Υπάρχει κάτι πολύ δυνατό ανάμεσα σε αυτούς τους δύο, κάνω λάθος; Εκεί που λέγαμε ότι ο Τραμπ το είχε τερματίσει με την ιδέα του για ενέσεις με απολυμαντικό, να σου πετιέται ο Ερντογάν για να πλειοδοτήσει στην μπαρούφα: για τον κορωνοϊό φταίνε οι ομοφυλόφιλοι. Το λέει και δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι το πιστεύει, συμφωνώντας με σχετική διάγνωση του ανωτάτου θρησκευτικού ηγέτη της χώρας, του ιμάμη Αλί Ερμπάς, καθώς αυτή βασίζεται «στο Κοράνι και στο Ισλάμ», όπως είπε, και άρα «είναι ολόσωστη».
Είναι αδύνατο να μη σκέπτομαι πόσο θα ζήλεψαν οι δικοί μας! Οχι τόσο τη διάγνωση περί ομοφυλοφιλίας (με την οποία, στο βάθος, δεν νομίζω να διαφωνούν οι περισσότεροι συνοδικοί...) όσο την αγαστή σύμπλευση κράτους και Εκκλησίας στην περίπτωση της Τουρκίας. Είναι το είδος της σύμπλευσης με το οποίο δεν θα είχε πρόβλημα καμία Εκκλησία επί Γης: εκείνη να ορίζει ποιες είναι οι ορθές πεποιθήσεις και ποιοι οι κανόνες, ενώ το κράτος θα ακολουθεί και θα συμμορφώνεται.
Τι κρίμα, όμως, για όσους θα το ήθελαν, που η Ελλάδα είναι ένα σύγχρονο κράτος (ασφαλώς, με την έννοια του Βέμπερ, του οποίου τα γραπτά είναι ιδιαιτέρως δημοφιλή στην Ιεραρχία...) και δεν είναι Τουρκία. Παρακολουθώ στενά τις τελευταίες ημέρες τις θέσεις που εκφράζει παντοιοτρόπως η Εκκλησία της Ελλάδος σχετικά με την επικείμενη χαλάρωση και καταλήγω ότι οι αντιρρήσεις της είναι κατά βάση ψυχολογικού χαρακτήρα. Υποφέρει, δηλαδή, επειδή δεν της δείχνουν την προσοχή που περιμένει.
Για να το συμπυκνώσω με τη γραφικότητα της ελληνικής παράδοσης, φανταστείτε ότι βρισκόμαστε σε μια επαρχιακή κωμόπολη και στην εξέδρα των επισήμων, προτού ξεκινήσει η μαθητική παρέλαση, βλέπουμε τον μητροπολίτη να κάνει ολόκληρη σκηνή επειδή βρίσκει τη θέση που του έχει δοθεί ανάρμοστη του μεγαλείου του. Αυτή είναι η αντίδραση της Εκκλησίας στην ουσία της. Γκρίνια άτοπη, οφειλόμενη στη μεγάλη ανασφάλεια για τον ρόλο της σε μια ακραία κατάσταση όπως η παρούσα. Θα ήθελε να επιτραπούν οι λειτουργίες με κοινό στις 4 Μαΐου, αντί στις 11, όπως είναι προγραμματισμένο. Λες και το όλο ζήτημα είναι υπόθεση γοήτρου και τίποτε παραπάνω. Η Εκκλησία αισθάνεται –το υπαινίχθηκαν και αυτό κάποιοι συνοδικοί– ότι μπαίνει στην ίδια μοίρα με τα κομμωτήρια. (Πού ακούστηκε; Μακάρι να ήταν!..)
Δεν είναι όμως θέμα συμβολισμού – αν ήταν τέτοιο μόνο, ποια κυβέρνηση θα διαφωνούσε να κάνει το χατίρι στην Εκκλησία; Είναι απολύτως πρακτική η ανάγκη που το επιβάλλει και αφορά τη δημόσια υγεία. Ολο αυτό που επιχειρείται γίνεται με τον σκοπό να πάρει μπροστά ξανά η κοινωνική και οικονομική ζωή, μάλιστα δε πάνω σε νέες βάσεις, τις οποίες θα ανακαλύπτουμε πηγαίνοντας: δοκιμάζοντας και μαθαίνοντας από τα λάθη μας. Τώρα, αν όλο αυτό θέλουμε να το τινάξουμε στον αέρα από την πρώτη μέρα, τότε ένας ασφαλής τρόπος για να το πετύχουμε είναι οι (εκκλησιαστικές) συναθροίσεις ηλικιωμένων.
Η ανασφάλεια που προκάλεσε στην Εκκλησία η πανδημία οφείλεται στο γεγονός ότι, ευρεθείσα ενώπιον μιας κατάστασης από την οποία η ίδια περίμενε ότι θα ενισχυθεί, σαν καταφύγιο για τον φόβο του θανάτου, ο κόσμος την έθεσε σε δεύτερη μοίρα. Οχι η κυβέρνηση, αλλά ο ίδιος ο κόσμος, διότι δεν είδα την παραμικρή κοινωνική πίεση για να ανοίξουν οι ναοί, εκτός από μεμονωμένες αστειότητες. Αυτό είναι πλήγμα για το μεταφυσικό γόητρο της Εκκλησίας, διότι σημαίνει ότι οι Ελληνες, μπροστά στην πανδημία και στον φόβο του θανάτου που σκόρπισε, «έκαναν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου», για να το πω με τον τρόπο του Εμπειρίκου.
Για να συμπυκνώσω σε δέκα λέξεις τη στάση του Ελληνισμού στα μεταφυσικά ζητήματα, όπως προέκυψε από τη συμμόρφωση με τις οδηγίες του κράτους, «ποια μετά θάνατον ζωή; Αυτή είναι και δεν έχει άλλη». Υπό το πνεύμα αυτό η θρησκευτική πίστη φαίνεται ότι είναι, για τους περισσότερους, ένα είδος ασφάλισης· και όταν κινδυνεύει άμεσα η ζωή σου, δεν πας να επισκεφθείς τον ασφαλιστή σου για να συζητήσετε το συμβόλαιό σου – απλά πράγματα.
Η σύγχυση που προκαλεί στην Εκκλησία η ανασφάλεια αποκαλύπτεται διασκεδαστικά στη διαστρέβλωση του Βέμπερ από τον μητροπολίτη Θεόκλητο, ο οποίος χρησιμοποιεί τους όρους που εισήγαγε ο μέγας Γερμανός κοινωνιολόγος χωρίς τη θεωρία του Βέμπερ, που τους δίνει νόημα. Η «νόμιμη εξουσία» (δηλαδή η εξουσία που πηγάζει από τους νόμους) είναι, κατά τον Βέμπερ, η εξέλιξη του σύγχρονου κράτους· δεν είναι, όπως θα ήθελε να πιστεύουμε ο κ. Θεόκλητος, μια απλή εναλλακτική επιλογή έναντι της παραδοσιακής εξουσίας, την οποία θέλει να εκφράζει η Εκκλησία. Δεν συνυπάρχει μαζί της, όπως τα μήλα με τα πορτοκάλια στον πάγκο του μανάβη, για να διαλέξει ο πελάτης ό,τι θέλει.
Ο Κοραής, στις παραινέσεις του προς τους επαναστατημένους Ελληνες, που περιλαμβάνονται στα πολιτικά κείμενά του, δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ότι το τίμημα της ελευθερίας των Ελλήνων από τους Τούρκους δεν πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να κάνει τους Ελληνες όμοιους με τους Τούρκους. Αυτό που εννοούσε και το οποίο αναλύει εκτενώς στα κείμενά του είναι το ίδιο με εκείνο που, 100 και περισσότερα χρόνια αργότερα, ο Βέμπερ περιγράφει ως «νόμιμη εξουσία», δηλαδή το σύγχρονο κράτος. Ενα από τα πράγματα που μας έδειξε η κρίση των τελευταίων δύο μηνών είναι ότι η παραδοσιακή εξουσία της Εκκλησίας υποχώρησε μπροστά στη νόμιμη εξουσία του κράτους. Αν ο Κοραής επέστρεφε σήμερα και μπορούσε να καταλάβει τι συμβαίνει, θα ήταν μάλλον ικανοποιημένος – εφόσον κατόρθωνε να μην τρελαθεί στην προσπάθειά του να καταλάβει...
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΑΣΙΜΑΤΗΣ
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ