Το διεθνές δίκτυο εισήγαγε πολύ φθηνά ρούχα και παπούτσια στην Ευρώπη, ενώ δεν πλήρωναν φόρους για τα προϊόντα που μετέφεραν
Με πρόστιμο 200 εκατ. ευρώ απειλείται η Ελλάδα από την ευρωπαϊκή υπηρεσία καταπολέμησης της απάτης, OLAF, καθώς δεν κατάφερε να σταματήσει μεγάλο δίκτυο απάτης με προϊόντα από την Κίνα.
Όπως μεταδίδει το Politico, το διεθνές δίκτυο εισήγαγε πολύ φθηνά ρούχα και παπούτσια στην Ευρώπη, ενώ δεν πλήρωναν φόρους για τα προϊόντα που μετέφεραν.
Η έρευνα της OLAF επικεντρώθηκε στο λιμάνι του Πειραιά στην Αθήνα, καθώς οι τελωνειακές υπηρεσίες δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν το εγκληματικό δίκτυο, το οποίο σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Politico, δεν πληρώνει φόρους ύψους περίπου 2,5 δισ. ευρώ σε έξι χώρες από το 2015. Όπως αναφέρουν αστυνομικές πηγές, αυτές οι απώλειες φορολογικών εσόδων επιβαρύνουν πολύ τους εθνικούς προϋπολογισμούς αλλά και τον προϋπολογισμό της ΕΕ.
Το εγκληματικό δίκτυο, το οποίο λειτουργούσε με αρκετά περίπλοκο τρόπο, περιλάμβανε τη συμμετοχή φορτηγών, πλαστών εγγράφων και ανώνυμων μάνατζερ που έδιναν σαφείς - τηλεφωνικές - οδηγίες στους οδηγούς ως προς τον τόπο παράδοσης των προϊόντων. Αφότου τα προϊόντα έμπαιναν στα κοντέινερ, γίνονταν ψευδείς δηλώσεις, με πλασματικά χαμηλές τιμές για τα ρούχα και τα παπούτσια ώστε οι εισαγωγείς να αποσπούσαν κέρδη από την φοροδιαφυγή στα τελωνεία.
«Η OLAF μπορεί να επιβεβαιώσει ότι έχει ολοκληρώσει την έρευνα σχετικά με την παράνομη εισαγωγή ρούχων και υποδημάτων στην Ελλάδα κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2015 έως τις 31 Μαΐου 2018», ανέφερε η υπηρεσία σχετικά με την έρευνα.
«Με βάση τα ευρήματά της, η OLAF εξέδωσε οικονομική σύσταση προς τα ελληνικά τελωνεία για την ανάκτηση του ποσού των 202,3 εκατομμυρίων ευρώ από απώλειες τελωνειακών δασμών που σχετίζονται με τη δόλια υποτιμημένη αξία αυτών των προϊόντων».
Από την ελληνική πλευρά, δεν έχει υπάρξει ακόμα κάποιο σχόλιο για τις έρευνες.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει επίσης ενημερωθεί από την OLAF για την έρευνα περί απάτης και αναμένεται να ζητήσει εξηγήσεις από τις ελληνικές αρχές και να αξιολογήσει κατά πόσο έλαβαν ή όχι επαρκή μέτρα για να βάλουν τέλος στο εγκληματικό δίκτυο.