[ΦΩΤΟ-Δυστυχώς, ούτε η γραβάτα ούτε η φυσική χάρη τον γλίτωσαν από το ατύχημα. (Είναι και όμορφος, τον μάτιασαν κιόλας...) Σε επιδείξη δεξιότητας στην αντιπτέριση (μπάντμιντον) επεδίδετο ο Γεώργιος Κατρούγκαλος όταν έπεσε και έσπασε το πόδι του. Περαστικά εύχομαι και στο μέλλον ηπιότερες μορφές άσκησης.]
Με το προσφυγικό - μεταναστευτικό σε έξαρση, είπα να κάνω λίγο «homework» την Κυριακή και διάβασα (αφού το άφησα πρώτα δύο χρόνια να ωριμάζει στο ράφι...) το βιβλίο του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου, του καθηγητή Φιλοσοφίας του Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, «Οι πρόσφυγες και τα καθήκοντά μας απέναντί τους» (εκδόσεις Πόλις), που τιμήθηκε το 2018 με κρατικό βραβείο. Το βιβλίο καταπιάνεται αποκλειστικά με το θέμα των προσφύγων, τους οποίους διαχωρίζει εννοιολογικά από τους μετανάστες. Με την ελπίδα ότι δεν θα προσβάλω το έργο και τον συγγραφέα του, θα το περιέγραφα ως ένα δοκίμιο μόλις 85 σελίδων, στο οποίο ο συγγραφέας, βασιζόμενος στην Καντιανή ηθική της «κατηγορικής προσταγής», κατασκευάζει το φιλοσοφικό επιχείρημα υπέρ της αρωγής στους πρόσφυγες, ξεκινώντας από το άτομο, προχωρώντας στο κράτος, διαγράφοντας όμως και τις δυνατότητες επέκτασης και παραπέρα, στην κοινότητα των πολιτισμένων κρατών, που μοιράζονται τις ίδιες ανθρωπιστικές αξίες και ηθικές αντιλήψεις.
Το επιχείρημα του Παπαγεωργίου συμφιλιώνει, κατά κάποιο τρόπο, την εσωτερική ηθική υποχρέωση του ατόμου προς τους άλλους ανθρώπους και, εντέλει, προς τον εαυτό του με τις άλλες, τις ενδεχομένως ανταγωνιστικές υποχρεώσεις του προς τους συμπολίτες του. «Η αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος των άλλων», υποστηρίζει ο συγγραφέας, «δεν είναι αναγκαστικά ανταγωνιστική –ή τουλάχιστον δεν είναι ηθικά και πολιτικά ανταγωνιστική– προς την εθνική και πολιτική μας συγκρότηση ως κυρίαρχου λαού».
Μη φαντασθείτε ότι είναι ένα βαρύ και απρόσιτο ανάγνωσμα. Αντιθέτως, είναι γραμμένο με την απλότητα και την ακρίβεια που αποκτά το ύφος όταν ο συγγραφέας γνωρίζει το θέμα του και νιώθει ασφαλής (κάτι που το αποδεικνύουν, στην περίπτωση του Παπαγεωργίου, το βάθος και η έκταση των υποσημειώσεων). Αυτή η απλότητα του ύφους, σε συνδυασμό με την αρτιότητα του επιχειρήματος, είναι που δίνει αξία σε αυτό το βιβλιαράκι, το οποίο μας προσφέρει τις θέσεις και τα επιχειρήματα για να κρίνουμε και να αντιμετωπίσουμε όσους, σήμερα στην Ευρώπη, με αφορμή τις εσωτερικές επιπτώσεις του προσφυγικού - μεταναστευτικού, αμφισβητούν τις αξίες του κοινού ευρωπαϊκού πολιτισμού μας.
Βέβαια, με τους εταίρους μας στην Ενωση, από τους οποίους ζητούμε κοινή πολιτική αντιμετώπισης για τον διαμερισμό των βαρών του προσφυγικού, εννοείται ότι μαζί τους δεν μπορούμε να διαπραγματευθούμε με φιλοσοφικά επιχειρήματα. Σύμφωνοι, αλλά στον βαθμό κατά τον οποίο ο άνθρωπος είναι έλλογο, συναισθηματικής ευφυΐας και εξελίξιμο ον (αν θυμάμαι σωστά τον ωραίο ορισμό του Παπαγεωργίου), τη φιλοσοφική τεκμηρίωση της θέσης του τη χρειάζεται για τον εαυτό του. «Το προσφυγικό», σημειώνει ο συγγραφέας στην αρχή του βραβευμένου δοκιμίου του, «αν και εμφανίζεται να αφορά τη σχέση μας με τους άλλους, θέτει κυρίως ζητήματα που αφορούν τη σχέση μας με τον εαυτό μας».
Αυτά τα ωραία, που λέτε, συνέβαιναν μέσα στο κεφάλι μου την Κυριακή. Επειτα, ήλθε η Δευτέρα και η προσγείωση στην επικαιρότητα: δήμαρχοι, κοινοτάρχες, περιφερειάρχες, υπουργοί, όλοι ένα κουβάρι, επειδή η κυβέρνηση ανακοίνωσε τα σημεία ανέγερσης των κλειστών κέντρων στα βεβαρημένα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Διατυπώνονται απίθανες απαιτήσεις, όπως λ.χ. ότι τα βεβαρημένα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου δεν θέλουν κανένα κλειστό κέντρο, λες και είναι ποτέ δυνατόν να αγνοηθεί η γεωγραφική πραγματικότητα ότι τα νησιά αυτά είναι δίπλα ακριβώς στο πρόβλημα και, για λόγους στοιχειώδεις, δεν γίνεται να μην έχουν κέντρα παραμονής. Ποιος Καντ και ποια ηθική επιταγή; Μπροστά στην επιχειρηματολογία των τοπικών παραγόντων, αντιλαμβάνεσαι ότι για όλους αυτούς τους ανθρώπους η μόνη ηθική επιταγή που αισθάνονται μέσα τους είναι το «μακριά από τον πισινό μου κι όπου θέλει ας είναι». Από υποψήφιοι νομπελίστες, που καμαρώναμε, καταλήγουμε να συζητούμε τα κλειστά κέντρα σαν να επρόκειτο για ΧΥΤΑ.
Είναι ντροπή αυτό που συμβαίνει και υπονομεύει τα συμφέροντά μας στην Ευρώπη περισσότερο από ό,τι άλλο. Προσπαθούμε να προβάλουμε την ανάγκη κοινής αντιμετώπισης του προβλήματος· πώς να μας πάρουν σοβαρά όμως, όταν εδώ όλοι διαφωνούν με όλους, επειδή ο καθένας βάζει μπροστά το στενά ατομικό συμφέρον του; Πώς να πείσουμε ότι το όφελος για την Ευρώπη θα είναι συλλογικό αν η κατανομή των βαρών είναι δίκαιη, αφού εμείς δεν μπορούμε να ορίσουμε το δικό μας συμφέρον;
Την αναστάτωση υποδαυλίζει ανεύθυνα και η αντιπολίτευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ και, φυσικά, το ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ, που ακολουθεί πιστά, κατηγορούν την κυβέρνηση ότι, με το σχέδιό της, μεταμορφώνει τα νησιά σε «φυλακές», προς όφελος των ηπειρωτικών περιοχών που αποφεύγουν τα βάρη. Κατ’ αρχάς, είναι κακόβουλος ο ισχυρισμός, αφού η κυβέρνηση δηλώνει ότι κλειστά κέντρα θα δημιουργηθούν και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Υστερα, θα ήταν τερατώδης ανοησία εάν η κυβέρνηση, γνωρίζοντας ότι κάθε χωροθέτηση μπορεί να προκαλέσει τοπική εξέγερση, άνοιγε ταυτοχρόνως είκοσι μέτωπα ανά την Ελλάδα. Η πραγματοποίηση του συγκεκριμένου σχεδίου μόνο σταδιακά μπορεί να γίνει. Στο κάτω κάτω, ποια κυβέρνηση θα ήταν τόσο ηλίθια όσο ισχυρίζεται η αντιπολίτευση, ώστε να καταδικάσει σε απομόνωση περιοχές της χώρας τόσο κρίσιμες για τα εθνικά συμφέροντά της;
Γκρινιάζαμε διάφοροι για την απραξία της κυβέρνησης στο θέμα, που την έσπαζε μόνο η ανούσια φλυαρία του αναπληρωτή υπουργού – καλά κάναμε και είχαμε δίκιο. Τώρα όμως, επιτέλους, παρουσιάζεται ένα σχέδιο που είναι συγκεκριμένο και ρεαλιστικό: ορίζει τους χώρους, βρίσκει τις εκτάσεις, αξιοποιεί έκτακτες διαδικασίες και δίνει ικανοποιητικά χρονοδιαγράμματα. Είναι η μόνη εφικτή και είναι απαραίτητο να υποστηριχθεί.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ