Το Συμβούλιο της Επικρατείας καλείται να βγάλει «τα κάστανα από την φωτιά» στο χώρο του ποδοσφαίρου, καθώς προσέφυγαν σε αυτό τόσο η ομάδα της Ξάνθης, όσο και του ΠΑΟΚ.
Και οι δύο ομάδες, πλέον της αίτησης ακύρωσης που κατέθεσαν στο ΣτΕ, ζητούν την έκδοση προσωρινής διαταγής, από τους προέδρους του Δ΄ και Γ΄ Τμήματος του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου που εισήχθησαν, ενώ κατέθεσαν και αίτηση αναστολής.
Η Ξάνθη ζητεί να ακυρωθεί η απόφαση του υφυπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λευτέρη Αυγενάκη, με τις οποίες αντικαταστάθηκαν δυο μέλη και ο πρόεδρος της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού και επιβλήθηκαν πρόστιμα και στις δύο ομάδες.
Παράλληλα, και οι δύο ομάδες ζητούν να ακυρωθεί η απόφαση ανάκληση πιστοποιητικού του ΠΑΟΚ και της Ξάνθης, δηλαδή ζητούν να ακυρωθεί η ανάκληση συμμετοχής τους στο πρωτάθλημα. Όπως είναι γνωστό, η Επιτροπή Επαγγελματικού Αθλητισμού με απόφασή της κατά πλειοψηφία (3-2) αποφάσισε την ανάκληση πιστοποιητικού του ΠΑΟΚ για πολυιδιοκτησία και της Ξάνθης για το μετοχολόγιό της.
Ενώπιον του ΣτΕ υποστηρίζουν ότι από τις προσβαλλόμενες υπουργικές αποφάσεις θα υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη και δυσχερώς επανορθώσιμη ηθική, οικονομική και ποδοσφαιρική βλάβη, σε περίπτωση που ευδοκιμήσουν οι αιτήσεις ακύρωσης τους (γίνουν δεκτές οι αιτήσεις του).
Ακόμη, επέρχεται βάναυση και ανεπανόρθωτη βλάβη στην φερεγγυότητα των ποδοσφαιρικών εταιρειών και των μετόχων τους, οι οποίοι φέρονται να κινούνται στο σκοτεινό παρασκήνιο και να χρησιμοποιούν παρένθετα πρόσωπα και να μετέρχονται τεχνασμάτων και εικονικών συμφωνιών, προκειμένου να καταστρατηγήσουν το ιδιοκτησιακό καθεστώς των αθλητικών Ανωνύμων Εταιρειών.
Την ίδια στιγμή οι επίμαχες αποφάσεις επιφέρουν ποινή απώλειας διεκδίκησης του πρωταθλήματος της Super League για το 2019-2020 και απώλεια συμμετοχής για το 2020-2021 στο Champions League, υποστηρίζουν οι δύο επίμαχες ομάδες.
Επίσης, υποστηρίζουν ότι θα υποστούν τεράστια οικονομική ζημιά πολλών εκατομμυρίων ευρώ, λόγω απώλειας εσόδων από την πώληση εισιτηρίων, τηλεοπτικών δικαιωμάτων, κ.λπ. Οι υποθέσεις εισήχθησαν κατά το ένα σκέλος στο Δ΄ Τμήμα του ΣτΕ και κατά το άλλο στο Γ΄ Τμήμα του ίδιου δικαστηρίου.