08 Ιουνίου 2020

Γεώργιος Μανιάκης: Ο ένδοξος Βυζαντινός στρατηγός του 11ου αιώνα και το άδοξο τέλος του

Η καταγωγή του Γεώργιου Μανιάκη - Οι στρατιωτικές του επιτυχίες εναντίον των Αράβων και των Νορμανδών - Η υπονόμευσή του από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ’ Μονομάχο - Η σύγκρουσή τους και το άδοξο τέλος του - Οι συνέπειες του θανάτου του Μανιάκη για τη βυζαντινή αυτοκρατορία

Μία από τις σημαντικότερες δυναστείες του Βυζαντίου, αν όχι η σημαντικότερη ήταν η μακεδονική (867-1057). Ξεκινάει με τον Βασίλειο Α’ τον Μακεδόνα (867-886) και ολοκληρώνεται με τον Μιχαήλ Στ’ τον Στρατιωτικό (1056-1057). Ξεχωριστή θέση ανάμεσα στους αυτοκράτορες αυτής της δυναστείας, κατέχουν αναμφίβολα εκτός από τον Βασίλειο Α’, ο Λέων Στ’ ο Σοφός (886-912) αλλά κυρίως ο Νικηφόρος Φωκάς (963-969) και ο Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος (976-1025), ο αυτοκράτορας που έμεινε περισσότερο από κάθε άλλον στον θρόνο του Βυζαντίου. Μετά τον θάνατο του Βασιλείου Β’ αρχίζει η παρακμή της δυναστείας. Και όμως τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά αν δεν είχε σκοτωθεί σε μάχη εναντίον του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου (1043) ο σπουδαίος στρατηγός Γεώργιος Μανιάκης.

Η μακεδονική δυναστεία είχε παράδοση μεγάλων στρατηγών: ο Νικηφόρος Φωκάς ο «Παλαιός», παππούς του μετέπειτα αυτοκράτορα, ο Ιωάννης Κουρκούας, ο Λέων Φωκάς, ο Νικηφόρος Ουρανός και ο Νικηφόρος Ξιφίας. Σ’ αυτούς πρέπει να προσθέσουμε και τον φημισμένο βυζαντινό ναύαρχο Νικήτα Ωορύφα.



Ποιος ήταν ο Γεώργιος Μανιάκης;

Ο Γεώργιος Μανιάκης ήταν ένδοξος Βυζαντινός στρατηλάτης του 11ου αιώνα. Δεν γνωρίζουμε όμως πότε και πού γεννήθηκε. Επικρατέστερη είναι η άποψη ότι γεννήθηκε γύρω στο 1.000 μ.Χ. ή και λίγο αργότερα. Σημαντικότερο όμως είναι το πρόβλημα της καταγωγής του. Ο Ιωάννης Σκυλίτζης (πέθανε μεταξύ 1081 και 1092) γράφει ότι ήταν γιος του αξιωματούχου Γουδέλη (ο Γουδελίου του Μανιάκη υιός), μέλους δηλαδή μιας βυζαντινής οικογένειας γαιοκτημόνων που είχαν σημαντική επιρροή στη Μικρά Ασία. Ο Μιχαήλ Ψελλός αντίθετα γράφει ότι δεν καταγόταν από επιφανή οικογένεια και ότι η άνοδός του σε ψηλά στρατιωτικά αξιώματα οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην αξία και τις προσωπικές του διακρίσεις. Νεότερες έρευνες έδειξαν ότι οι Μανιάκηδες ζούσαν στο θέμα των Ανατολικών στη Μικρά Ασία και συγκεκριμένα στο τμήμα της χερσονήσου νοτιοδυτικά του κέντρου της. Οι Μανιάκηδες στο θέμα των Ανατολικών, ήταν μία από τις πολυάριθμες ομάδες βυζαντινών αριστοκρατικών οίκων. Βέβαια διατυπώθηκαν και άλλες απόψεις: ο Rodolf Guilland έγραψε ότι ήταν άσημης τουρκικής καταγωγής ενώ ο H. Haussing εξέφρασε την άποψη ότι ο Μανιάκης ήταν ιρανικής καταγωγής, ενώ η εκτίμηση που διατυπώθηκε πρόσφατα ότι ήταν μογγολικής καταγωγής δεν ευσταθεί.
Ο Γεώργιος Μανιάκης είχε επιβλητικό παράστημα και στεντόρεια φωνή. Ο Μιχαήλ Ψελλός στη Χρονογραφία του γράφει:

‘’Εγώ αυτόν τον άνδρα τον είδα και τον θαύμασα. Η φύση είχε συναρμόσει πάνω του όσα ταιριάζουν σε επίδοξο στρατηγό. Ήταν δέκα πόδια ψηλός το ανάστημα και όσοι τον κοιτούσαν έπρεπε να σηκώσουν το κεφάλι σαν να αντίκριζαν καμιά κολόνα ή καμιά βουνοκορφή. Δεν υπήρχε τίποτα τρυφερό, τίποτε μειλίχιο στη μορφή του- έμοιαζε αντιθέτως σαν καταστροφικός ανεμοστρόβιλος. Δεν μιλούσε, βροντούσε ενώ τα χέρια του μπορούσαν και τείχη να σείσουν και χάλκινες πύλες να συντρίψουν. Σαν λιοντάρι ορμούσε κοιτώντας με τρομακτική βλοσυρότητα’’.

Ίσως τα χαρακτηριστικά αυτά παραπέμπουν σε σλαβική (ή και μακεδονική) καταγωγή του Μανιάκη.

Η στρατιωτική δράση του Γεώργιου Μανιάκη

Ο Γεώργιος Μανιάκης εμφανίζεται στο προσκήνιο μετά τον θάνατο του Βασιλείου Β’ (1025) όταν οι Μουσουλμάνοι άρχισαν σταδιακά να αποσπούν εδάφη από τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Ο Schlumberger είχε διατυπώσει την άποψη ότι «ο Μανιάκης μετέσχεν ίσως των μεγάλων εκστρατειών καθ’ ας (κατά τις οποίες) επί Βασιλείου Β’ συνετελέσθη η οριστική κατάκτησις της Βουλγαρίας». Αυτό δεν ισχύει γιατί όταν ο Βουλγαροκτόνος ενσωμάτωσε το πρώτο βουλγαρικό βασίλειο (1014-1018) ο Μανιάκης ήταν πολύ νέος ,ακόμα και αν δεχθούμε ότι γεννήθηκε το 998 όπως αναφέρεται στο διαδίκτυο, για να πάρει μέρος σε τέτοιες εκστρατείες.
Στα τέλη του 1029 και το 1030 δύο μεγάλες βυζαντινές στρατιές υπό τον «κατεπάνω» Αντιόχειας Μιχαήλ Σπονδύλη και τον ίδιο τον αυτοκράτορα Ρωμανό Γ’ Αργυρό (1028-1034) υπέστησαν συντριπτικές ήττες στη βόρεια Συρία από τους Άραβες του Χαλεπίου που πήραν θάρρος και αποφάσισαν να επεκτείνουν τις επιδρομές τους μέχρι τις περιοχές του Ταύρου στη νοτιοανατολική Μικρά Ασία. Ο Ρωμανός υποχρεώθηκε τον επόμενο χρόνο (1031) να υπογράψει μαζί τους συνθήκη ειρήνης.

Την ίδια περίπου εποχή μεταξύ 1029 και 1030 ο Μανιάκης αν και πολύ νέος είχε ήδη διοριστεί στρατηγός-κυβερνήτης των πόλεων του ακριτικού θέματος Τελούχ (Telouch), που βρισκόταν στα σύνορα της ΝΑ Μικράς Ασίας και της Μεσοποταμίας. Έδρες του Μανιάκη ήταν οι ακριτικές πόλεις Δολίχη/Τελούχ (σημ. Ντολούκ) και Σαμόσατα/Αρσαμόσατα (Sumaysat/Samsat), γενέτειρα του ρήτορα και σατιρικού συγγραφέα Λουκιανού (2ος αι.). Μετά την ήττα του το 1030 ο Ρωμανός Γ’ πήρε μια, ίσως τη μοναδική (Ι. Καραγιαννόπουλος) ,σωστή απόφασή του στον βυζαντινοισλαμικό πόλεμο. Ανέθεσε στον Μανιάκη αποκλειστικά τον αγώνα κατά των Μουσουλμάνων διορίζοντάς τον «κατεπάνω» (πρόκειται τίτλος ανώτατου στρατιωτικού και πολιτικού άρχοντα στο Βυζάντιο) και αρχιστράτηγο των βυζαντινών δυνάμεων του ανατολικού μετώπου και των ευφρατίδιων (δηλ. που βρίσκονταν κοντά στον Ευφράτη) πόλεων. Όταν 800 Άραβες απ’ αυτούς που είχαν νικήσει τον Ρωμανό πολιόρκησαν τα Σαμόσατα ο Μανιάκης τους παραπλάνησε στέλνοντάς τους τρόφιμα και ποτά και διαμηνύοντας τους ότι θα εγκαταλείψει την πόλη. Μετά από λίγο όμως τους αιφνιδίασε καθώς τους βρήκε κοιμισμένους και τους συνέτριψε. Μάλιστα έστειλε στον αυτοκράτορα 280 καμήλες με πλούσια λάφυρα και καλάθια γεμάτα με κομμένες μύτες και αυτιά των Αράβων.
Άλλη σημαντική επιτυχία του Μανιάκη ήταν η κατάληψη της Έδεσσας της Οσροηνής (σημ. Ούρφα της Τουρκίας) το 1032 από τους Μουσουλμάνους Μαρουανήδες. Η πόλη παρέμεινε υπό βυζαντινή κυριαρχία για πολλά χρόνια ως την εποχή των Σταυροφοριών.



Ο Μανιάκης ανακάλυψε και πήρε από την Έδεσσα το δεύτερο πιο σπουδαίο χριστιανικό κειμήλιο μετά την Ιερά Σινδόνη (δείτε σχετικό άρθρο μας στις 3/5/2020), την οποία είχε πάρει από εκεί ο στρατηγός Ιωάννης Κουρκούας, όταν είχε καταλάβει την πόλη (944). Το δεύτερο αυτό πολύτιμο κειμήλιο που βρήκε ο Μανιάκης, ήταν η ιδιόγραφη απόκρυφη επιστολή του Ιησού, προς τον Άβγαρο, ηγεμόνα της Έδεσσας στο πρώτο μισό του 1ου μ.Χ. αιώνα. Αμέσως, ο Μανιάκης έστειλε το πολύτιμο αυτό κειμήλιο στον αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη.
Ο Σκυλίτζης γράφει: «… την ιδιόγραφον επιστολήν του δεσπότου και κυρίου Ιησού Χριστού την προς Αύγαρον πεμφθείσαν», ενώ ο Ζωναράς «την αυτόγραφον επιστολήν του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού».
Ο μεταγενέστερος χρονικογράφος (α’ μισό 13ου αιώνα) Ιωήλ, γράφει: «Γεώργιος ο Μανιάκης την Έδεσσαν ελών (=αφού κυρίευσε), εν ταύτη ευρών την προς Αύγαρον πεμφθείσαν ιδιόγραφον επιστολήν του κυρίου ημών Ιησού Χριστού τω βασιλεί Ρωμανώ (Γ’) εν Βυζαντίω (στην Κωνσταντινούπολη) απέστειλεν».
Η επιστολή ήταν γραμμένη στα αραμαϊκά, ενώ ο Schlumberger γράφει: «Εν γλώσση συριακή».
Την ύπαρξη της επιστολής του Ιησού αναφέρει πρώτος ο Ευσέβιος Καισαρείας, επίσκοπος της πόλης αυτής της Παλαιστίνης (πρόκειται φυσικά για διαφορετική πόλη από την Καισάρεια της Καππαδοκίας, γενέτειρας του Μεγάλου Βασιλείου), που έζησε από το 263 ως το 339. Κάποιοι, αμφισβητούν τη γνησιότητά της. Την «αρχή», έκανε ο Βολταίρος (1694-1778), ο οποίος ήταν βέβαια άθεος. Η συζήτηση, συνεχίζεται μέχρι σήμερα…

Επιστρέφουμε όμως στον Γεώργιο Μανιάκη.
Η κατάληψη της Έδεσσας, ήταν πολύ σημαντική. Ακολούθησαν διπλωματικές επαφές μεταξύ Βυζαντινών και Αράβων, με σημαντικές παραχωρήσεις των τελευταίων προς την αυτοκρατορία. Πρώτος βυζαντινός κυβερνήτης της Έδεσσας, ορίστηκε ο ίδιος ο Μανιάκης. Επί Μιχαήλ Δ’ Παφλαγόνος, ορίστηκε επίσης κυβερνήτης των περιοχών της Ασπρακανίας/Βαασπρακανίας (Βασπουρακάν), στο απώτατο ανατολικό σύνορο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ανατολικά της λίμνης Άρπησσας.

Ο Μανιάκης στη Σικελία

Η αποχώρηση του Μανιάκη από την Έδεσσα, έδωσε την ευκαιρία στους Μουσουλμάνους να προσπαθήσουν να ανακαταλάβουν, χωρίς επιτυχία την πόλη. Ο Μανιάκης σύντομα κλήθηκε να αντιμετωπίσει τους εχθρούς της αυτοκρατορίας στο «καπετανάτο» της νότιας ή κάτω Ιταλίας (Απουλία και Καλαβρία) αλλά και στη Σικελία.
Ο στρατηγός Λέων (ή Κωνσταντίνος) Ώπος, δεν μπόρεσε να ανακαταλάβει τις βυζαντινές κτήσεις από τους Μουσουλμάνους. Έτσι, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Δ’ ο Παφλαγών (1034-1041), διόρισε τον Μανιάκη «στρατηγό-αυτοκράτορα» και διοικητή του «θέματος Λογγοβαρδίας». Ο Μανιάκης αποβιβάστηκε στο Ρήγιο το 1038 και ως το 1040, πέτυχε μια σειρά από μεγάλες νίκες, που είχαν ως αποτέλεσμα να ανακαταληφθούν ολόκληρη σχεδόν η Κάτω Ιταλία και η ανατολική Σικελία. Στο πλευρό του, είχε πολεμιστές σκανδιναβικής προέλευσης, Βάραγγους και Ρως, αλλά και Νορμανδούς και Φράγκος. Στο πλευρό του Μανιάκη, πολέμησαν επίσης ο ξακουστός Νορβηγός πολεμιστής «Αράλτης» και ο Νορμανδός μισθοφόρος του Βυζαντίου Ερβέ(βιος) Φραγκόπωλος. Ποιος ήταν όμως ο «Αράλτης»; Πρόκειται για τον μετέπειτα βασιλιά της Νορβηγίας Χάραλντ Γ’ Χαρντραάντε τον «Αυστηρό» (1047-1066). Ήταν νεότατος(γεν. το 1015) και είχε έρθει να προσκυνήσει τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Παφλαγόνα. Μαζί του είχε και 500 γενναίους άνδρες. Ο Μιχαήλ τον δέχτηκε με τιμές και τον έστειλε με τον στρατό του στη Σικελία όπου πολέμησε στο πλευρό του Μανιάκη, ως το 1040 οπότε καταλήφθηκε η Σικελία και επέστρεψε στον αυτοκράτορα. Τις πληροφορίες αυτές, μας δίνει στο «Στρατηγικόν» του ο Ιωάννης Κεκαυμένος. Φαίνεται πάντως, ότι σύντομα ο Χάραλντ ήρθε σε διένεξη με τον Μανιάκη.

Η πρώτη πόλη που κατέλαβε ο Μανιάκης, ήταν η Μεσσήνη. Στην περιοχή σώζεται μέχρι σήμερα η εκκλησία «Santa Maria di Maniace», καθώς και φρούριο που φέρει το όνομα του Βυζαντινού στρατηγού.

Στη συνέχεια, αντιμετώπισε στη Ραμέτα έναν πολυάριθμο μουσουλμανικό στρατό, ενισχυμένο με δυνάμεις που είχαν φτάσει με πλοία από τη Βόρεια Αφρική και τους συνέτριψε. Σύμφωνα με τον Σκυλίτζη, η σφαγή των «Καρχηδονίων» (όπως αναφέρονται αναχρονιστικά οι Μουσουλμάνοι της Β. Αφρικής), ήταν τόσο μεγάλη «ως τον παραρρέοντα ποταμόν πλημμυρίσαι τω αίματι».
Σύντομα, ο Μανιάκης κατέλαβε άλλες 13 πόλεις της Σικελίας. Το 1040, σε μια πολύνεκρη μάχη στην πεδιάδα των Δραγίνων/Traika, κοντά στην Αίτνα, ο Μανιάκης συνέτριψε εκ νέου τους Άραβες που είχαν λάβει ενισχύσεις από τη Β. Αφρική. Ο Σκυλίτζης αναφέρει ότι οι αραβικές απώλειες ήταν τεράστιες, 50.000 άνδρες συγκεκριμένα, σίγουρα όμως υπερβάλλει.
Όμως οι Άραβες που γλίτωσαν, κατόρθωσαν να ξεφύγουν, καθώς ο «πατρίκιος» και ναύαρχος του βυζαντινού στόλου Στέφανος, δεν φρόντισε να φρουρήσει επαρκώς την παραλία. Ο Μανιάκης οργισμένος πρόσβαλε με βαρείς χαρακτηρισμούς τον Στέφανο και χειροδίκησε σε βάρος του. Ο Στέφανος όμως, ήταν γυναικάδελφος, κουνιάδος δηλαδή, του Ιωάννη του Ορφανοτρόφου, αδελφού του αυτοκράτορα Μιχαήλ Δ’. Έστειλε μήνυμα στον Ιωάννη, ότι ο Μανιάκης συνωμοτεί εναντίον του αυτοκράτορα. Στο μεταξύ, ο Βυζαντινός στρατηγός, έμπαινε πανηγυρικά στις Συρακούσες. Και εκεί ο Μανιάκης έκανε μια σημαντική ανακάλυψη. Βρήκε τα οστά της οσιομάρτυρος αγίας Λουκίας που είχε θανατωθεί το 303, επί Διοκλητιανού και τα έστειλε στην Κωνσταντινούπολη.

Έκπληκτος, όμως, πληροφορήθηκε ότι ανακαλείται προσωρινά στη Βασιλεύουσα και αντικαθίσταται από τον Στέφανο!

Η νέα αποστολή του Μανιάκη στη Δύση

Ο Μανιάκης όταν έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, συνελήφθη και φυλακίστηκε. Οι Άραβες αναθάρρησαν και κατέλαβαν πολλές σικελικές πόλεις, ενώ και οι Νορμανδοί κατέλαβαν το 1041 το Μέλφι. Ο νέος αυτοκράτορας Μιχαήλ Ε’ Καλαφάτης, κατάλαβε ότι μόνο ο Μανιάκης μπορούσε να σώσει την κατάσταση. Έτσι τον αποφυλάκισε και τον διόρισε «μάγιστρο», «κατεπάνω» και «στρατηγό-αυτοκράτορα» των επαρχιών του ιταλικού καπετανάτου. Αν και ο Μιχαήλ Ε’ ανατράπηκε βίαια το Πάσχα του 1042, ο Μανιάκης στάλθηκε στο δυτικό μέτωπο από τις πορφυρογέννητες αδελφές Ζωή και Θεοδώρα. Ο σπουδαίος στρατηγός, αποβιβάστηκε στον Τάραντα και σε σύντομο χρονικό διάστημα ανακατέλαβε τις πόλεις που είχαν κυριεύσει οι Νορμανδοί. Η κατάληψη της Νότιας Ιταλίας και της υπόλοιπης Σικελίας, ήταν θέμα χρόνου. Όμως και πάλι οι εχθροί του Μανιάκη στην Πόλη, βυσσοδομούσαν εναντίον του.
Αυτοί ήταν βασικά, ο Ιωάννης Ορφανοτρόφος και ο παλιός εχθρός του Μανιάκη, Ρωμανός Σκληρός, η αδελφή του οποίου Μαρία Σκλήραινα ήταν επίσημη ερωμένη του νέου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου. Ο Μανιάκης κατηγορήθηκε και για μεγάλη αγριότητα και σκληρότητα απέναντι στους αντιπάλους του και ανακλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη (Αύγουστους-Σεπτέμβριος 1042).

Το κίνημα του Μανιάκη και το τέλος του

Ο Κωνσταντίνος Θ’, έστειλε τον πρωτοσπαθάριο Πάρδο στον Υδρούντα (Οτράντο), για να φέρει τον Μανιάκη στην Κωνσταντινούπολη. Ο στρατηγός ήλθε σε αντιπαράθεση μαζί του και τον σκότωσε, φράζοντας τις αεροφόρους οδούς του με κοπριά, προκαλώντας του ασφυξία! Την ίδια τύχη είχε και ο άλλος απεσταλμένος του Κωνσταντίνου, πρωτοσπαθάριος Τουβάκης. Τον Οκτώβριο του 1042, ο Μανιάκης κήρυξε επανάσταση κατά του Μονομάχου, ενώ οι άνδρες του τον επευφημούσαν ως αυτοκράτορα.
Ο Μανιάκης, είχε γίνει έξαλλος, γιατί έμαθε ότι ο Ρωμανός Σκληρός λεηλάτησε και κατέκαψε την περιουσία του, ενώ «μόλυνε» και τη συζυγική του κλίνη.
Τον Ιανουάριο του 1043, ο Μανιάκης κατέλαβε το Δυρράχιο και δέχθηκε εθελοντές πολεμιστές από τη βορειοδυτική Βαλκανική. Τόσο ο Κ. Άμαντος όσο και ο Γ. Κορδάτος, κάνουν λόγο για Αλβανούς στρατιώτες του Μανιάκη, στηριζόμενοι στο χωριό του Ατταλειάτη «εκ της Ιταλικής αρχής επαναστάς μετά των εκείσε συνόντων στρατιωτών Ρωμαίων και Αλβανών». Η Έρα Βρανούση, σε ενδελεχή μελέτη της έδειξε ότι δεν επρόκειτο για Αλβανούς εγκατεστημένος στην Ιταλία, αλλά για Νορμανδούς που υπονοούνται με τον όρο «Αλβανοί» από τον Ατταλειάτη. Ο αλβανολόγος Alain Ducellier όμως, δέχεται ότι επρόκειτο για Αλβανούς συμμάχους των Βυζαντινών που ακολούθησαν τον Μανιάκη στη Βαλκανική. Επίσης ο Μανιάκης ίσως είχε βοήθεια από Ρώσους, ενώ θεωρείται βέβαιο ότι έλαβε ενισχύσεις από τον Σέρβο τοπάρχη της Διόκλειας Βοϊσ(θ)λάβο.

Μετά το Δυρράχιο, ο Μανιάκης μέσω της Εγνατίας κατευθύνθηκε προς τη Θεσσαλονίκη την οποία όμως παρέκαμψε. Ο Μονομάχος πανικόβλητος έστειλε προτάσεις συνθηκολόγησης στον Μανιάκη, ο οποίος τις απέρριψε. Οι κάτοικοι των περιοχών που περνούσΕ ο Μανιάκης τον υποστήριζαν, γιατί έβλεπαν στο πρόσωπό του έναν ικανό αυτοκράτορα.
Ο Κωνσταντίνος Θ’ συγκέντρωσε «στράτευμα…μυρίανδρον» και το έστειλε εναντίον του Μανιάκη, με επικεφαλής τον «σεβαστοφόρο» Στέφανο Περγαμηνό, ευνούχο αξιωματούχο του περιβάλλοντος της αυτοκράτειρας Ζωής Πορφυρογέννητης, αλλά παντελώς άπειρο.

Οι δύο στρατοί, συναντήθηκαν, όπως απέδειξε ο Στίλπων Κυριακίδης το 1939, κοντά στο χωριό Σδραβήκιον και το Μαρμάριον του Στρυμώνα, στην περιοχή της μικρής πόλης του Οστροβού, την άνοιξη ή στις αρχές Ιουνίου 1043.
Οι άνδρες του Μανιάκη, αν και λιγότεροι, νικούσαν τους πολυπληθέστερους αντιπάλους τους. Όμως, ο Μανιάκης έπεσε θανάσιμα χτυπημένος στο στήθος (κατά τον Σκυλίτζη) ή στα πλευρά (κατά τους Ψελλό και Ατταλειάτη). Οι ετερόκλητοι μισθοφόροι του έχασαν το θάρρος και την αυτοπεποίθηση τους και ο Στέφανος, πέτυχε μια νίκη που δεν περίμενε ούτε στα πιο αισιόδοξα όνειρά του.
Αυτό λοιπόν ήταν το τέλος ενός μεγάλου, άγνωστου όμως Βυζαντινού στρατηγού, του Γεώργιου Μανιάκη. «Prominent(διακεκριμένο)Byzantine Greek general(στρατηγό)», τον αναφέρει η Wikipedia .Ο Διογένης Ξανάλατος χαρακτηρίζει τον θάνατό του μυστηριώδη. Όπως γράφει εύστοχα ο Αλέξιος Σαββίδης αν η επανάσταση του Μανιάκη είχε στεφθεί από επιτυχία, η επιταχυνόμενη παρακμή του Βυζαντίου θα είχε ανακοπεί ,με άδηλα πλην όμως θετικά αποτελέσματα για την αυτοκρατορία.

Ο H. Moss γράφει ότι με τον θάνατο του «έξοχου στρατηγού» τελείωσε «η περίοδος της βυζαντινής επανακτήσεως εδαφών», ενώ ο Τζον Τζούλιους Νόριτς πιστεύει ότι ο Μανιάκης «θα γινόταν πιθανότατα ένας από τους μεγαλύτερους και πάντως από τους πιο τρομερούς ηγέτες όλης της ιστορίας της (ενν. της Κων/πολης)».
Τέλος, ο L. Brehier γράφει:

«… Αλλά η παρακμασμένη βυζαντινή κοινωνία κατέστρεφε τέτοιους αγαθούς άνδρες. Διότι η αυλική σκευωρία έκανε τον πειθαρχικόν αυτόν στρατιώτην στασιαστήν και το βέλος άγνωστου πολεμιστή έκοψε από τη ρίζα μια (πιθανή) βασιλείαν που θα συγκαταλεγόταν ίσως ανάμεσα στις ενδοξότερες της βυζαντινής ιστορίας και θα εξασφάλιζε στον Ελληνισμό πολλές ακόμα εκατονταετίες ύπαρξης». Αντί γι’ αυτό η παρακμή συνεχίστηκε και φτάσαμε 28 χρόνια μετά τον θάνατο του Μανιάκη, το 1071, στην μάχη του Μαντζικέρτ όπου η ήττα του Ρωμανού Διογένη σήμανε την αρχή του τέλους για τη βυζαντινή αυτοκρατορία.Την επέτειο της μάχης,γιορτάζουν με λαμπρότητα κάθε χρόνο οι Τούρκοι…

Τα στοιχεία του άρθρου προέρχονται από το βιβλίο του Αλέξιου Γ.Κ. Σαββίδη «ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΑΝΙΑΚΗΣ-ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΥΠΟΝΟΜΕΥΣΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΤΟΥ 11ου ΑΙΩΝΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΡΙΠΛΟΥΣ, 2004.

Ευχαριστούμε θερμά τον κύριο Αλέξη Σαββίδη, καθηγητή του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και κορυφαίου βυζαντινολόγου, για την προσφορά του, σπάνιου σήμερα βιβλίου του και την άδεια που μας παραχώρησε πρόθυμα και ευγενέστατα να χρησιμοποιήσουμε στοιχεία από αυτό.

Μιχάλης Στούκας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ