02 Δεκεμβρίου 2019

Μια χαμένη ευκαιρία για την Κεντροδεξιά

Εχω παρατηρήσει ότι κάθε φορά που πιάνεις μια συζήτηση με ένα στέλεχος της κυβέρνησης και του ζητάς τη γενική εκτίμησή του για τα πράγματα, η ανάλυσή του ξεκινά πάντα από τον ΣΥΡΙΖΑ και την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει μετά την ήττα: πως οι ακραίες θέσεις τους οδηγούν στη συρρίκνωση, πως τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ διαπράττουν τη μία γκάφα πάνω στην άλλη, πως ο Τσίπρας παρουσιάζει ξανά τα σημάδια της καταθλιπτικής κρίσης –με τη γλώσσα του σώματος, αλλά και με την πνευματική σύγχυση που επιδεικνύει κάθε φορά στη Βουλή– κ.ο.κ.

Το φυσικότερο σε μια τέτοια συζήτηση θα ήταν, νομίζω, ο συνομιλητής σου να δίνει την προτεραιότητα στα σπουδαία που κάνει ο ίδιος και η κυβέρνηση στην οποία μετέχει, όχι σε εκείνα που δεν κάνουν οι άλλοι ή τα κάνουν στραβά. Δεν παρεξηγώ την εμμονή με τον ΣΥΡΙΖΑ. (Πώς να την παρεξηγήσω στους άλλους, αφού την έχω και εγώ;) Πέντε χρόνια ΣΥΡΙΖΑ ήταν τραυματική εμπειρία. Δεν ξεπερνιέται με την απομάκρυνσή τους από την εξουσία. Σε μεγάλο βαθμό, λοιπόν, η εμμονή αυτή είναι κάτι ανάλογο με εκείνο το οποίο, στην ορολογία των πιλότων στης Μάχη της Αγγλίας, έλεγαν «σύνδρομο του Μέσερσμιτ». Η νεύρωση, δηλαδή, των πιλότων να στρέφουν κάθε τόσο το κεφάλι τους πίσω (σχεδόν όσο και το κοριτσάκι του «Εξορκιστή») για τον φόβο του γερμανικού καταδιωκτικού, που μπορεί να εμφανιστεί πίσω τους ανά πάσα στιγμή.

Αν είναι η εκδήλωση ενός φόβου βαθιά ριζωμένου, το καταλαβαίνω και συμπονώ. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όμως, υποψιάζομαι ότι η έμφαση στη δεινή κατάσταση του αντιπάλου γεννάει ένα επικίνδυνο αίσθημα ασφάλειας, που αργά ή γρήγορα φέρνει τη χαλαρότητα. Οποιος παρασύρεται από την τρεχάλα του ΣΥΡΙΖΑ προς τις ρίζες του ή από την εμφανώς ντεφορμέ κατάσταση του αρχηγού του και, με αυτά τα δεδομένα, σπεύδει να ξεγράψει από τώρα τον ΣΥΡΙΖΑ, κάνει μέγα λάθος. Πέντε χρόνια στην κυβέρνηση είναι εμπειρία με μεγάλη συγκολλητική δύναμη για εκείνους που την έζησαν· ο δε Τσίπρας δεν είναι τυχαίος. Είναι αποδεδειγμένα ικανός στο παιγνίδι, είναι σκληρός –να το πω σαιξπηρικά για τον Γιούκλιντ, είναι «dog of war»– και, επίσης, είναι κακός και μοχθηρός. Θα επανέλθει. Οχι ante portas, ελπίζω, αλλά στο παιχνίδι θα επανέλθει.

Ολα αυτά είναι πλήρως αντιληπτά στην κυβέρνηση, τουλάχιστον στον στενότερο κύκλο περί τον πρωθυπουργό, γι’ αυτό και η στρατηγική προτεραιότητα είναι η επέκταση προς το Κέντρο. Τώρα, αυτό δεν είναι όσο εύκολο ακούγεται, επειδή η έννοια του πολιτικού κέντρου μπορεί να σημαίνει σχεδόν οτιδήποτε. Για τη λαϊκή Δεξιά, κατά τη νεοκαραμανλική φάση της, λ.χ., Κέντρο ήταν το «πάρε, κόσμε», οι διορισμοί και η προσπάθεια να προσεγγίσουν την Αριστερά αντιγράφοντάς την. Ακόμη και η φουκαριάρα η Κατερίνα Παπακώστα κεντροδεξιά έλεγε ότι ήταν, ενώ την ίδια ώρα υπηρετούσε στην κυβέρνηση Τσίπρα ως υφυπουργός της Ολγας Γεροβασίλη. Εν ολίγοις, η επέκταση προς το Κέντρο δεν σημαίνει για όλους στην κυβέρνηση το ίδιο πράγμα. Το παρατηρούμε, άλλωστε, στη διάσταση μεταξύ εκείνων που θεωρούν ότι η επέκταση γίνεται με επιδόματα και κοινωνικά μερίσματα και των άλλων, που βλέπουν την επέκταση μέσω των μεταρρυθμίσεων.

Την ανάγκη να αποδείξει η Ν.Δ. με την πολιτική της ότι δεν είναι το «nasty party», κατά το στερεότυπο των Εργατικών για τους Συντηρητικούς στη Βρετανία, την επιβάλλουν οι βέβαιες προκλήσεις, που περιμένουν την κυβέρνηση στην πορεία προς τους στόχους της. Η απομάκρυνση των εστιών ανομίας και εγκληματικότητας από τα πανεπιστήμια, λ.χ., θα είναι ένας μακρύς πόλεμος, ο οποίος δεν θα κερδηθεί από την πλευρά του κοινού συμφέροντος χωρίς τη νόμιμη βία του κράτους. Αυταπατώνται όσοι νομίζουν ότι η ασυδοσία δεκαετιών ξεριζώνεται με νόμους, κανονισμούς και ευγενείς προθέσεις. Στο μεταναστευτικό, επίσης, αν τα πράγματα εξελιχθούν με το απλώς κακό σενάριο, όχι με το χειρότερο, είναι βέβαιο ότι η κυβέρνηση θα υποχρεωθεί να πάρει σκληρά μέτρα για να προασπίσει την κοινωνική συνοχή. Επομένως, είναι απαραίτητο να έχει κερδίσει την έξωθεν καλή μαρτυρία για τον κεντρώο χαρακτήρα της των πολιτικών της και των διαθέσεών της.

Υπό το πρίσμα αυτό, στον κατάλογο των χαμένων ευκαιριών εξ αφορμής της αναθεώρησης του Συντάγματος, θα πρέπει να προστεθεί, νομίζω, το ότι η κυβέρνηση δεν υιοθέτησε την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για συνταγματική απαγόρευση των διακρίσεων βάσει του φύλου και του σεξουαλικού προσανατολισμού. Προτίμησε, αντιθέτως, να υιοθετήσει μια άλλη πρότασή τους, με την οποία ο λαϊκισμός αποκτά μιας μορφής συνταγματική κατοχύρωση: τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία με συλλογή 500.000 υπογραφών. Προφανώς, το πρώτο θα είχε πολιτικό κόστος στο εσωτερικό της κυβέρνησης, της Κ.Ο. και του κόμματος, ενώ το δεύτερο ήταν εύκολο και ήταν τζάμπα. Φοβάμαι ότι το τζάμπα η κυβέρνηση στο τέλος θα το πληρώσει ακριβότερα.

ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
KAΘHMEΡINH