Πολλά γράφηκαν και ακόμα περισσότερα ειπώθηκαν για το άδοξο τέλος του διαγωνισμού πώλησης των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, ωστόσο το αποτέλεσμα ήταν ακριβώς αυτό που επιδιώκουν συνήθως οι έχοντες την ευθύνη στο δημόσιο τομέα: να μην γίνει τίποτα.
Τελικά, η μόνη αξιόλογη προσπάθεια εστιάστηκε στο να διασωθούν τα προσχήματα για την υπόσταση του διαγωνισμού και φυσικά στο να αποποιηθούν οι υπεύθυνοι τις ευθύνες τους, προσπάθεια που μοιραία περιλαμβάνει την μετάθεση ευθυνών: ο υπουργός Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης στον πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της ΔΕΗ, Μανώλη Παναγιωτάκη και ο κ. Παναγιωτάκης στην ...εξέδρα. Άλλωστε, λίγες ημέρες πριν την ολοκλήρωση του διαγωνισμού ο κ. Παναγιωτάκης δήλωσε ότι «η ΔΕΗ πωλεί τις μονάδες συμμορφούμενη με τις αποφάσεις των κοινοτικών οργάνων, αλλά δεν πρόκειται να τις ξεπουλήσει!», προδικάζοντας την αποτυχία του εγχειρήματος.
Σημειώνεται ότι η διενέργεια του διαγωνισμού ήταν υποχρεωτική, από τη στιγμή που η Ελλάδα καταδικάσθηκε αμετάκλητα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τη μονοπωλιακή θέση της ΔΕΗ στην εκμετάλλευση του λιγνίτη.
Να σωθούν τα προσχήματα
Η δήλωση του κ. Παναγιωτάκη προετοίμαζε για το επερχόμενο ναυάγιο καθώς ουσιαστικό επενδυτικό ενδιαφέρον δεν υπήρχε.
Ο λιγνίτης είναι ένα καύσιμο... παλαιάς κοπής, που προκαλεί μεγάλη ατμοσφαιρική ρύπανση και εγκαταλείπεται. Στόχος της ΕΕ είναι να τερματίσει την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από καύσιμα με βάση τον άνθρακα, ενώ οι ειδικοί προβλέπουν κατάρρευση της ζήτησης λόγω της μεγάλης αύξησης των τιμών των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων (η ποινή που επιβάλλεται στους παραγωγούς που ρυπαίνουν υπερβολικά το περιβάλλον).
Δεν είναι τυχαίο ότι κανένας μεγάλος ενεργειακός όμιλος στην Ευρώπη δεν έδειξε το παραμικρό ενδιαφέρον για τις δυο λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ.
Οι μόνες εταιρίες που ασχολήθηκαν ήταν από την Τσεχία και την Κίνα. Από ελληνικής πλευράς στον όμιλο Μυτιληναίος υπήρξε μεγάλος προβληματισμός για την σκοπιμότητα διεκδίκησης των μονάδων, λόγω της ολοένα και αυξανόμενης ανυποληψίας του λιγνίτη: μεγάλοι θεσμικοί επενδυτές αποκλείουν επενδύσεις σε εταιρείες που συνδέονται με «βρώμικα» καύσιμα. Τελικά, συνεκτιμώντας τις οικονομίες κλίμακας που θα μπορούσε να πετύχει δεδομένης της πολύπλευρης θέσης του στην αγορά ενέργειας, ο όμιλος Μυτιληναίου ήταν ο μόνος που κατέθεσε δεσμευτική προσφορά, χωρίς αιρέσεις, για την απόκτηση της μονάδας της Μελίτη στη Φλώρινα.
Η δεύτερη προσφορά ήταν αυτή της τσέχικης Seven Energy σε συνεργασία με τον όμιλο ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, η οποίο ωστόσο στην ουσία δεν ήταν δεσμευτική, θέτοντας σειρά όρων και προϋποθέσεων εκτός πλαισίου του διαγωνισμού. Η κοινοπραξία, στην περίπτωση που η ΔΕΗ έκανε δεκτούς τους όρους της, με βασικότερο τον επιμερισμό μελλοντικών ζημιών/κερδών, προσέφερε 103 εκατ. ευρώ και για τις δυο μονάδες. Κάποιες πληροφορίες αναφέρουν ότι οι τσέχοι δεν επιθυμούσαν να καταθέσουν καμία πρόταση λόγω της προχειρότητας του διαγωνισμού και τελικά συμμετείχαν περισσότερο ως ένδειξη καλής θέλησης.
Με τα παραπάνω, δεν υπήρχαν περιθώρια για πολλά παρά μόνο να επιχειρηθεί να σωθούν οι εντυπώσεις. Η διοίκηση της ΔΕΗ διέρρευσε ότι υπάρχουν δύο δεσμευτικές προσφορές, παρά το γεγονός ότι η πρόταση των Τσέχων ήταν εκτός πλαισίου του διαγωνισμού, αναμένοντας, σύμφωνα με τις ίδιες διαρροές, από τους δυο επενδυτές να καταθέσουν βελτιωμένες προσφορές.
Είναι πιθανό η αναλυτική ανακοίνωση της Seven Energy, με την ρητή αναφορά περί μη δεσμευτικής προσφοράς και της κατάθεσης σειρά όρων, να ήταν αντίδραση στις ανεπίσημες αναφορές περί δυο προσφορών.
Όλα αυτά βέβαια δεν είχαν και πολλή σημασία αλλά εντάσσονταν στην προσπάθεια του να σωθούν τα προσχήματα: προσπαθήσαμε να πουλήσαμε, αλλά δεν τα καταφέραμε και δεν ξεπουλάμε.
Ένας κλασικός διαγωνισμός αλά ελληνικά
Στην ανακοίνωση της Seven Energy τονιζόταν ότι «δυστυχώς, οι τελικοί όροι και προϋποθέσεις της συναλλαγής, όπως αυτές έχουν αποτυπωθεί στις εν λόγω Συμβάσεις Αγοραπωλησίας Μετοχών και εγκριθεί από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΔΕΗ στις 20 Δεκεμβρίου 2018, σε συνδυασμό με έναν αριθμό επιπρόσθετων αστάθμητων παραγόντων, εξακολουθούν να επιβαρύνουν με σημαντικούς κινδύνους τον Αγοραστή, γεγονός το οποίο δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό από την Κοινοπραξία».
Με πιο απλά λόγια οι τσέχοι ξεκαθάρισαν ότι δεν μπορούν να επενδύσουν σε κάτι για το οποίο δεν υπάρχουν βασικά δεδομένα και ξεκάθαρο πλαίσιο του τι αγοράζουν. Με τους όρους που έθεσαν ουσιαστικά έβαλαν το πλαίσιο ώστε η επένδυση στις λιγνιτικές μονάδες να είχε επιχειρηματικό νόημα για αυτούς.
Μεταξύ άλλων, οι όροι του διαγωνισμού υποχρέωναν τον επενδυτή να διατηρήσει σταθερές τις εργασιακές σχέσεις στις δυο μονάδες για περίοδο έξι ετών ενώ δεν υπήρχε καμία αναφορά για κρίσιμα ζητήματα όπως των Αποδεικτικών Διαθεσιμότητας Ισχύος (ΑΔΙ – μια αμοιβή που καταβάλλεται σε όλους τους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας για τη διατήρηση των μονάδων τους σε κατάσταση ετοιμότητας), την τιμή με την οποία θα αγόραζε τον λιγνίτη ο επενδυτής κ.α.
Χαρακτηριστικό της κυβερνητικής προχειρότητας είναι ότι τα ΑΔΙ που έπρεπε να αποσταλούν στην Κομισιόν τον περασμένο Απρίλιο, εστάλησαν τον περασμένο Νοέμβριο, με αποτέλεσμα να μην έχουν εγκριθεί από τις ευρωπαϊκές αρχές όταν υποβλήθηκαν οι προσφορές για τις λιγνιτικές μονάδες.
«Όχι στο ξεπούλημα»
Τον Δεκέμβριο του 2017 σε συνέντευξή του στο ΑΠΕ ο ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Γιώργος Σταθάκης εκτιμούσε ότι θα υπάρξει ισχυρό ενδιαφέρον από την αγορά για τις λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ και προέβλεπε ότι οι εξελίξεις θα οδηγήσουν στη δημιουργία 2 - 3 ανταγωνιστικών πόλων προς τη ΔΕΗ, η οποία θα παραμείνει ισχυρός πυλώνας του ενεργειακού συστήματος της χώρας.
Τα λόγια ασφαλώς δεν κοστίζουν, ειδικά στην Ελλάδα, όπου η αναντιστοιχία μεταξύ λόγων και πράξεων δεν έχει καμία ιδιαίτερη σημασία, πολύ περισσότερο επίπτωση.
Για πολλά χρόνια οι ιδιώτες παραγωγοί πίεζαν και ζητούσαν από τη ΔΕΗ να προχωρήσει στην πώληση λιγνιτικών μονάδων, κατηγορώντας μάλιστα την εταιρία ότι επιμένοντας να κρατά μονάδες που παράγουν ρεύμα με χαμηλό κόστος στρεβλώνει την αγορά ενέργειας. Τότε αν η ΔΕΗ είχε προχωρήσει στην πώληση μονάδων θα προσέλκυε το έντονο επενδυτικό ενδιαφέρον και πιθανότατα θα πετύχαινε τιμές πώλησης εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Τότε τα δικαιώματα εκπομπής ρύπων ήταν στα 3 ευρώ και η ΕΕ δεν είχε αποσαφηνίσει την πολιτική της για τον άνθρακα/λιγνίτη. Όμως αυτά πια είναι ιστορία.
Ο λιγνίτης είναι ένα καύσιμο χωρίς μέλλον και κάθε ημέρα που περνά η αξία των λιγνιτικών μονάδων μειώνεται με ταχύτητα. Η ΕΕ περιορίζει την χρήση του άνθρακα έχοντας ως στόχο την πλήρη απεξάρτησή της από το «βρώμικο» περιβαλλοντικά καύσιμο.
Πιο γρήγορα από τους πολιτικούς κινείται η αγορά. Σήμερα η τιμή των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων ξεπερνά τα 20 ευρώ καθιστώντας ζημιογόνες πολλές λιγνιτικές μονάδες, ενώ οι προβλέψεις των ειδικών δεν είναι διόλου ενθαρρυντικές για την ΔΕΗ. Σύμφωνα με τους Financial Times, η ζήτηση για άνθρακα στην Ευρώπη θα καταρρεύσει σε ορίζοντα τριετίας καθώς προβλέπεται «άλμα» των τιμών ρύπων σε επίπεδα άνω των 50 ευρώ εξέλιξη που θα υποχρεώσει τις εταιρίες στην Ευρώπη που παράγουν ηλεκτρικό ρεύμα με καύσιμο τον άνθρακα να τερματίσουν τη λειτουργία τους. Τέτοιου τύπου μονάδες προσπαθεί να πουλήσει η ΔΕΗ σήμερα.
Επιπλέον ο ελληνικός λιγνίτης είναι χαμηλής ποιότητας καθιστώντας ακόμα πιο δύσκολη την αποδοτική εκμετάλλευσή του.
Ίσως αυτά ήταν τα στοιχεία που μέτρησαν αρκετά μέλη του Δ.Σ. της ΔΕΗ καθώς σύμφωνα με πληροφορίες με μιαμόλις ψήφο διαφορά δεν έγινε δεκτή η προσφορά της Μυτιληναίος, ύψους 25 εκατ. ευρώ για την μονάδα της Μελίτη.
Ωστόσο η πραγματικότητα δεν φαίνεται να αποτελεί εμπόδιο για την ΔΕΗ η οποία «έτρεξε» τον διαγωνισμό, έχοντας προσδιορίσει την αξία των υπό πώληση, ζημιογόνων μονάδων, μέσω μελέτης της Κάντορ στα 300 εκατ. ευρώ: 153 εκατ. ευρώ για τη μονάδα της Μελίτη και 147 εκατ. ευρώ για τη Μεγαλόπολη. Σημειώνεται ότι η εν λόγω αποτίμηση δεν δόθηκε στους επενδυτές ώστε να εξεταστεί η μεθοδολογία και οι παραδοχές με τις οποίες προσδιορίστηκε η αξία των μονάδων στα 300 εκατ. ευρώ. Τώρα πληροφορίες θέλουν την κυβέρνηση να αναζητά τρόπους για να πραγματοποιηθεί νέα, ρεαλιστική, αποτίμηση.
Νέο διαγωνισμός
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις η διοίκηση της ΔΕΗ προκρίνει την επανάληψη του διαγωνισμού, ενσωματώνοντας στη διαδικασία ορισμένα από τα σημεία που έθεσε η Seven Energy, ωστόσο οι τελικές αποφάσεις θα πρέπει να συμφωνηθούν με την DG Comp.
Πηγές της ΔΕΗ αναφέρουν ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή η πρόταση της Seven Energy για τον ορισμό ενός μηχανισμού επιμερισμού ενδεχόμενων ζημιών για ορίζοντα 6 ετών (αντιπροτείνεται διάστημα 2 ετών), καθώς κάτι τέτοιο θα είχε ως αποτέλεσμα η ΔΕΗ να επιστρέψει στον επενδυτή υπερδιπλάσιο ποσό από τα 103 εκατ. ευρώ που θα εισπράξει από την πώληση των μονάδων! Πρόκειται για περίεργο επιχείρημα, καθώς αν εδράζεται στην πραγματικότητα, τι ακριβώς επιδιώκει να πουλήσει η ΔΕΗ και σε ποιόν; Και πως την ίδια ώρα έχει προσδιοριστεί την αποτίμηση των υπό πώληση μονάδων στα 300 εκατ. ευρώ;
Σε αυτό πλαίσιο τις επόμενες ημέρες αναμένεται να ληφθούν οι τελικές αποφάσεις, με την ΕΕ να πιέζει για πώληση των μονάδων πριν τις εθνικές εκλογές, τη διοίκηση της ΔΕΗ να θέλει να αποφύγει το ...ξεπούλημα και την κυβέρνηση να επιδιώκει να αφήσει την καυτή πατάτα για την επόμενη κυβέρνηση.
Η μικρή ΔΕΗ και τα ατελείωτα λάθη
Η ΔΕΗ βρίσκεται σε μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση με κίνδυνο ακόμα και την επιβίωσή της. Είναι τεράστιες οι ευθύνες της κυβέρνησης Σύριζα – ΑΝΕΛ, η οποία μπλόκαρε το σχέδιο της μικρής ΔΕΗ, που προωθούσε η κυβέρνηση Σαμαρά.
Το σχέδιο «Μικρή ΔΕΗ» προέβλεπε να δημιουργηθεί μια νέα εταιρία, μικρογραφία της ΔΕΗ στην οποία θα μεταφέρονταν περίπου το 30% της αρχικής ΔΕΗ. Η νέα εταιρία, θα είχε το 30% της παραγωγικής ικανότητας της ΔΕΗ (με το 30% των λιγνιτικών, Υδροηλεκτρικών, ΑΠΕ κλπ), το 30% της λιανικής (το 30% των καλών και το 30% των κακών πελατών), το 30% των υποχρεώσεων κλπ. Η «μικρή ΔΕΗ» θα ήταν επικεντρωμένη στη Βόρεια Ελλάδα, με προοπτική να επεκταθεί στα Βαλκάνια, και θα πωλούνταν σε ιδιώτη πετυχαίνοντας το άνοιγμα της αγοράς ενέργειας.
Ωστόσο η κυβέρνηση Σύριζα – ΑΝΕΛ ακύρωσε το σχέδιο και προχώρησε σε μια σειρά αυτοσχεδιασμών που βύθισαν τη ΔΕΗ. Το πρώτο μεγάλο πλήγμα ήταν η αφαίρεση των δικτύων και την παραχώρησή τους στον ΑΔΜΗΕ. Έτσι η ΔΕΗ έχασε ένα βασικό περιουσιακό της στοιχείο, λόγω κυβερνητικών μεθοδεύσεων. Το δεύτερο μεγάλο πλήγμα ήταν η καθιέρωση των ΝΟΜΕ. Επειδή ακυρώθηκε η πώληση της μικρής ΔΕΗ και επειδή η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να ανοίξει την αγορά ενέργειας, η κυβέρνηση επέβαλε στην ΔΕΗ να πουλάει σε άλλους παραγωγούς ρεύμα που παρήγαγε σε τιμή χαμηλότερη του κόστους παραγωγής, επιβαρύνοντας τη ΔΕΗ με ζημιές ύψους 1 δισ. ευρώ. Τέλος, η κυβέρνηση, με την απόφαση να μην κινείται καμία διαδικασία για οφειλές που δεν ξεπερνούσαν τα 1.000 ευρώ, οδήγησε στο επίπεδο των 3 δισ. ευρώ τις ανεξόφλητες οφειλές. Η ΔΕΗ βρέθηκε σε τόσο άσχημο σημείο που δεν είχε μετρητά για να χρηματοδοτεί βασικές λειτουργίες της.
Η διάλυση της ΔΕΗ ωστόσο αποτελεί διακομματικό «κατόρθωμα», με κυβερνήσεις που ποτέ δεν μπόρεσαν να υλοποιήσουν τα δέοντα, ως όφειλαν, και κόμματα που έκαναν φτηνή αντιπολίτευση στην πλάτη της ΔΕΗ. Μεγάλες είναι ευθύνες ιδιωτικών συμφερόντων που δεν επιθυμούσαν την ανόρθωση και εξυγίανση της ΔΕΗ και των συνδικαληστών που αντιμετώπισαν την εταιρία σαν τη κότα με τα χρυσά αυγά, αδιαφορώντας για το μέλλον της εταιρίας.
Για δεκαετίες δόθηκαν «αγώνες» για να μην αλλάξει τίποτα στη ΔΕΗ, να μην προετοιμαστεί για την επόμενη ημέρα, να μην προχωρήσει με σχέδιο και συντεταγμένα το άνοιγμα της αγοράς ενέργειας και ο επαναπροσδιορισμός του ρόλου της ΔΕΗ στο νέο περιβάλλον. Απεργίες, φωνές και αντιδράσεις για το παραμικρό.
Σημειώνεται ότι το άνοιγμα της αγοράς ενέργειας στο πλαίσιο της ΕΕ, ως υποχρέωση, ήταν σε γνώση του πολιτικού προσωπικού από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 ενώ η ένταξη στη ζώνη του ευρώ, το 2002 κατέστησε αναπόδραστη την υποχρέωση για την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας. Ωστόσο δεν έγινε τίποτα.
Από το 2000 κάθε σχέδιο εξυγίανσης της ΔΕΗ, σαμποτάρονταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Μεταξύ αυτών η πρόταση για την στροφή σε λιθάνθρακα που είναι κατά πολύ αποδοτικότερος από τον λιγνίτη, και με μικρότερη περιβαλλοντική επίπτωση σχέδιο που ακυρώθηκε από τις σφοδρές αντιδράσεις της ΓΕΝΟΠ, με πρόσχημα τον κίνδυνο ...εξαγοράς της ΔΕΗ στη γερμανική RWE. Ωστόσο ο πυρήνας του προβλήματος που έχει οδηγήσει σήμερα την ΔΕΗ στην εντατική ήταν ο μη νομικός διαχωρισμός μεταξύ εμπορίας και παραγωγής. Η πρόταση για την δημιουργία μιας θυγατρικής η οποία θα είχε την εμπορική ευθύνη θα είχε λειτουργήσει προστατευτικά για την ΔΕΗ και θα είχε σώσει την ΔΕΗ – παραγωγός από την έκρηξη των ανεξόφλητων οφειλών.
Σήμερα, στο χειρότερο οικονομικό σημείο στην ιστορία της, χωρίς στρατηγική και σχέδιο για την επόμενη ημέρα, η ΔΕΗ είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει σε σπασμοδικές κινήσεις με πιθανότερο σενάριο την περαιτέρω επιδείνωση της οριακής κατάστασης της εταιρείας, μια εταιρία με κομβικό ρόλο για την ομαλή λειτουργία και την ανταγωνιστικότητα της εγχώριας οικονομίας.