Λιγότερα από 500 εκατ. ευρώ διέθεσαν ξένα funds και επενδυτές για την απόκτηση δανειακών υποχρεώσεων, νοικοκυριών και επιχειρήσεων προς τράπεζες συνολικού ύψους 12,8 δις. ευρώ.
Πρόκειται για πωλήσεις «πακέτων» μη εξυπηρετούμενων δανείων που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο της προσπάθειας εξυγίανσης των τραπεζικών ισολογισμών και της μείωσης του αποθέματος των «κόκκινων» δανείων. Η τιμή πώλησης, αντιστοιχεί σε λιγότερα από το 4% της συνολικής οφειλής, μόνο ικανοποιητική δεν είναι για τις τράπεζες, και προκαλεί μεγάλες ζημιές οι οποίες ωστόσο έχουν καλυφθεί από προβλέψεις.
Τραπεζικές πηγές σημειώνουν στο economistas.gr ότι πρόκειται συνολικά για 6 συναλλαγές πώλησης μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχουν ολοκληρώσει Eurobank, Alpha Bank, Τράπεζα Πειραιώς και Εθνική Τράπεζα, τα οποία στην πλειοψηφία τους αφορούσαν προβληματικά δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις.
Αποδίδουν τις χαμηλές τιμές πώλησης σε μια σειρά παραγόντων με σημαντικότερο το ότι πρόκειται για δάνεια χωρίς εξασφαλίσεις, που καθιστά δύσκολη και εξαιρετικά αβέβαιη την προσπάθεια ανάκτησης της οφειλής. Επίσης τονίζουν ότι η αγορά των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα ήταν για πολλά χρόνια «παγωμένη» και πάντα οι πρώτες συναλλαγές, ειδικά για περιπτώσεις όπως η ελληνική που προηγήθηκε μια μεγάλη και βαθιά οικονομική κρίση, γίνονται σε χαμηλές τιμές μέχρι να «ανοίξει» και δημιουργηθεί αγορά. Η προβληματική λειτουργία της δικαιοσύνης, με τους εξαιρετικά αργούς ρυθμούς απόδοσης της δικαιοσύνης αποτελεί επίσης κρίσιμο παράγοντας που αυξάνει το κόστος ανάκτησης οφειλών. Αντίστοιχα μεγάλο κόστος για τους επενδυτές δημιουργεί το πολύπλοκο θεσμικό καθεστώς, η πολυνομία, η γραφειοκρατία της δημόσιας διοίκησης αλλά και οι συχνές αλλαγές. Τέλος, αρνητικό ρόλο παίζει το γεγονός ότι οι συναλλαγές αυτές γίνονται υπό πίεση δηλαδή οι διοικήσεις των τραπεζών σε μεγάλο βαθμό είναι υποχρεωμένες να προχωρήσουν σε σχετικές συναλλαγές λόγω των στόχων μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων που έχει θέσει η ΕΚΤ, γεγονός που δίνει μεγάλο διαπραγματευτικό πλεονέκτημα στους αγοραστές. Όλα αυτά οδηγούν τις αποτιμήσεις σε εξευτελιστικά επίπεδα.
Αντίθετα οι πωλήσεις δυο πακέτων προβληματικών δανείων, που πραγματοποίησαν η Alpha και η Πειραιώς, τα οποία συνοδεύονταν από εξασφαλίσεις, έγιναν σε πολύ καλύτερες τιμές: οι επενδυτές διέθεσαν 809 εκατ. ευρώ για να αποκτήσουν οφειλές ύψους 2,5 δις. ευρώ, δηλαδή «πλήρωσαν» το 32,36% της αρχικής οφειλής. Όπως σημειώνουν στελέχη τραπεζών αν το θεσμικό πλαίσιο ήταν αποτελεσματικότερο όπως και η λειτουργία της δικαιοσύνης τότε οι τιμές πώλησης των δυο πακέτων θα ήταν σημαντικά καλύτερες.
Οι επιπτώσεις στις τράπεζες
Η πώληση των πακέτων των «κόκκινων» δανείων σε τόσο χαμηλές τιμές συνεπάγεται μεγάλες ζημιές για τις τράπεζες. Ουσιαστικά πρόκειται για χρήματα που δόθηκαν, μέσω δανείων, και τα οποία δεν αποπληρώθηκαν ποτέ, ζημιώνοντας ανάλογα τις τράπεζες και οι οποίες υποχρεώθηκαν σε αντίστοιχες προβλέψεις επιβαρύνοντας τους μετόχους αλλά και τους φορολογουμένους μέσω των ανακεφαλαιοποιήσεων. Οι μεγάλες ζημιές αλλά και το μεγάλο απόθεμα «κόκκινων» δανείων το οποίο εξακολουθεί να βαραίνει τις τράπεζες τις υποχρεώνει στη διενέργεια μεγάλων προβλέψεων, για τις οποίες απαιτούνται έσοδα τα οποία έρχονται από τα υψηλότερα επιτόκια με τα οποία επιβαρύνονται οι συνεπείς δανειολήπτες προκειμένου να καλυφθούν οι ζημιές των κακοπληρωτών.
Αν η τιμή πώλησης των προβληματικών δανείων αντί στο 4% είχε διαμορφωθεί για παράδειγμα στο 20% τότε οι τράπεζες θα είχαν εισπράξει αντί για 496 εκατ. ευρώ 2,560 δις. ευρώ το οποίο θα άλλαζε άρδην τα δεδομένα και θα τις επέτρεπε να προχωρήσουν πολύ πιο γρήγορα στην αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Σημειώνεται ότι η ιταλική κυβέρνηση, όπου και εκεί οι τράπεζες αντιμετώπισαν μεγάλα προβλήματα με τα «κόκκινα» δάνεια, το 2016 προχώρησε πρώτα σε εκτεταμένες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο προκειμένου να κάνει πιο εύκολη την ανάκτηση οφειλών, και κατόπιν και με άλλα εργαλεία βοήθησε τις ιταλικές τράπεζες να μεταφέρουν τα προβληματικά δάνεια σε άλλες εταιρίες, σε καλές τιμές αποφεύγοντας έτσι μια μεγάλη τραπεζική κρίση.
Στην Ελλάδα δεν έγινε τίποτα από αυτά, αφήναμε το χρόνο να κυλά στην απραγία, μέχρι που το πρόβλημα των «κόκκινων» δανείων παραέγινε μεγάλο για να μπορέσει να λυθεί ανώδυνα, το θεσμικό πλαίσιο παρέμεινε βαθιά προβληματικό και εν τέλει οι τράπεζες υποχρεώθηκαν να πουλήσουν τα προβληματικά δάνεια σε πολύ χαμηλές τιμές με μεγάλες επιπτώσεις για το τραπεζικό σύστημα και την οικονομία.
60 δις. «κόκκινα δάνεια σε ξένους
Από το 2017 μέχρι σήμερα οι τράπεζες έχουν προχωρήσει στην πώληση πακέτων μη εξυπηρετούμενων δανείων συνολικού ύψους 16 δις. ευρώ ενώ για τους επόμενους μήνες οι τράπεζες έχουν ήδη βγάλει στην αγορά προς πώληση, ή αναμένεται να βγουν τις επόμενες εβδομάδες, δώδεκα νέα μεγάλα πακέτα μη εξυπηρετούμενων συνολικού ύψους 18,3 δισ. ευρώ.
Παράλληλα στην τελική ευθεία βρίσκεται η μεγάλη κίνηση της Τράπεζα Πειραιώς για την ανάθεση σε τρίτο της διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων της τράπεζας ύψους 25 δισ. ευρώ (η οποία βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο συζητήσεων).
Έτσι μέχρι το τέλος του 2019 περισσότερα από τα 60 δισ. ευρώ «κόκκινα» δάνεια, θα βρεθούν στον έλεγχο ή την διαχειριστική ευθύνη ξένων επενδυτών και εταιριών.