Ο Τάσος Ψαρράς, έχοντας πραγματοποιήσει μια εξαιρετική έρευνα γύρω από τη ζωή του Κώστα Καρυωτάκη, σκηνοθέτησε μια δραματική σειρά η οποία προβλήθηκε τον Ιανουάριο του 2009 από την ΕΤ1 και ολοκληρώθηκε σε 20 επεισόδια τον Ιούνιο του ίδιου έτους. Η σειρά «Καρυωτάκης», με πρωταγωνιστές τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο και τη Μαρία Κίτσου, έμελλε να είναι η τελευταία παραγωγή πριν από τη δεκαετή αποχή της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης από την ελληνική μυθοπλασία. Μία αποχή αδικαιολόγητη, προκλητική και ανεξήγητη.
Εχοντας παραγκωνίσει τον καλλιτεχνικό χώρο και τους σημαντικούς δημιουργούς της ελληνικής παραγωγής, η ΕΡΤ αρνιόταν στη διάρκεια αυτών των χρόνων να στραφεί στα ελληνικά σίριαλ, στα οποία είχε μεγάλη και σημαντική παράδοση. Παρά τις έντονες αντιδράσεις και την επικριτική αρθρογραφία γι’ αυτή την αψυχολόγητη επιλογή, δεν υπήρξε κάποια κινητικότητα.
Ο Τάσος Ψαρράς ωστόσο είναι ο δημιουργός που άνοιξε και πάλι τον κύκλο των ελληνικών σειρών, καθώς δέκα χρόνια μετά, τον Ιανουάριο του 2019, η νέα σειρά που φέρει την υπογραφή του σηματοδοτεί την έναρξη ενός νέου κύκλου για την ελληνική μυθοπλασία. Αυτή τη φορά το βιβλίο του Στρατή Μυριβήλη «Η ζωή εν τάφω», ένα λογοτεχνικό αριστούργημα, λειτούργησε ως ερέθισμα για τον σκηνοθέτη, ο οποίος επιμελήθηκε την τηλεοπτική μεταφορά του μνημειώδους αυτού κειμένου. Οι πρώτες πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας ήταν αποκαλυπτικές και κάτι παραπάνω από θετικές. Στα γυρίσματα της τηλεοπτικής «Ζωής εν τάφω» συμμετείχαν 157 ηθοποιοί, 1.600 κομπάρσοι, 55 άτομα πίσω από τις κάμερες, ενώ όλοι οι παραπάνω δούλεψαν πάνω σε ένα σενάριο το οποίο αριθμεί 19.000 σελίδες.
Ακριβή παραγωγή
Δεν ήταν όμως μόνο οι εν λόγω αριθμοί αυτοί που τάραξαν τα μέχρι τότε λιμνάζοντα νερά της μυθοπλασίας στη δημόσια τηλεόραση. Η συγκεκριμένη σειρά, σύμφωνα με τα όσα έγιναν γνωστά, συνιστά μία από τις ακριβότερες παραγωγές της ελληνικής τηλεόρασης, καθώς το σύνολο των 16 επεισοδίων κόστισε 1.139.440 ευρώ πλέον ΦΠΑ, χωρίς τις εργοδοτικές εισφορές! Πρόκειται για ένα τολμηρό εγχείρημα στην Ελλάδα της κρίσης - και μάλιστα τη στιγμή που η συγκεκριμένη παραγωγή ήταν και η μοναδική για τον τομέα της μυθοπλασίας στην ΕΡΤ. Με γυρίσματα σε πολλά μέρη της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων και η Μυτιλήνη, η συγκλονιστική ιστορία του Μυριβήλη, με αφετηρία την ερωτική επιστολογραφία του Αντώνη Κωστούλα, εθελοντή στρατιώτη στη Μεραρχία Αρχιπελάγους, με την τρυφερή Μυρσίνη, δασκάλα του Παρθεναγωγείου Μυτιλήνης, ακολουθεί τα βήματα των πολιτικών εξελίξεων που μας οδηγούν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και αποτυπώνει -σε μια διαχρονική ματιά- τις απάνθρωπες συνθήκες και την καταστροφική ματαιότητα κάθε πολέμου. Ακόμη και τα ονόματα που συμπεριλαμβάνονται στο καστ είναι μοναδικά: Δημήτρης Μοθωναίος, Γιάννης Μπέζος, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Δημήτρης Ημελλος, Γιώργος Αρμένης, Ερρίκος Λίτσης, Νίκος Πουρσανίδης, Ράνια Οικονομίδου. Σπύρος Λάσκαρης και Ιουλία Σταυρίδου σε σκηνογραφία και κοστούμια αντίστοιχα απλώς επιβεβαιώνουν το εξαιρετικό παζλ συνεργατών για τη συγκεκριμένη παραγωγή.
Ο πρωταγωνιστής της σειράς Γιάννης Μπέζος, μιλώντας στο «ΘΕΜΑ», υποστηρίζει ότι «αυτά τα νούμερα είναι καλά»
Ολα τα παραπάνω στοιχεία προκάλεσαν -όπως είναι λογικό και αναμενόμενο- μια αυξημένη προσδοκία και ταυτόχρονα περιέργεια γι’ αυτή την -κυριολεκτικά- υπερπαραγωγή της ΕΡΤ. Κακά τα ψέματα, αυτή ήταν και μια καλή ευκαιρία για να αναδειχθεί ένα σημαντικό ελληνικό λογοτεχνικό κείμενο και να επιστρέψουν στην τηλεόραση δημιουργοί αλλά και ηθοποιοί οι οποίοι απέχουν τα τελευταία χρόνια - ειδικά μετά το κλείσιμο του MEGA, το οποίο είχε την πρωτοκαθεδρία στη μυθοπλασία. Μαζί με αυτούς στην αναμονή για επιστροφή ήταν και μεγάλη μερίδα του τηλεοπτικού κοινού, το οποίο προσδοκούσε την προβολή μιας σειράς εφάμιλλης με το εξαιρετικό «Νησί» της Βικτόρια Χίσλοπ που πρόβαλε το MEGA.
Πού πήγαν οι τηλεθεατές...
Το πρώτο από τα 16 επεισόδια του νέου σίριαλ κάνει πρεμιέρα στην ΕΡΤ1 την Πέμπτη 31 Ιανουαρίου στις 22.00 το βράδυ. Η συνολική τηλεθέαση αγγίζει το 10,5% και στο δυναμικό κοινό φτάνει το 8,3%, ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει η ΕΡΤ στη δημοσιότητα, τη σειρά παρακολούθησαν για τουλάχιστον ένα λεπτό 1.026.325 τηλεθεατές. Αριθμοί που η ΕΡΤ εδώ και χρόνια βλέπει μόνο σε συνθήκες Eurovision ή μετάδοσης σημαντικών αθλητικών γεγονότων, καθώς ο μέσος όρος τόσο στο γενικό όσο και στο δυναμικό κοινό φλερτάρει επίμονα με μονοψήφια νούμερα, μακριά από το 10%.
Η συνέχεια σε επίπεδο τηλεθέασης δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντική, καθώς η σειρά αντί να κερδίσει έχασε τηλεθεατές και ο μέσος όρος τηλεθέασης δεν ήταν ο προσδοκώμενος για μια τέτοια παραγωγή. Το τελευταίο επεισόδιο, το οποίο προβλήθηκε την περασμένη Πέμπτη, 21 Φεβρουαρίου, σημείωσε 4,2% στο γενικό σύνολο και μόλις 3,3% στο δυναμικό κοινό. Ο μέσος όρος των τηλεθεατών για τα τέσσερα επεισόδια είναι 325.000ς, όμως στο τελευταίο έπεσε στις 200.000 και πλέον το ερώτημα που προκύπτει είναι για ποιον λόγο μια τέτοια σειρά με όλα αυτά τα στοιχεία και φυσικά με τέτοιο κόστος παραγωγής δεν μπόρεσε να κατακτήσει το τηλεοπτικό κοινό.
Σύμφωνα με τον Γιώργο Σιούλα, γενικό διευθυντή Τηλεόρασης στην ΕΡΤ, τα στελέχη και η διοίκηση του Ραδιομεγάρου είναι «ευχαριστημένοι καθώς υπάρχει μία καλή αφετηρία για επιστροφή στη μυθοπλασία αλλά και ένα καλό θέμα παραγωγής. Δεν είναι εύκολη η διείσδυση μιας σειράς εποχής στο κοινό και σίγουρα όταν αυτή σημειώνει μέσο όρο τηλεθέασης πάνω από τον μέσο όρο του καναλιού είναι ένα καλό σημάδι».
Καμία αντίρρηση για τα συναισθήματα. Είναι όμως λογικό να κοστίζει ένα επεισόδιο σχεδόν 72.000 ευρώ και να αφορά μόλις 200.000 τηλεθεατές;
Ο πρωταγωνιστής της σειράς Γιάννης Μπέζος, μιλώντας στο «ΘΕΜΑ», υποστηρίζει ότι «αυτά τα νούμερα είναι καλά. Ηταν κάτι αναμενόμενο αυτό που συμβαίνει, καθώς πλέον η ΕΡΤ αποφάσισε να παίξει μπάλα σε μεγάλο γήπεδο και όχι με ένα εύκολο σενάριο, αλλά με ένα μυθιστόρημα το οποίο έχει άλλες απαιτήσεις. Νομίζω ότι αυτό που πραγματικά συνέβη θα αποτιμήσουμε στο τέλος. Από την άλλη, θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν και κάτι ακόμη. Το γεγονός ότι το περιβάλλον της ΕΡΤ θυμίζει πλέον κατάστημα απομακρυσμένο. Οταν λοιπόν είναι έτσι τα πράγματα, πώς περιμένεις να περάσει κάποιος, να δει τη βιτρίνα σου και να μπει μέσα; Πρέπει επί της ουσίας να ερεθίσεις το ενδιαφέρον με επικοινωνία».
Είναι πολύ σημαντικό σε μία τηλεόραση η οποία πλέον κατακλύζεται από έλλειψη αισθητικής και κυριαρχείται από ένα μοντέλο που θέλει όποιον δηλώνει συμμετοχή σε ριάλιτι να εξασφαλίζει αμοιβή αλλά και επαγγελματική αποκατάσταση να υπάρχει μία σειρά η οποία βρίσκει ερέθισμα σε ένα λογοτεχνικό κείμενο του μεγέθους της «Ζωής εν τάφω» του Μυριβήλη. Είναι εξίσου σημαντικό να ακούγεται η ελληνική γλώσσα στην ωραιότερη διάσταση και εκδοχή της, να αναδεικνύονται η Ιστορία του τόπου και οι σημαντικότεροι «εργάτες της τέχνης» και να επιβεβαιώνεται ο σκοπός της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Είναι τόσο λυτρωτική αυτή η αντίθεση ώστε χυδαία γλώσσα που ακούγεται πίσω από δήθεν μαγειρικούς πάγκους ή πάνω σε αυτοσχέδιες πασαρέλες και εξωτικές παραλίες να μοιάζει ακόμη πιο χυδαία.
Η συγκλονιστική ιστορία του Μυριβήλη, με αφετηρία την ερωτική επιστολογραφία του Αντώνη Κωστούλα, εθελοντή στρατιώτη στη Μεραρχία Αρχιπελάγους, με την τρυφερή Μυρσίνη, δασκάλα του Παρθεναγωγείου Μυτιλήνης, ακολουθεί τα βήματα των πολιτικών εξελίξεων που οδηγούν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο
Τι φταίει;
Ωστόσο, όταν κάτι λάμπει, ο κόσμος αποδεδειγμένα θα σπεύσει να το δει. Είναι ωραίο να παράγεις πολιτισμό και αυτός να αφορά τον κόσμο.
Τι συμβαίνει όμως; Μήπως η τηλεοπτική μεταφορά δεν έχει τον ρυθμό που θα έδινε μια πιο σφιχτή και ελκυστική εικόνα; Μήπως τελικά έπρεπε κάποιοι να δουν το υλικό και να κάνουν κάποιες διορθώσεις προκειμένου να βελτιωθεί το τελικό αποτέλεσμα; Είναι ανεπίτρεπτο μετά από τόσα χρόνια και στη δίνη της κρίσης να δίνονται τόσα πολλά χρήματα για μία σειρά. Και φυσικά, το ζήτημα δεν είναι πολιτικό. Δεν χωρούν κομματικά κριτήρια και επιχειρήματα στην αποτίμηση ενός τέτοιου εγχειρήματος, όπως δεν θα έπρεπε και να συμβαίνει στην περίπτωση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.
Είναι εξαιρετική και συγκινητική η προσπάθεια του Τάσου Ψαρρά, ο οποίος έχει αποδείξει ότι είναι ένας βαθιά καλλιεργημένος και ενσυνείδητος δημιουργός. Είναι λυπηρό όμως μια τόσο φιλόδοξη παραγωγή να αφορά μόλις 200.000, ακόμη και 300.000 τηλεθεατές. Ισως ευθύνη φέρει και το κοινό, το οποίο εθισμένο πια στο εύπεπτο και το εύκολο, αρνείται να θέσει εαυτόν σε συνθήκη αναζήτησης και διερεύνησης του «ανώτερου», του δυσκολότερου, του πιο απαιτητικού προϊόντος, το οποίο χρειάζεται διαδικασία σκέψης. Φταίει και η ΕΡΤ, η οποία από μόνη της στο βάθος των χρόνων γίνεται μπαλάκι των κυβερνώντων και μία δεξαμενή αποκατάστασης και αποθέωσης της χειρότερης μορφής του κομματικού φανατισμού. Ποια ΕΡΤ να εμπιστευτεί ο τηλεθεατής ό ταν στο ίδιο κανάλι λίγες ώρες νωρίτερα η εκπομπή «Δεύτερη ματιά» με τηλεθέαση στα όρια του στατιστικού λάθους, κοντά στο 1% και 2%, δείχνει την πιο αποκρουστική πλευρά της ενημέρωσης; Η ίδια η ΕΡΤ απαξίωσε τον τηλεοπτικό εαυτό της και η ίδια η ΕΡΤ «τρώει τα παιδιά της».
Φυσικά μεταξύ της ριάλιτι αποπλάνησης και της ιμιτασιόν μυθοπλασίας που επιχειρεί μεγάλο κομμάτι της ιδιωτικής τηλεόρασης είναι προτιμότερο να αναδύονται έστω και με δυσκολία φιλότιμες προσπάθειες με ποιοτικά και υψηλής αισθητικής κριτήρια. Αυτές όμως θα πρέπει να αφορούν και τον κόσμο. Γιατί η τηλεόραση αφορά τον κόσμο. Και πολύ περισσότερο η δημόσια, που έχει την πολυτέλεια να μη δεσμεύεται σε μεγάλο βαθμό από τα εμπορικά κριτήρια. Αλλά για να αφοράς τον κόσμο θα πρέπει και να τον έχεις κατακτήσει με επιχειρήματα και έργα. Και δυστυχώς, η ΕΡΤ σε αυτό απέτυχε.
Αφροδίτη Γραμμέλη
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ
Εχοντας παραγκωνίσει τον καλλιτεχνικό χώρο και τους σημαντικούς δημιουργούς της ελληνικής παραγωγής, η ΕΡΤ αρνιόταν στη διάρκεια αυτών των χρόνων να στραφεί στα ελληνικά σίριαλ, στα οποία είχε μεγάλη και σημαντική παράδοση. Παρά τις έντονες αντιδράσεις και την επικριτική αρθρογραφία γι’ αυτή την αψυχολόγητη επιλογή, δεν υπήρξε κάποια κινητικότητα.
Ο Τάσος Ψαρράς ωστόσο είναι ο δημιουργός που άνοιξε και πάλι τον κύκλο των ελληνικών σειρών, καθώς δέκα χρόνια μετά, τον Ιανουάριο του 2019, η νέα σειρά που φέρει την υπογραφή του σηματοδοτεί την έναρξη ενός νέου κύκλου για την ελληνική μυθοπλασία. Αυτή τη φορά το βιβλίο του Στρατή Μυριβήλη «Η ζωή εν τάφω», ένα λογοτεχνικό αριστούργημα, λειτούργησε ως ερέθισμα για τον σκηνοθέτη, ο οποίος επιμελήθηκε την τηλεοπτική μεταφορά του μνημειώδους αυτού κειμένου. Οι πρώτες πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας ήταν αποκαλυπτικές και κάτι παραπάνω από θετικές. Στα γυρίσματα της τηλεοπτικής «Ζωής εν τάφω» συμμετείχαν 157 ηθοποιοί, 1.600 κομπάρσοι, 55 άτομα πίσω από τις κάμερες, ενώ όλοι οι παραπάνω δούλεψαν πάνω σε ένα σενάριο το οποίο αριθμεί 19.000 σελίδες.
Ακριβή παραγωγή
Δεν ήταν όμως μόνο οι εν λόγω αριθμοί αυτοί που τάραξαν τα μέχρι τότε λιμνάζοντα νερά της μυθοπλασίας στη δημόσια τηλεόραση. Η συγκεκριμένη σειρά, σύμφωνα με τα όσα έγιναν γνωστά, συνιστά μία από τις ακριβότερες παραγωγές της ελληνικής τηλεόρασης, καθώς το σύνολο των 16 επεισοδίων κόστισε 1.139.440 ευρώ πλέον ΦΠΑ, χωρίς τις εργοδοτικές εισφορές! Πρόκειται για ένα τολμηρό εγχείρημα στην Ελλάδα της κρίσης - και μάλιστα τη στιγμή που η συγκεκριμένη παραγωγή ήταν και η μοναδική για τον τομέα της μυθοπλασίας στην ΕΡΤ. Με γυρίσματα σε πολλά μέρη της Ελλάδας, μεταξύ των οποίων και η Μυτιλήνη, η συγκλονιστική ιστορία του Μυριβήλη, με αφετηρία την ερωτική επιστολογραφία του Αντώνη Κωστούλα, εθελοντή στρατιώτη στη Μεραρχία Αρχιπελάγους, με την τρυφερή Μυρσίνη, δασκάλα του Παρθεναγωγείου Μυτιλήνης, ακολουθεί τα βήματα των πολιτικών εξελίξεων που μας οδηγούν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και αποτυπώνει -σε μια διαχρονική ματιά- τις απάνθρωπες συνθήκες και την καταστροφική ματαιότητα κάθε πολέμου. Ακόμη και τα ονόματα που συμπεριλαμβάνονται στο καστ είναι μοναδικά: Δημήτρης Μοθωναίος, Γιάννης Μπέζος, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Δημήτρης Ημελλος, Γιώργος Αρμένης, Ερρίκος Λίτσης, Νίκος Πουρσανίδης, Ράνια Οικονομίδου. Σπύρος Λάσκαρης και Ιουλία Σταυρίδου σε σκηνογραφία και κοστούμια αντίστοιχα απλώς επιβεβαιώνουν το εξαιρετικό παζλ συνεργατών για τη συγκεκριμένη παραγωγή.
Ο πρωταγωνιστής της σειράς Γιάννης Μπέζος, μιλώντας στο «ΘΕΜΑ», υποστηρίζει ότι «αυτά τα νούμερα είναι καλά»
Ολα τα παραπάνω στοιχεία προκάλεσαν -όπως είναι λογικό και αναμενόμενο- μια αυξημένη προσδοκία και ταυτόχρονα περιέργεια γι’ αυτή την -κυριολεκτικά- υπερπαραγωγή της ΕΡΤ. Κακά τα ψέματα, αυτή ήταν και μια καλή ευκαιρία για να αναδειχθεί ένα σημαντικό ελληνικό λογοτεχνικό κείμενο και να επιστρέψουν στην τηλεόραση δημιουργοί αλλά και ηθοποιοί οι οποίοι απέχουν τα τελευταία χρόνια - ειδικά μετά το κλείσιμο του MEGA, το οποίο είχε την πρωτοκαθεδρία στη μυθοπλασία. Μαζί με αυτούς στην αναμονή για επιστροφή ήταν και μεγάλη μερίδα του τηλεοπτικού κοινού, το οποίο προσδοκούσε την προβολή μιας σειράς εφάμιλλης με το εξαιρετικό «Νησί» της Βικτόρια Χίσλοπ που πρόβαλε το MEGA.
Πού πήγαν οι τηλεθεατές...
Το πρώτο από τα 16 επεισόδια του νέου σίριαλ κάνει πρεμιέρα στην ΕΡΤ1 την Πέμπτη 31 Ιανουαρίου στις 22.00 το βράδυ. Η συνολική τηλεθέαση αγγίζει το 10,5% και στο δυναμικό κοινό φτάνει το 8,3%, ενώ, σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει η ΕΡΤ στη δημοσιότητα, τη σειρά παρακολούθησαν για τουλάχιστον ένα λεπτό 1.026.325 τηλεθεατές. Αριθμοί που η ΕΡΤ εδώ και χρόνια βλέπει μόνο σε συνθήκες Eurovision ή μετάδοσης σημαντικών αθλητικών γεγονότων, καθώς ο μέσος όρος τόσο στο γενικό όσο και στο δυναμικό κοινό φλερτάρει επίμονα με μονοψήφια νούμερα, μακριά από το 10%.
Η συνέχεια σε επίπεδο τηλεθέασης δεν ήταν ιδιαίτερα ενθαρρυντική, καθώς η σειρά αντί να κερδίσει έχασε τηλεθεατές και ο μέσος όρος τηλεθέασης δεν ήταν ο προσδοκώμενος για μια τέτοια παραγωγή. Το τελευταίο επεισόδιο, το οποίο προβλήθηκε την περασμένη Πέμπτη, 21 Φεβρουαρίου, σημείωσε 4,2% στο γενικό σύνολο και μόλις 3,3% στο δυναμικό κοινό. Ο μέσος όρος των τηλεθεατών για τα τέσσερα επεισόδια είναι 325.000ς, όμως στο τελευταίο έπεσε στις 200.000 και πλέον το ερώτημα που προκύπτει είναι για ποιον λόγο μια τέτοια σειρά με όλα αυτά τα στοιχεία και φυσικά με τέτοιο κόστος παραγωγής δεν μπόρεσε να κατακτήσει το τηλεοπτικό κοινό.
Σύμφωνα με τον Γιώργο Σιούλα, γενικό διευθυντή Τηλεόρασης στην ΕΡΤ, τα στελέχη και η διοίκηση του Ραδιομεγάρου είναι «ευχαριστημένοι καθώς υπάρχει μία καλή αφετηρία για επιστροφή στη μυθοπλασία αλλά και ένα καλό θέμα παραγωγής. Δεν είναι εύκολη η διείσδυση μιας σειράς εποχής στο κοινό και σίγουρα όταν αυτή σημειώνει μέσο όρο τηλεθέασης πάνω από τον μέσο όρο του καναλιού είναι ένα καλό σημάδι».
Καμία αντίρρηση για τα συναισθήματα. Είναι όμως λογικό να κοστίζει ένα επεισόδιο σχεδόν 72.000 ευρώ και να αφορά μόλις 200.000 τηλεθεατές;
Ο πρωταγωνιστής της σειράς Γιάννης Μπέζος, μιλώντας στο «ΘΕΜΑ», υποστηρίζει ότι «αυτά τα νούμερα είναι καλά. Ηταν κάτι αναμενόμενο αυτό που συμβαίνει, καθώς πλέον η ΕΡΤ αποφάσισε να παίξει μπάλα σε μεγάλο γήπεδο και όχι με ένα εύκολο σενάριο, αλλά με ένα μυθιστόρημα το οποίο έχει άλλες απαιτήσεις. Νομίζω ότι αυτό που πραγματικά συνέβη θα αποτιμήσουμε στο τέλος. Από την άλλη, θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν και κάτι ακόμη. Το γεγονός ότι το περιβάλλον της ΕΡΤ θυμίζει πλέον κατάστημα απομακρυσμένο. Οταν λοιπόν είναι έτσι τα πράγματα, πώς περιμένεις να περάσει κάποιος, να δει τη βιτρίνα σου και να μπει μέσα; Πρέπει επί της ουσίας να ερεθίσεις το ενδιαφέρον με επικοινωνία».
Είναι πολύ σημαντικό σε μία τηλεόραση η οποία πλέον κατακλύζεται από έλλειψη αισθητικής και κυριαρχείται από ένα μοντέλο που θέλει όποιον δηλώνει συμμετοχή σε ριάλιτι να εξασφαλίζει αμοιβή αλλά και επαγγελματική αποκατάσταση να υπάρχει μία σειρά η οποία βρίσκει ερέθισμα σε ένα λογοτεχνικό κείμενο του μεγέθους της «Ζωής εν τάφω» του Μυριβήλη. Είναι εξίσου σημαντικό να ακούγεται η ελληνική γλώσσα στην ωραιότερη διάσταση και εκδοχή της, να αναδεικνύονται η Ιστορία του τόπου και οι σημαντικότεροι «εργάτες της τέχνης» και να επιβεβαιώνεται ο σκοπός της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης. Είναι τόσο λυτρωτική αυτή η αντίθεση ώστε χυδαία γλώσσα που ακούγεται πίσω από δήθεν μαγειρικούς πάγκους ή πάνω σε αυτοσχέδιες πασαρέλες και εξωτικές παραλίες να μοιάζει ακόμη πιο χυδαία.
Η συγκλονιστική ιστορία του Μυριβήλη, με αφετηρία την ερωτική επιστολογραφία του Αντώνη Κωστούλα, εθελοντή στρατιώτη στη Μεραρχία Αρχιπελάγους, με την τρυφερή Μυρσίνη, δασκάλα του Παρθεναγωγείου Μυτιλήνης, ακολουθεί τα βήματα των πολιτικών εξελίξεων που οδηγούν στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο
Τι φταίει;
Ωστόσο, όταν κάτι λάμπει, ο κόσμος αποδεδειγμένα θα σπεύσει να το δει. Είναι ωραίο να παράγεις πολιτισμό και αυτός να αφορά τον κόσμο.
Τι συμβαίνει όμως; Μήπως η τηλεοπτική μεταφορά δεν έχει τον ρυθμό που θα έδινε μια πιο σφιχτή και ελκυστική εικόνα; Μήπως τελικά έπρεπε κάποιοι να δουν το υλικό και να κάνουν κάποιες διορθώσεις προκειμένου να βελτιωθεί το τελικό αποτέλεσμα; Είναι ανεπίτρεπτο μετά από τόσα χρόνια και στη δίνη της κρίσης να δίνονται τόσα πολλά χρήματα για μία σειρά. Και φυσικά, το ζήτημα δεν είναι πολιτικό. Δεν χωρούν κομματικά κριτήρια και επιχειρήματα στην αποτίμηση ενός τέτοιου εγχειρήματος, όπως δεν θα έπρεπε και να συμβαίνει στην περίπτωση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης.
Είναι εξαιρετική και συγκινητική η προσπάθεια του Τάσου Ψαρρά, ο οποίος έχει αποδείξει ότι είναι ένας βαθιά καλλιεργημένος και ενσυνείδητος δημιουργός. Είναι λυπηρό όμως μια τόσο φιλόδοξη παραγωγή να αφορά μόλις 200.000, ακόμη και 300.000 τηλεθεατές. Ισως ευθύνη φέρει και το κοινό, το οποίο εθισμένο πια στο εύπεπτο και το εύκολο, αρνείται να θέσει εαυτόν σε συνθήκη αναζήτησης και διερεύνησης του «ανώτερου», του δυσκολότερου, του πιο απαιτητικού προϊόντος, το οποίο χρειάζεται διαδικασία σκέψης. Φταίει και η ΕΡΤ, η οποία από μόνη της στο βάθος των χρόνων γίνεται μπαλάκι των κυβερνώντων και μία δεξαμενή αποκατάστασης και αποθέωσης της χειρότερης μορφής του κομματικού φανατισμού. Ποια ΕΡΤ να εμπιστευτεί ο τηλεθεατής ό ταν στο ίδιο κανάλι λίγες ώρες νωρίτερα η εκπομπή «Δεύτερη ματιά» με τηλεθέαση στα όρια του στατιστικού λάθους, κοντά στο 1% και 2%, δείχνει την πιο αποκρουστική πλευρά της ενημέρωσης; Η ίδια η ΕΡΤ απαξίωσε τον τηλεοπτικό εαυτό της και η ίδια η ΕΡΤ «τρώει τα παιδιά της».
Φυσικά μεταξύ της ριάλιτι αποπλάνησης και της ιμιτασιόν μυθοπλασίας που επιχειρεί μεγάλο κομμάτι της ιδιωτικής τηλεόρασης είναι προτιμότερο να αναδύονται έστω και με δυσκολία φιλότιμες προσπάθειες με ποιοτικά και υψηλής αισθητικής κριτήρια. Αυτές όμως θα πρέπει να αφορούν και τον κόσμο. Γιατί η τηλεόραση αφορά τον κόσμο. Και πολύ περισσότερο η δημόσια, που έχει την πολυτέλεια να μη δεσμεύεται σε μεγάλο βαθμό από τα εμπορικά κριτήρια. Αλλά για να αφοράς τον κόσμο θα πρέπει και να τον έχεις κατακτήσει με επιχειρήματα και έργα. Και δυστυχώς, η ΕΡΤ σε αυτό απέτυχε.
Αφροδίτη Γραμμέλη
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ