Η ΕΔΕ σε σημερινή ανακοίνωσή της επιπλήττει την Ένωση Αστυνομικών Υπαλλήλων Ν/Α Αττικής η οποία εξέφρασε την απορία της γιατί δεν προφυλακίστηκαν τα μέλη του κυκλώματος που δρούσε εκτός νομιμότητας
Η αιώνια βουβή αντιπαράθεση των εισαγγελικών λειτουργών με την Ελληνική Αστυνομία συνεχίζεται και στην υπόθεση της πλαστογραφίας διπλωμάτων οδήγησης από υπαλλήλους της Διεύθυνσης Μεταφορών, καθώς η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων (ΕΔΕ) σε σημερινή ανακοίνωσή της επιπλήττει την Ένωση Αστυνομικών Υπαλλήλων Ν/Α Αττικής η οποία εξέφρασε την απορία της γιατί δεν προφυλακίστηκαν τα μέλη του κυκλώματος που δρούσε εκτός νομιμότητας.
Η ΕΔΕ αναφέρει ότι την προηγούμενη εβδομάδα δόθηκε στη δημοσιότητα μια ανακοίνωση της Ένωσης Αστυνομικών Υπαλλήλων Ν/Α Αττικής στην οποία εκφράζεται η απορία πως γίνεται και μια υπόθεση «πολύ καλά μελετημένη και δεμένη από όλες τις πλευρές» (υπόθεση πλαστογραφίας διπλωμάτων οδήγησης) να μην οδηγεί σε προφυλάκιση των κατηγορουμένων από την αρμόδια ανακρίτρια.
Αρχικά υπογραμμίζει η Ένωση, θα πρέπει να γίνει υπόμνηση ότι «το καθήκον των αστυνομικών αρχών φτάνει μέχρι το σημείο της σύλληψης των δραστών και της προσαγωγής τους ενώπιον της Δικαιοσύνης» και συνεχίζει:
«Από το σημείο εκείνο και μετά οι αστυνομικές αρχές δεν έχουν καμία αρμοδιότητα ούτε και τις αναγκαίες επιστημονικές γνώσεις για να κρίνουν εάν ο δικαστικός ή εισαγγελικός λειτουργός ενεργεί ή όχι σύμφωνα με το νόμο».
Παράλληλα, η ΕΔΕ αναφέρει, πρώτον, ότι «ενώ η έκφραση γνώμης από πολίτες –ακόμα και αναρμόδιους και άσχετους με νομικές έννοιες- είναι πλήρως αποδεκτή στα πλαίσια του δημοκρατικού δικαιώματος ελεύθερης έκφρασης των απόψεων, ωστόσο τα επίσημα κρατικά όργανα και οι συνδικαλιστικοί τους εκπρόσωποι θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα φειδωλοί σε τέτοιου είδους ανακοινώσεις, που δημιουργούν σύγχυση στην κοινή γνώμη».
Κατά δεύτερον, προσθέτει η Ένωση «σε νομικό επίπεδο, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας επιτρέπει την προσωρινή κράτηση κατηγορουμένων για κακουργηματικές πράξεις μόνο κατ’ εξαίρεση και εφόσον οι περιοριστικοί όροι δεν επαρκούν και ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή διαμονή στη χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει τη φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανόν να διαπράξει και άλλα εγκλήματα».
Ο αρμόδιος ανακριτής και ο εισαγγελέας-σημειώνει η ΕΔΕ- «κρίνουν τις παραπάνω προϋποθέσεις κατά περίπτωση και επιβάλουν ή όχι την προσωρινή κράτηση, η οποία σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί ποινή ούτε η μη επιβολή της σχετίζεται με την έλλειψη επαρκών ενδείξεων ή με την ελλιπή προεργασία των αστυνομικών υπαλλήλων».
Και καταλήγει η ΕΔΕ, «η απόδοση Δικαιοσύνης και η τιμωρία ή η αθώωση των κατηγορουμένων γίνεται από τα δικαστήρια με νηφαλιότητα και τήρηση της κείμενης νομοθεσίας χωρίς να χρειάζονται ιδιαίτερες επισημάνσεις και βερμπαλισμοί για τις δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες όλοι οι κρατικοί λειτουργοί οφείλουν να επιτελούν τα καθήκοντά τους».