύψει νέες προκλήσεις. Ο Γιώργος Πατούλης είχε ήδη πάρει το χρίσμα της Ν.Δ. για την Περιφέρεια Αττικής, αλλά η ίδια μάλλον δεν βολευόταν στην ιδέα της συμβολικής αξιοποίησής της στον συμβατικά επικοινωνιακό ρόλο της συζύγου ενός πιθανού μελλοντικού περιφερειάρχη. Επιδίωξε συνάντηση με τον υποψήφιο δήμαρχο Αθήνας Κώστα Μπακογιάννη εκφράζοντας στο γραφείο του την πρόθεσή της να συμπεριληφθεί στο ψηφοδέλτιό του. Εκείνος όμως της ανέπτυξε ευγενικά έναν προβληματισμό ο οποίος συναρθρωνόταν με τη στρατηγική του προέδρου της Ν.Δ. να μην επιτρέψει τη διαιώνιση της οικογενειοκρατίας. Αναπόφευκτα κάθε περαιτέρω συζήτηση μεταξύ τους για ενδεχόμενη ενεργοποίησή της θα αποδεικνυόταν ατελέσφορη.
Εν τω μεταξύ, στο Μαρούσι, τη «γαλάζια» κομματική στήριξη κέρδισε η δημαρχιακή υποψηφιότητα του Θεόδωρου Αμπατζόγλου, στενού συνεργάτη του τέως προέδρου της Ν.Δ. Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Φαρμακοποιός, με σημαντική διοικητική εμπειρία την τελευταία δεκαετία ως διοικητής του ΙΚΑ και του ΟΑΕΔ, καθώς και πρόεδρος του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, ο Αμπατζόγλου φάνταζε στους υποστηρικτές του ως ιδανικός υποψήφιος αντικαταστάτης του Γιώργου Πατούλη μετά την αποχώρηση του τελευταίου από τον δημαρχιακό θώκο. Ωστόσο, όπως λένε έμπειροι αυτοδιοικητικοί κύκλοι στο Μαρούσι με μια περίπου μονόχνοτη προσέγγιση, ο «γαλάζιος» εκλεκτός για τον δήμο φαίνεται να απορρίπτει τη συμμετοχή της δυναμικής Πευκιώτισσας από τα ψηφοδέλτια της δημοτικής του παράταξης. Αστραψε και βρόντηξε γι’ αυτόν τον παραμερισμό η «Πατούλαινα» - υποκοριστικό που της έχουν προσδώσει στο Μαρούσι, αλλά δεν την ενοχλεί μια και δεν έχει τίποτα να κρύψει. Είναι μάχιμη, εργάζεται ως αποσπασμένη στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, με ανοιχτά δημοσιοποιημένο «πόθεν έσχες».
Η επανάσταση της «Πατούλαινας»
Αναμενόμενα, βιώνοντας μια γραφειοκρατικού τύπου απορριπτική σκοπιμότητα, την έπνιγε το δίκιο καθώς έβρισκε μπροστά της κλειστές πόρτες. Στο κάτω-κάτω μια ωραία και καταδεκτικά συμπαθής γυναίκα μπορεί να είναι και αυθύπαρκτη οντότητα. Οχι μόνο η περιγραφή μιας τρέσας τσουρουφλισμένης από τον λίβα που καίει τα σπαρτά, μιας γκλαμ τουαλέτας με δαντέλα, παγέτες και στρας αλά «Δυναστεία», καθώς και μερικών κιλών χρυσομπογιάς που έχει βάψει καναπέδες, καρέκλες, κάδρα, πόμολα και κουρτίνες στο αισθητικής Βερσαλλιών σαλόνι ενός προικώου διαμερίσματος στην Πεύκη. Η ίδια πίσω από το συνήθως άψογο μακιγιάζ της και τα επώνυμα υπερμεγέθη Polarized γυαλιά ηλίου, τύπου μυστηριώδους Χολιγουντιανής ντίβας, έχει αποδείξει ότι διαθέτει δεξιότητες αυτοεκτίμησης και συνεργατικότητας, συνδυάζοντας επαγγελματικό κύρος και κοινωνική αποδοχή. Χώρια που τις Κυριακές μπαίνει στην κουζίνα και μαγειρεύει για την οικογένειά της.
Ποιο άραγε κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό κεκτημένο θα της ζητούσε υποταγή, καρτερικότητα, υπερβάλλουσα σεμνότητα, χαμηλές προσδοκίες στις παρωχημένες προδιαγραφές του γυναικείου προτύπου από τα τέλη του 19ου αιώνα; Λογικά, μια σύγχρονη γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της θα έπραττε όπως ακριβώς η ίδια. Επέλεξε να βγει με περισσή αυτοπεποίθηση την παραμονή των Χριστουγέννων να ανακοινώσει ότι πέρα από κομματικές πειθαρχίες και υποδείξεις, αδιαφορώντας για συστήματα και πιέσεις, τον Μάιο του 2019 θα διεκδικήσει τον Δήμο Αμαρουσίου και μόνο οι πολίτες θα κρίνουν την επιλογή της. Είχε βέβαια προηγηθεί δημοσκόπηση της εταιρείας Opinion Poll, η οποία έδειχνε ισχυρό ρεύμα υπέρ της Μαρίνας Σταυράκη-Πατούλη. Ατυχώς, σαν πικρό κερασάκι στην τούρτα-δώρο για την τόλμη της ήρθε η συντονισμένη με την κομματική γραμμή ανακοίνωση του συζύγου της να ταχθεί υπέρ του Θεόδωρου Αμπατζόγλου για το πόστο του δημάρχου στη γενέτειρα του Σπύρου Λούη. Η ίδια αρκέστηκε να ψελλίσει: «Δεν υπάρχει καμία πικρία με τον ακριβοδίκαιο άντρα μου. Είμαστε μαζί 32 χρόνια και η σχέση αυτή έχει δοκιμαστεί».
Ο έρωτας και το μικρόβιο της πολιτικής
«Eνα πράγμα που σέβομαι στη Μαρίνα είναι ότι είναι πιο ζαμανφού από εμένα. Θα κάνει αυτό που της αρέσει, χωρίς να ενδιαφέρεται γι’ αυτό που θα πει ο διπλανός της», έλεγε σε ανύποπτο χρόνο σε συνέντευξή του ο Γιώργος Πατούλης. Και αργότερα συμπλήρωνε: «Μπορεί υφολογικά να μοιάζει ξέγνοιαστη, αλλά συνδυάζει ηθική, αξίες, ενίοτε εξεζητημένο στυλ και πάντα πυγμή». Είναι ίσως ο καλώς εννοούμενος τσαμπουκάς του μοναχοπαιδιού. Ενδεχομένως θυμόταν εκείνο τον μακρινό ζεστό Δεκαπενταύγουστο του 1986, όταν εξουθενωνόταν από τις εφημερίες και τις βάρδιες στις κλινικές της ηλιόλουστης Πάρου ως τελειόφοιτος της Ιατρικής.
Ηταν ένα παλικάρι «με φυσιογνωμία αλά Τζορτζ Κλούνεϊ στα νιάτα του», όπως είχε δηλώσει η σύζυγός του στο παρελθόν, που είχε ως χόμπι τις πολεμικές τέχνες και μάθαινε γερμανικά για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Χαϊδελβέργη. Τελικά ειδικεύτηκε ως ορθοπεδικός χειρουργός στο Λαϊκό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου και εκπόνησε και τη διδακτορική διατριβή του και έγινε ο μετέπειτα -και έως σήμερα- πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Την ώρα που ο νεαρός περπατούσε αμέριμνος πλάι στον Μύλο του λιμανιού της Πάρου είδε μια νεαρή κομψή κατάξανθη κοπέλα με προδιαγραφές βορειοευρωπαϊκού μοντέλου πασαρέλας, η οποία μόλις είχε κατέβει από το καράβι της γραμμής και αναζητούσε κατάλυμα. Την πλησίασε και -λίγο καμάκι, λίγο εξάσκηση στα γερμανικά- «Σπρέχεν Ντόιτς;». Αυτή γύρισε ενοχλημένη και του απάντησε:
«Ελληνίδα είμαι. Δεν με κατάλαβες;». Ηταν η απρόοπτη αρχή μιας πρώτης γνωριμίας της Μαρίνας και του Γιώργου που θα εξελισσόταν σε κεραυνοβόλο έρωτα με συνταγή σχεδόν κινηματογραφικού σεναρίου. Εκείνη ήταν η μοναχοκόρη, για την ακρίβεια μοναχοπαίδι, ενός γνωστού δικηγόρου από τη Νέα Σμύρνη που εργαζόταν στον ΟΛΠ και εκείνος ο μικρότερος από τα δύο αδέλφια των οποίων η χήρα μητέρα διατηρούσε ένα μαγαζάκι με είδη γάμων και βαφτίσεων στα Κάτω Πετράλωνα.
Και οι δύο συμπτωματικά είχαν καταγωγή από τα Χανιά. Η Μαρίνα Σταυράκη είχε πετύχει στη Νομική, αλλά επειδή είχε κόλλημα με τη λογοτεχνία έδωσε εξετάσεις και πέρασε τελικά στο Τμήμα Φιλολογίας στα Γιάννενα. Εκείνη την εποχή προσπαθούσε να πάρει μεταγραφή στην Αθήνα. Το φλογερό ειδύλλιο της πρόσφερε μια απρόσμενη ευκαιρία. Αχώριστοι από την πρώτη στιγμή, είχαν αποφασίσει να συνδέσουν τη ζωή τους και έτσι παντρεύτηκαν μυστικά με πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο Αμαρουσίου μέσα σε τέσσερις μήνες, στις 19 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου! Με αυτό τον τρόπο πήρε τη μεταγραφή στην Αθήνα η Μαρίνα, αφού είχε σύζυγο φοιτητή. Εκτοτε δεν απομακρύνθηκαν ποτέ ο ένας από τον άλλον και οριστικοποίησαν θρησκευτικά τον δεσμό τους έξι χρόνια αργότερα, το 1991. Με τη στήριξη των γονιών τους εγκαταστάθηκαν στην Πεύκη, όπου ο πατέρα της Μαρίνας διέθετε εξοχικό από την εποχή που η περιοχή της Μαγκουφάνας ήταν περισσότερο αγροτικό χωριό παρά αστική γειτονιά των βορείων προαστίων. Από εκεί ξεκίνησαν την επιτυχημένη επαγγελματική τους σταδιοδρομία. Και από τον ίδιο χώρο προσβλήθηκαν από το μικρόβιο της πολιτικής και της προσφοράς στα κοινά, σύμφωνα με τη ρήση του Γιώργου: «Πρέπει να έχουν ήλιο στην πολιτική οι πορφυρογέννητοι αλλά και τα παιδιά της κυρα-Πόπης (σ.σ.: όπως λένε τη μητέρα του) από τα Κάτω Πετράλωνα». Αρκετά χρόνια αργότερα ήρθε να συμπληρώσει την εσωτερική πληρότητα στη ζωή τους ο μικρός Αλέξανδρος που ήδη περπατάει στα 13 του χρόνια.
Σήμερα αμφότεροι έχουν επιλέξει το αυτοδιοικητικό μονοπάτι που θέλουν να ακολουθήσουν. Με τη Μαρίνα να παίρνει μεγαλύτερα ρίσκα, έχοντας επίγνωση ότι χωρίς αυτοσεβασμό δεν έχεις αυτοπεποίθηση, χωρίς αυτοπεποίθηση δεν έχεις ταυτότητα, και χωρίς ταυτότητα δεν έχεις στυλ. Είναι δικαίωμα της ως Ελληνίδας πολίτη να κατέβει ως υποψήφια δήμαρχος. Το αν εκλεγεί θα εξαρτηθεί από το τι πρεσβεύει και αν την εμπιστεύονται οι συμπολίτες της, όχι από το αν το χρυσοποίκιλτο σαλόνι της ή οι ενδυματολογικές επιλογές της είναι αποδεκτές από το μέσο γούστο. Ενδεχομένως, στην περίπτωση που τη δεχτούν στο δημοτικό ψηφοδέλτιο που στηρίζει το κόμμα της, να υποχωρήσει από τη διεκδίκηση του δήμου. Αρκεί η πρόταση που θα της γίνει να μη συνδέεται με συναλλαγές, προαπαιτούμενα και πιέσεις, αλλά κυρίως να τη δικαιώνει ηθικά. Διαφορετικά τον ξέρει τον δρόμο. Είναι αυτός που συνοδεύει το ringtone του κινητού της τηλεφώνου που ρυθμικά παιανίζει τους στίχους από το τραγούδι του Αντώνη Ρέμου «Ομως ποια λογική, ποια τακτική, η καρδιά με πηγαίνει εμένα...».
Οποιος έχει τύχει να δει τα posts που μοιράζεται η Μαρίνα Σταυράκη-Πατούλη με τους διαδικτυακούς φίλους της θα μείνει μάλλον εμβρόντητος από την ενέργεια και την πολυπραγμοσύνη της. Ιδιότητες που σχεδόν υπερβαίνουν τη νοηματοδότηση μιας υπαρξιακής ταυτότητας και ενός βιωματικού ρόλου. Φυσική ξανθιά με διάφανα γαλάζια μάτια σαν ώριμη Σκανδιναβή σταρ του μόντελινγκ, ψηλή με καλλίγραμμη πληθωρική στυλιστικά σιλουέτα, πότε με το ανέμελο φιζίκ και πότε με τις επιτηδευμένα φιλάρεσκες πόζες της κεντρίζει, αν δεν εξάπτει, το ενδιαφέρον όσων την ακολουθούν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το εντυπωσιακό είναι ότι η εξοικειωμένη με τον φακό σύζυγος του επί τρεις συναπτές θητείες δημάρχου Αμαρουσίου Γιώργου Πατούλη μοιάζει να βρίσκεται παντού. Οχι με την υστερία της δημόσιας αυτοέκθεσης, αλλά με τη ζέση, τον ζήλο και την ορμή που υποτίθεται ότι συμπυκνώνει εκφραστικά μια ενεργή πολίτης. Εξάλλου, όσοι την έχουν συναναστραφεί επιμένουν πως πίσω από την αδάμαστη έφεσή της προς την κοινωνικότητα κρύβεται ένας ακέραιος άνθρωπος, ανοιχτός, ευγενικός, καλόκαρδος, με πολύ χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Οσο για τους κακεντρεχείς που διαβάλλουν το ενδυματολογικό της γούστο χαρακτηρίζοντας την γκαρνταρόμπα της «μπουτίκ της Μπάρμπι που τράκαρε μετωπικά με την ντουλάπα του Γιάννη Φλωρινιώτη», εκείνοι που τη γνωρίζουν εκ του σύνεγγυς τους απαντούν με τη ρήση της Κοκό Σανέλ, «οι γυναίκες κάνουν τα ρούχα, όχι τα ρούχα τις γυναίκες».
Για τις πολλαπλές εμφανίσεις, πάντως, δεν χρειάζεται τη συνηγορία ή την επιβεβαίωση τρίτων, αρκεί η εκάστοτε φωτογραφική τεκμηρίωση. Είναι αενάως παρούσα σε κοινωνικά και καλλιτεχνικά events εξωραϊστικών και πολιτιστικών συλλόγων, σε φιλανθρωπικά γκαλά, επιστημονικά συμπόσια, φιλολογικά τέια και «γαλάζιες» συνεστιάσεις. Παρευρίσκεται διαρκώς με συγκινητική τρυφερότητα σε εκδηλώσεις ενίσχυσης πυροπαθών, πλημμυροπαθών, ΑΜΕΑ, ορφανών παιδιών και ανήμπορων ανθρώπων τρίτης ηλικίας. Δίνει επίσης ακατάπαυστα το «παρών» σε εκθέσεις ζωγραφικής, θεατρικές παραστάσεις, παιδικά ωδεία, επιδείξεις μόδας, καταθέσεις στεφάνων, μουσικές συναυλίες, εκκλησιαστικές δοξολογίες, πάρτυ γενεθλίων, γαμήλιες δεξιώσεις. Σέρνει, ακόμη, αλέγκρα, ακομπλεξάριστα και ανελλιπώς το τσάμικο στο εκάστοτε δημοτικό πασχαλιάτικο γλέντι με φόντο σούβλες και κλαρίνα, ενώ δεν παραλείπει να επιδίδεται ρυθμικά σε λάτιν φιγούρες στις ιδιωτικές εξόδους της με τον σύζυγό της.
Από τη Μενεγάκη σε ράλι με αντίκες
Παράλληλα, ενίοτε τη συναντά κανείς σε τηλεοπτικές εκπομπές με τη Μενεγάκη, τον Λιάγκα, τη Σκορδά, τη Σταμάτη, σε στούντιο ως guest στους «Μήτσους» του Λαζόπουλου, στο δημοτικό Santa Run, σε ράλι με αντίκες, στην ομιλία του ακαδημαϊκού Γ. Μπαμπινιώτη, σε μπαρ, κλαμπ, ρέστο, σε μεγάλες πίστες με τους Onirama, τους REC, τον Ρέμο και τη Βανδή, καθώς και σε σελίδες περιοδικών καλόπιστης κοινωνικής κριτικής. Αν υπήρχε τηλεμεταφορά, λένε περιπαιχτικά αλλά με κρυμμένο θαυμασμό στην παλιά Μαγκουφάνα και τους εμπορικούς πεζόδρομους του Αμαρουσίου, τότε αυτή η σχεδόν βιονική περσόνα θα διακτινιζόταν ταυτόχρονα σε πολλαπλά κοινωφελή συμβάντα. Για να συγκεντρώσει πάνω της τα φλας των παπαράτσι και όλα τα βλέμματα των παρευρισκομένων αρκεί και μόνο μία κοσμική ή μη εκδήλωση όπου αναδεικνύεται εντυπωσιακή η ίδια με την παγίως γκράντε, τρέντι ή νεο-πόπ εμφάνισή της. Οσο κι αν «στο έσχατο βάθος η αισθητική και η ηθική συμπίπτουν», όπως έλεγε ο Βίτγκενσταϊν, πριν φτάσει κανείς στον πάτο της θάλασσας ή στην άκρη του χρόνου, η παρούσα ζωντάνια της Μαρίνας Πατούλη μάλλον μοιάζει με αντίδοτο στη φτηνή προπαγάνδα και το άρρωστο σεξιστικό bullying που απαξιώνει και συκοφαντεί αυτόν που τολμά να είναι καλαίσθητα διαφορετικός. Περί ορέξεως βέβαια κολοκυθόπιτα, λένε κάποιοι φίλοι της, που φυσικά δεν θα προτιμούσαν την κάθε περιφρονητικά αχτένιστη, άβαφτη και απεριποίητη για οποιοδήποτε δημόσιο αξίωμα.
Πάντως, χάρη σε αυτή την έντονη δραστηριοποίηση, την αμείωτη ενέργεια και την κοινωνική υπερκινητικότητά της, πολλοί δημότες της περιοχής επισημαίνουν ότι ο σύζυγός της και επί 12 χρόνια δήμαρχος στο Μαρούσι τής χρωστάει ένα μέρος από τα μεγάλα ποσοστά που συγκέντρωνε έως τώρα στις κάλπες. Πρόκειται, τονίζουν οι ίδιοι, για μια προσγειωμένη, καλλιεργημένη και ευδιάθετη γυναίκα η οποία -παρά τα όσα άστοχα της καταμαρτυρούν εκείνοι που δεν συμπαθούν το υποτιθέμενα ανέμελο lifestyle της- δεν ακροβατεί μεταξύ υπερβολής και ιλαρότητας. Είναι σύζυγος, μητέρα, εργαζόμενη, σοβαρή επαγγελματίας και αυτοδημιούργητη. Περισσότερα από 25 χρόνια πτυχιούχος της Φιλοσοφικής, έχει δουλέψει ως φιλόλογος, διδάσκοντας Αρχαία Ελληνική και Λατινική Λογοτεχνία σε γνωστά φροντιστήρια της Αθήνας και του Αμαρουσίου, ενώ κόλλησε και τα ένσημά της στην ιδιωτική και τη δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Εγκάρδιος και μοντέρνος άνθρωπος, χωρίς υποκριτική ασπίδα και δόρυ υπεροψίας, μακριά από παρακμιακά κλισέ και μουχλιασμένες ενοχές, αποφάσισε να κατέβει την άνοιξη του 2014 για δημοτική σύμβουλος στη γειτονιά της, την Πεύκη. Παρότι ο σύζυγός της είχε διατελέσει πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του ίδιου δήμου από το 2002, ενώ από το 2006 ήταν πλέον δήμαρχος του γειτονικού Αμαρουσίου, η ίδια αγνόησε τις εγκλήσεις περί οικογενειοκρατίας που τις φόρτωναν.
Με τσαγανό πορεύτηκε προεκλογικά εκείνη την περίοδο με το δικό της αντισυμβατικό ύφος, ενδεχομένως σύμφωνα με το απόφθεγμα του Γκορ Βιντάλ «στυλ είναι να ξέρεις ποιος είσαι, τι θέλεις να πεις και να μη σου καίγεται καρφί». Απέναντι στη μικρόψυχη κακεντρέχεια ενός ιδιότυπου σνομπισμού, προερχόμενου από τους κατά τα άλλα υπερασπιστές της ισότητας των φύλων που την κατηγορούσαν ως γραφική, έδωσε τη μάχη της με αξιοπρέπεια και κυρίως με απαράμιλλη εξωστρεφή αμεσότητα. Κρίθηκε από την κοινωνία κερδίζοντας την εμπιστοσύνη των συμπολιτών της, με αποτέλεσμα να σαρώσει σε προτιμήσεις και να εκλεγεί πρώτη σε σταυρούς με τον νικηφόρο στις κάλπες συνδυασμό του Τάσου Μαυρίδη «Πεύκη-Λυκόβρυση. Η Πόλη της Ζωής μας». Ανέλαβε τη θέση της προέδρου στον τομέα για το περιβάλλον, τον αθλητισμό και τον πολιτισμό του δήμου και παρέδωσε σημαντικό έργο όταν παραιτήθηκε από αυτό το πόστο πριν από τρία χρόνια.
Πάντα παρούσα σε κοινωνικά και καλλιτεχνικά events εξωραϊστικών και πολιτιστικών συλλόγων, σε φιλανθρωπικά γκαλά, επιστημονικά συμπόσια, φιλολογικά τέια και «γαλάζιες» συνεστιάσεις. Εδώ συνοδεύοντας τον σύζυγό της και επί τρεις θητείες δήμαρχο Αμαρουσίου
Sex symbol ή γυναίκα της διπλανή πόρτας;
Στο μεσοδιάστημα, με τα δικά της φανταχτερά ενσταντανέ που κοσμούν τις δικτυακές της σελίδες ενσάρκωνε στο κοινό της το όνειρο του υπέρκομψου τζετ-σετ ταξιδιώτη στις μητροπόλεις της παγκόσμιας διασκέδασης, ο οποίος προηγουμένως πέρασε, όπως η ίδια, από την Τήνο με λουλακί καφτάνι για την ευλογία της Μεγαλόχαρης. Κι όμως η ίδια, παρότι αποποιείται τον χαρακτηρισμό sex symbol που της αποδίδουν -διακινώντας σχεδόν πεισματικά την επιθυμία της να είναι η γυναίκα της διπλανής πόρτας- μοιάζει να συνοψίζει στον υπερθετικό βαθμό τις ονειροπολήσεις της μέσης Ελληνίδας νοικοκυράς που πλένει τα πιάτα πάνω από τον νεροχύτη. Δεν είναι μόνο τα εξωτικού τύπου στιγμιότυπά της με μαγιό υπερπαραγωγή και λουκ γοργόνας στις χρυσές παραλίες των κοσμικών ελληνικών νησιών που διεγείρουν ενθουσιώδεις φαντασιώσεις. Είναι το δέος στη θέα της με λευκό κοστούμι, σε στυλ στολής εξόδου Νο8 των αξιωματικών του Πολεμικού Ναυτικού με τα μεγάλα χρυσά κουμπιά σαν από το πανωφόρι του ναυάρχου Νέλσον, με το οποίο προσήλθε στον Λευκό Οίκο επί προεδρίας Τραμπ. Είναι η σιέλ γούνα της στο «Galleries Lafayette» του Παρισιού, είναι οι δερμάτινες μπότες πάνω από το γόνατο αλά Ντ’ Αρτανιάν τόσο στη Ρώμη όσο και στην Carnaby street του Λονδίνου, είναι η με περίσσια χάρη καλιφορνέζικη βόλτα με αέρινη διαφανή δημιουργία και χτένισμα κομμωτηρίου στην αχανή αμμουδιά της Venice beach στον Ατλαντικό.
Μια και δεν αποτελούσε προτεραιότητά της, ίσως να μην ενσάρκωσε ενδυματολογικά το απόλυτο fashion icon διαλέγοντας ρούχα που την κολακεύουν, αλλά δώριζε απλόχερα στην ευρύτερη πολιτική σκηνή -πότε με πολύχρωμο αθλητικό outfit και πότε με ψηλοτάκουνες γόβες-ουρανοξύστη, άλλοτε με snake print παντελόνι και άλλοτε με μεταξωτό φόρεμα στην απόχρωση του κόκκινου της Βουργουνδίας με βαθύ ντεκολτέ- τις συναρπαστικές ριπές ενός ελκυστικού σόου. Ετσι κι αλλιώς και η πολιτική επικοινωνιακά είναι μια επιδέξια παράσταση εντυπώσεων. Αν και η ίδια έχει δηλώσει ότι ποτέ δεν μπήκε στη διαδικασία να κάνει εκπτώσεις για πράγματα τα οποία είναι άνευ ουσίας, όπως είναι η εξωτερική εμφάνιση, έστω και αυθόρμητα αποτύπωνε σχεδόν μαγνητικά μια γοητεία. Για πολλούς ήταν η επιτομή του κιτς. Μόνο που το κιτς δεν ανατέμνει την απουσία καλού γούστου. Περιγράφει την εσκεμμένη έλλειψη καλού γούστου σε συνδυασμό με την επιμονή όσων είναι άσχετοι με την τέχνη, την παιδεία και τον πολιτισμό να αποδείξουν ότι δεν είναι κακόγουστοι. Υπό αυτή την οπτική η Μαρίνα Πατούλη προσωποποιούσε μια εναλλακτική Μαρίνα των βράχων. Οπου «βράχος», συνώνυμο της ροκ. Ισως στην πιο γκλίτερ εκδοχή της, αλλά υπό συνθήκες εξίσου σκληρές.
Η οικογένεια Πατούλη ποζάρει μπροστά από το χριστουγεννιάτικο δέντρο
Η υποψηφιότητα
Τον Οκτώβριο γνωστοποίησε την απόφασή της να μην είναι υποψήφια δημοτική σύμβουλος στην Πεύκη για τις επερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές. Οι φήμες έκαναν λόγο πως χάρη στην αδιαμφισβήτητη υψηλή δημοτικότητά της ήθελε να διεκδικήσει τον δημαρχιακό θώκο της πόλης. Η επιθυμία της σκάλωσε στον νυν δήμαρχο που θα ήθελε μία ακόμη θητεία. Παρ’ όλα αυτά, οι θεμιτές φιλοδοξίες της για συμμετοχή και προσφορά στα αυτοδιοικητικά κοινά την ώθησαν να ανακαλύψει νέες προκλήσεις. Ο Γιώργος Πατούλης είχε ήδη πάρει το χρίσμα της Ν.Δ. για την Περιφέρεια Αττικής, αλλά η ίδια μάλλον δεν βολευόταν στην ιδέα της συμβολικής αξιοποίησής της στον συμβατικά επικοινωνιακό ρόλο της συζύγου ενός πιθανού μελλοντικού περιφερειάρχη. Επιδίωξε συνάντηση με τον υποψήφιο δήμαρχο Αθήνας Κώστα Μπακογιάννη εκφράζοντας στο γραφείο του την πρόθεσή της να συμπεριληφθεί στο ψηφοδέλτιό του. Εκείνος όμως της ανέπτυξε ευγενικά έναν προβληματισμό ο οποίος συναρθρωνόταν με τη στρατηγική του προέδρου της Ν.Δ. να μην επιτρέψει τη διαιώνιση της οικογενειοκρατίας. Αναπόφευκτα κάθε περαιτέρω συζήτηση μεταξύ τους για ενδεχόμενη ενεργοποίησή της θα αποδεικνυόταν ατελέσφορη.
Εν τω μεταξύ, στο Μαρούσι, τη «γαλάζια» κομματική στήριξη κέρδισε η δημαρχιακή υποψηφιότητα του Θεόδωρου Αμπατζόγλου, στενού συνεργάτη του τέως προέδρου της Ν.Δ. Βαγγέλη Μεϊμαράκη. Φαρμακοποιός, με σημαντική διοικητική εμπειρία την τελευταία δεκαετία ως διοικητής του ΙΚΑ και του ΟΑΕΔ, καθώς και πρόεδρος του Πανελλήνιου Φαρμακευτικού Συλλόγου, ο Αμπατζόγλου φάνταζε στους υποστηρικτές του ως ιδανικός υποψήφιος αντικαταστάτης του Γιώργου Πατούλη μετά την αποχώρηση του τελευταίου από τον δημαρχιακό θώκο. Ωστόσο, όπως λένε έμπειροι αυτοδιοικητικοί κύκλοι στο Μαρούσι με μια περίπου μονόχνοτη προσέγγιση, ο «γαλάζιος» εκλεκτός για τον δήμο φαίνεται να απορρίπτει τη συμμετοχή της δυναμικής Πευκιώτισσας από τα ψηφοδέλτια της δημοτικής του παράταξης. Αστραψε και βρόντηξε γι’ αυτόν τον παραμερισμό η «Πατούλαινα» - υποκοριστικό που της έχουν προσδώσει στο Μαρούσι, αλλά δεν την ενοχλεί μια και δεν έχει τίποτα να κρύψει. Είναι μάχιμη, εργάζεται ως αποσπασμένη στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, με ανοιχτά δημοσιοποιημένο «πόθεν έσχες».
Η επανάσταση της «Πατούλαινας»
Αναμενόμενα, βιώνοντας μια γραφειοκρατικού τύπου απορριπτική σκοπιμότητα, την έπνιγε το δίκιο καθώς έβρισκε μπροστά της κλειστές πόρτες. Στο κάτω-κάτω μια ωραία και καταδεκτικά συμπαθής γυναίκα μπορεί να είναι και αυθύπαρκτη οντότητα. Οχι μόνο η περιγραφή μιας τρέσας τσουρουφλισμένης από τον λίβα που καίει τα σπαρτά, μιας γκλαμ τουαλέτας με δαντέλα, παγέτες και στρας αλά «Δυναστεία», καθώς και μερικών κιλών χρυσομπογιάς που έχει βάψει καναπέδες, καρέκλες, κάδρα, πόμολα και κουρτίνες στο αισθητικής Βερσαλλιών σαλόνι ενός προικώου διαμερίσματος στην Πεύκη. Η ίδια πίσω από το συνήθως άψογο μακιγιάζ της και τα επώνυμα υπερμεγέθη Polarized γυαλιά ηλίου, τύπου μυστηριώδους Χολιγουντιανής ντίβας, έχει αποδείξει ότι διαθέτει δεξιότητες αυτοεκτίμησης και συνεργατικότητας, συνδυάζοντας επαγγελματικό κύρος και κοινωνική αποδοχή. Χώρια που τις Κυριακές μπαίνει στην κουζίνα και μαγειρεύει για την οικογένειά της.
Ποιο άραγε κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό κεκτημένο θα της ζητούσε υποταγή, καρτερικότητα, υπερβάλλουσα σεμνότητα, χαμηλές προσδοκίες στις παρωχημένες προδιαγραφές του γυναικείου προτύπου από τα τέλη του 19ου αιώνα; Λογικά, μια σύγχρονη γυναίκα που σέβεται τον εαυτό της θα έπραττε όπως ακριβώς η ίδια. Επέλεξε να βγει με περισσή αυτοπεποίθηση την παραμονή των Χριστουγέννων να ανακοινώσει ότι πέρα από κομματικές πειθαρχίες και υποδείξεις, αδιαφορώντας για συστήματα και πιέσεις, τον Μάιο του 2019 θα διεκδικήσει τον Δήμο Αμαρουσίου και μόνο οι πολίτες θα κρίνουν την επιλογή της. Είχε βέβαια προηγηθεί δημοσκόπηση της εταιρείας Opinion Poll, η οποία έδειχνε ισχυρό ρεύμα υπέρ της Μαρίνας Σταυράκη-Πατούλη. Ατυχώς, σαν πικρό κερασάκι στην τούρτα-δώρο για την τόλμη της ήρθε η συντονισμένη με την κομματική γραμμή ανακοίνωση του συζύγου της να ταχθεί υπέρ του Θεόδωρου Αμπατζόγλου για το πόστο του δημάρχου στη γενέτειρα του Σπύρου Λούη. Η ίδια αρκέστηκε να ψελλίσει: «Δεν υπάρχει καμία πικρία με τον ακριβοδίκαιο άντρα μου. Είμαστε μαζί 32 χρόνια και η σχέση αυτή έχει δοκιμαστεί».
Ο έρωτας και το μικρόβιο της πολιτικής
«Eνα πράγμα που σέβομαι στη Μαρίνα είναι ότι είναι πιο ζαμανφού από εμένα. Θα κάνει αυτό που της αρέσει, χωρίς να ενδιαφέρεται γι’ αυτό που θα πει ο διπλανός της», έλεγε σε ανύποπτο χρόνο σε συνέντευξή του ο Γιώργος Πατούλης. Και αργότερα συμπλήρωνε: «Μπορεί υφολογικά να μοιάζει ξέγνοιαστη, αλλά συνδυάζει ηθική, αξίες, ενίοτε εξεζητημένο στυλ και πάντα πυγμή». Είναι ίσως ο καλώς εννοούμενος τσαμπουκάς του μοναχοπαιδιού. Ενδεχομένως θυμόταν εκείνο τον μακρινό ζεστό Δεκαπενταύγουστο του 1986, όταν εξουθενωνόταν από τις εφημερίες και τις βάρδιες στις κλινικές της ηλιόλουστης Πάρου ως τελειόφοιτος της Ιατρικής.
Ηταν ένα παλικάρι «με φυσιογνωμία αλά Τζορτζ Κλούνεϊ στα νιάτα του», όπως είχε δηλώσει η σύζυγός του στο παρελθόν, που είχε ως χόμπι τις πολεμικές τέχνες και μάθαινε γερμανικά για να συνεχίσει τις σπουδές του στη Χαϊδελβέργη. Τελικά ειδικεύτηκε ως ορθοπεδικός χειρουργός στο Λαϊκό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου και εκπόνησε και τη διδακτορική διατριβή του και έγινε ο μετέπειτα -και έως σήμερα- πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου Αθηνών. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Την ώρα που ο νεαρός περπατούσε αμέριμνος πλάι στον Μύλο του λιμανιού της Πάρου είδε μια νεαρή κομψή κατάξανθη κοπέλα με προδιαγραφές βορειοευρωπαϊκού μοντέλου πασαρέλας, η οποία μόλις είχε κατέβει από το καράβι της γραμμής και αναζητούσε κατάλυμα. Την πλησίασε και -λίγο καμάκι, λίγο εξάσκηση στα γερμανικά- «Σπρέχεν Ντόιτς;». Αυτή γύρισε ενοχλημένη και του απάντησε:
«Ελληνίδα είμαι. Δεν με κατάλαβες;». Ηταν η απρόοπτη αρχή μιας πρώτης γνωριμίας της Μαρίνας και του Γιώργου που θα εξελισσόταν σε κεραυνοβόλο έρωτα με συνταγή σχεδόν κινηματογραφικού σεναρίου. Εκείνη ήταν η μοναχοκόρη, για την ακρίβεια μοναχοπαίδι, ενός γνωστού δικηγόρου από τη Νέα Σμύρνη που εργαζόταν στον ΟΛΠ και εκείνος ο μικρότερος από τα δύο αδέλφια των οποίων η χήρα μητέρα διατηρούσε ένα μαγαζάκι με είδη γάμων και βαφτίσεων στα Κάτω Πετράλωνα.
Και οι δύο συμπτωματικά είχαν καταγωγή από τα Χανιά. Η Μαρίνα Σταυράκη είχε πετύχει στη Νομική, αλλά επειδή είχε κόλλημα με τη λογοτεχνία έδωσε εξετάσεις και πέρασε τελικά στο Τμήμα Φιλολογίας στα Γιάννενα. Εκείνη την εποχή προσπαθούσε να πάρει μεταγραφή στην Αθήνα. Το φλογερό ειδύλλιο της πρόσφερε μια απρόσμενη ευκαιρία. Αχώριστοι από την πρώτη στιγμή, είχαν αποφασίσει να συνδέσουν τη ζωή τους και έτσι παντρεύτηκαν μυστικά με πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο Αμαρουσίου μέσα σε τέσσερις μήνες, στις 19 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου! Με αυτό τον τρόπο πήρε τη μεταγραφή στην Αθήνα η Μαρίνα, αφού είχε σύζυγο φοιτητή. Εκτοτε δεν απομακρύνθηκαν ποτέ ο ένας από τον άλλον και οριστικοποίησαν θρησκευτικά τον δεσμό τους έξι χρόνια αργότερα, το 1991. Με τη στήριξη των γονιών τους εγκαταστάθηκαν στην Πεύκη, όπου ο πατέρα της Μαρίνας διέθετε εξοχικό από την εποχή που η περιοχή της Μαγκουφάνας ήταν περισσότερο αγροτικό χωριό παρά αστική γειτονιά των βορείων προαστίων. Από εκεί ξεκίνησαν την επιτυχημένη επαγγελματική τους σταδιοδρομία. Και από τον ίδιο χώρο προσβλήθηκαν από το μικρόβιο της πολιτικής και της προσφοράς στα κοινά, σύμφωνα με τη ρήση του Γιώργου: «Πρέπει να έχουν ήλιο στην πολιτική οι πορφυρογέννητοι αλλά και τα παιδιά της κυρα-Πόπης (σ.σ.: όπως λένε τη μητέρα του) από τα Κάτω Πετράλωνα». Αρκετά χρόνια αργότερα ήρθε να συμπληρώσει την εσωτερική πληρότητα στη ζωή τους ο μικρός Αλέξανδρος που ήδη περπατάει στα 13 του χρόνια.
Σήμερα αμφότεροι έχουν επιλέξει το αυτοδιοικητικό μονοπάτι που θέλουν να ακολουθήσουν. Με τη Μαρίνα να παίρνει μεγαλύτερα ρίσκα, έχοντας επίγνωση ότι χωρίς αυτοσεβασμό δεν έχεις αυτοπεποίθηση, χωρίς αυτοπεποίθηση δεν έχεις ταυτότητα, και χωρίς ταυτότητα δεν έχεις στυλ. Είναι δικαίωμα της ως Ελληνίδας πολίτη να κατέβει ως υποψήφια δήμαρχος. Το αν εκλεγεί θα εξαρτηθεί από το τι πρεσβεύει και αν την εμπιστεύονται οι συμπολίτες της, όχι από το αν το χρυσοποίκιλτο σαλόνι της ή οι ενδυματολογικές επιλογές της είναι αποδεκτές από το μέσο γούστο. Ενδεχομένως, στην περίπτωση που τη δεχτούν στο δημοτικό ψηφοδέλτιο που στηρίζει το κόμμα της, να υποχωρήσει από τη διεκδίκηση του δήμου. Αρκεί η πρόταση που θα της γίνει να μη συνδέεται με συναλλαγές, προαπαιτούμενα και πιέσεις, αλλά κυρίως να τη δικαιώνει ηθικά. Διαφορετικά τον ξέρει τον δρόμο. Είναι αυτός που συνοδεύει το ringtone του κινητού της τηλεφώνου που ρυθμικά παιανίζει τους στίχους από το τραγούδι του Αντώνη Ρέμου «Ομως ποια λογική, ποια τακτική, η καρδιά με πηγαίνει εμένα...».