13 Ιουλίου 2020

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΔΑΝΕΙΣΑΝ ΤΟΝ ΚΑΛΟΓΡΙΤΣΑ ΚΑΙ ΨΑΧΝΟΥΝ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΤΟΥΣ😂😂Οικογένεια Χούρι: Οι χριστιανοί Παλαιστίνιοι πρόσφυγες που έγιναν κροίσοι

Η ιστορία της οικογένειας των Παλαιστινίων που έφυγε από τον καθημαγμένο Λίβανο, ήρθε στην Ελλάδα το 1976 και ρίζωσε δημιουργώντας έναν κατασκευαστικό κολοσσό με ετήσια έσοδα άνω των 7 δισ. δολαρίων

Η αστική διαφορά και η δικαστική αντιδικία του εγκατεστημένου στην Ελλάδα από το 1976 κατασκευαστικού κολοσσού Consolidated Contractors Company (CCC) με τον Χρήστο Καλογρίτσα πυροδότησε εκρήξεις, με άγνωστες συνέπειες, στο πολιτικό σκηνικό. Ο άλλοτε επίδοξος καναλάρχης καταγγέλλει τον Νίκο Παππά και το Μέγαρο Μαξίμου ως ενορχηστρωτές της υπόθεσης των τηλεοπτικών αδειών μέσω εικονικών συναλλαγών, ώστε να εξυπηρετηθεί με τα απαραίτητα κεφάλαια για τη συμμετοχή του στον διαγωνισμό. Αναπόφευκτα, ο «κόκκινος εργολάβος» με τους ισχυρισμούς του στρέφει τους προβολείς της δημοσιότητας και προς το χαμηλών τόνων, έως τώρα, προφίλ της πανίσχυρης πολυεθνικής εταιρείας με έδρα την Αθήνα.

Ελάχιστοι γνωρίζουν ότι στον αριθμό 62Β της λεωφόρου Κηφισίας, σε ένα ιδιόκτητο κτίριο γραφείων από μάρμαρο και γυαλί, βρίσκεται εδώ και 45 χρόνια περίπου η βάση της CCC, της μεγαλύτερης κατασκευαστικής εταιρείας της Μέσης Ανατολής και μιας από τις 20 μεγαλύτερες παγκοσμίως. Το επιχειρηματικό αποτύπωμά της δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Εργοστάσια παραγωγής ενέργειας, αφαλάτωσης και ύδρευσης, αεροδρόμια, μετρό, αγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου, πλατφόρμες εξόρυξης πετρελαίου, λιμάνια, ναυπηγεία, διυλιστήρια, γέφυρες και ξενοδοχεία, εμπορικά και εκθεσιακά κέντρα φέρουν τη σφραγίδα της σε όλη την υφήλιο. Χώρια τα εμβληματικά παλάτια που έχουν χτίσει για τους εμίρηδες στην περιοχή του Περσικού ή Αραβικού Κόλπου. Ανάμεσα στα εκατοντάδες εμβληματικά έργα της το Αεροδρόμιο «Ρόναλντ Ρέιγκαν» στην Ουάσιγκτον, αλλά και η φυλακή του Αμπού Γκράιμπ στο Ιράκ, που χτίστηκε το 1969, πριν από την άνοδο του Σαντάμ Χουσεΐν στην εξουσία.



Το εμβληματικό παλάτι του Αμπού Ντάμπι, ένα από τα έργα που κατασκεύασε η CCC

Είναι ακόμη διεθνώς γνωστό ότι η εταιρεία δραστηριοποιείται σε περισσότερες από 40 χώρες απασχολώντας πάνω από 110.000 εργαζόμενους από 88 εθνικότητες και διαφορετικές κουλτούρες, ενώ κατέγραψε έσοδα ύψους 7,4 δισ. δολαρίων το 2017. Ελέγχει, ακόμη, πλήθος άλλων επιχειρήσεων σε συγγενείς και μη κλάδους των εργολαβικών κατασκευών, εκτός της Μέσης Ανατολής, σε Αζερμπαϊτζάν, Αυστραλία, Ευρώπη και ΗΠΑ. Στην Ελλάδα δεν χτυπάει δουλειές, σύμφωνα με τον Αναγκαστικό Νόμο 89/1967 «Περί εγκαταστάσεως εν Ελλάδι Αλλοδαπών Εμποροβιομηχανικών Εταιρειών», που δεν της επιτρέπει να διεκδικεί και να αναλαμβάνει έργα. Ως εκ τούτου, οι σχεδόν 400 εργαζόμενοι της εταιρείας στην Αθήνα απασχολούνται κυρίως με τη γραμματειακή υποστήριξη των δραστηριοτήτων των επικεφαλής του ομίλου και την παροχή υποστήριξης σε θυγατρικές εκτός Ελλάδας. Στο εξωτερικό, όμως, δεν αποκλείονται οι από κοινού κάθοδοί της με ελληνικά σχήματα για μεγάλα κατασκευαστικά συμβόλαια στην απαιτητική αγορά της Μέσης Ανατολής.

«Και τίνος είναι όλα αυτά, παιδάκι μου;» διατυπώνεται εύλογα όσο και απλοϊκά το ερώτημα. Η επιχειρηματική πιάτσα έχει τη συνοπτική απάντηση. Την ίδρυσαν δύο ταλαντούχοι και επινοητικοί, χριστιανοί στο θρήσκευμα, Παλαιστίνιοι, που κατάφεραν από πρόσφυγες να γίνουν όχι απλώς αναγνωρίσιμοι κροίσοι, αλλά άξιοι σεβασμού ευυπόληπτοι πολίτες του κόσμου. Οι πατριάρχες αυτού του τεράστιου και δυναμικού επιχειρηματικού κινητήρα είναι σχεδόν μυθικά πρόσωπα, σωστοί μεγιστάνες, με τεράστιο πλούτο και διεθνείς διασυνδέσεις σε όλο τον πλανήτη. Οσοι δεν γνωρίζουν τα ονόματά τους αρκεί να ρίξουν μια ματιά στην πινακίδα ονοματοθεσίας στην παράπλευρη οδό, στη γωνία του κτιρίου των γραφείων της εταιρείας. Τον Οκτώβριο του 2018 το Δημοτικό Συμβούλιο Αμαρουσίου με αυξημένη πλειοψηφία αποφάσισε σε ένδειξη τιμής στη μνήμη και αναγνώρισης της σημαντικής προσφοράς τους να δώσει τα ονόματά τους σε αυτό τον δρόμο. Εκτοτε, η οδός Πρεμετής ονομάζεται οδός Χασίμπ Σαμπάχ και Σαΐντ Χούρι. Δύο υπερδραστήριοι οραματιστές, πρωτοπόροι και καινοτόμοι μπίζνεσμαν και ταυτόχρονα στοχαστικοί, φιλάνθρωποι, ανθρωπιστές και ευεργέτες της κοινωνίας, της γνώσης του πολιτισμού.

Ο Χασίμπ Σαμπάχ πέθανε 90 ετών, στις 12 Ιανουαρίου 2010, σε νοσοκομείο στο Κλίβελαντ του Οχάιο. Ο Σαΐντ Χούρι πέθανε 91 ετών, στις 16 Οκτωβρίου 2014, στην Αθήνα και θάφτηκε στον Λίβανο με τιμές που του απέδωσαν υψηλά πολιτικά πρόσωπα από όλο τον κόσμο. Στο τιμόνι του επιχειρηματικού γίγαντα των διεθνών κατασκευών βρίσκεται σήμερα η δεύτερη γενιά. Οι τρεις γιοι του Σαΐντ Χούρι, ενώ ο ένας από τους δύο γιους του Χασίμπ Σαμπάχ, ο Σουχέιλ, είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου. Ο Βάελ και ο Σάμερ Χούρι μαζί με τον αδελφό τους Ταουφίκ κρατούν τα ηνία του ομίλου, συνεχίζουν το έργο της οικογένειας και κατά κανόνα οι δύο πρώτοι αποφεύγουν με συνέπεια κάθε δημοσιότητα, συνέντευξη και κοσμικό γεγονός. Οσοι ακροθιγώς γνωρίζουν φυσιογνωμικά τον πολυάσχολο πρόεδρο Βάελ Χούρι, πολιτικό μηχανικό με μεταπτυχιακό δίπλωμα από το Πανεπιστήμιο George Washington, θα τον έχουν πιθανώς συναντήσει σε δημόσια γεύματα σε σικ ρεστοράν να συντρώγει μαζί με εξέχουσες εγχώριες, αλλά και διεθνείς πολιτικές προσωπικότητες, καθώς και εκπροσώπους ισχυρών οικονομικών δυναστειών του τόπου. Πέραν αυτού ουδέν. Αντίθετα, ο αδελφός του Ταουφίκ με την κομψή και πανύψηλη σύζυγό του Χάλα είναι γνωστοί στα αθηναϊκά σαλόνια και τους παπαράτσι των κοσμικών εκδηλώσεων. Προσφάτως ο επιχειρηματίας ανάρρωσε από βαριά πνευμονία COVID-19 και αποσωληνώθηκε από τη ΜΕΘ του Νοσοκομείου «Σωτηρία» μετά από 50 ημέρες νοσηλείας.

Προφανώς δεν είναι στο επίκεντρο των φλας των λεγόμενων μέσων κοινωνικής κριτικής, αλλά ο πολυεκατομμυριούχος γόνος έχει κατά καιρούς διεγείρει το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού εντύπων και sites. Το καλοκαίρι του 2017 αγόρασε την εξοχική κατοικία του Βασίλη και της Σοφίας Μπιθαρά της εταιρείας ένδυσης BSB στον Αγιο Λάζαρο της Μυκόνου. Το ζεύγος Χούρι, που διατηρεί στενές φιλικές σχέσεις με την οικογένεια του Αιγύπτιου μεγιστάνα Γκασάν Γκαντούρ -που ζει στην Ελλάδα πάνω από 25 χρόνια- και την πάμπλουτη οικογένεια του Λιβανέζου Ζέιν του εφοπλιστικού ομίλου Naftomar, αποφάσισε να αποκτήσει αντί 1,3 εκατ. ευρώ ιδιόκτητη έδρα για τις μυκονιάτικες θερινές διακοπές του. Στο τέλος της ίδιας χρονιάς, μία ημέρα πριν από τα εγκαίνια του νυχτερινού κέντρου «Αθηνών Αρένα», το ζεύγος Ταουφίκ και Χάλα Χούρι διοργάνωσε πριβέ πάρτυ-υπερπαραγωγή με επώνυμους και εκλεκτούς καλεσμένους για να γιορτάσουν με τις άδουσες φωνές του Αντώνη Ρέμου και της Ελένης Φουρέιρα. Ανάμεσα στο πλήθος ηχηρών επιχειρηματικών και εφοπλιστικών ονομάτων που παραβρέθηκαν στο event ήταν η Ρόη Αποστολοπούλου, η Ρόζμαρι Χατζηιωάννου, ο κοσμηματοπώλης Κώστας Καίσαρης με τη σύζυγό του Χριστιάννα κ.ά.

Εξάλλου, για την αφρόκρεμα του ντόπιου κοσμικού γίγνεσθαι θεωρούνταν must η πρόσκληση του ζεύγους στα εντυπωσιακά πάρτυ που διοργάνωναν κάθε Χριστούγεννα στις πολυτελείς, επενδυμένες με μάρμαρο βίλες στην Πολιτεία, όπου σε κάθε ξεχωριστό δωμάτιο δέσποζε ένα στολισμένο έλατο. Εκεί, η επιχειρηματική οικογένεια έχει χτίσει από μία βίλα μετά πισίνας για κάθε μέλος της, σε εύλογη απόσταση η μία από την άλλη, και με φυλάκιο στην είσοδο του συγκροτήματος. Ετερο κοσμικό μέλος των οικογενειών των συνιδρυτών της CCC είναι και ο εκτός Δ.Σ. της εταιρείας, επίσης ζάπλουτος, Σαμίρ Σαμπάχ, μεγάλος χορηγός άλλοτε των τουρνουά της Ελληνικής Ομοσπονδίας Μπριτζ. Ιδιοκτήτης της αλυσίδας λιβανέζικων εστιατορίων «Nargile» στο Κεφαλάρι, με το ένα κατάστημα όμως να κατεβάζει ρολά στο θέρετρο «Costa Navarino», διετέλεσε χορηγός στην ομάδα βόλεϊ γυναικών της ΑΕΚ, η οποία εόρταζε τα επινίκια των αγώνων της στα εστιατόρια του Σαμίρ με εκλεκτά λιβανέζικα εδέσματα και συνοδεία ανατολίτικης ορχήστρας. Παρότι όμως τα δύο ξαδέλφια είναι μέλη της εγχώριας κοσμικής ελίτ, σπανίως τα φωτογραφικά τους ενσταντανέ κοσμούν τις σελίδες των ΜΜΕ. Η διακριτικότητα είναι ουσιώδες μέρος του παραδοσιακού low profile που υιοθέτησαν εξαρχής οι γεννήτορές τους. Προφανώς όταν χιλιάδες οικογένειες Παλαιστινίων παίρνουν κάθε μήνα ανώνυμα τσεκ από την εταιρεία, εκατοντάδες νεαροί συμπατριώτες τους σπουδάζουν με δικά τους χρήματα, ενώ το Ιδρυμα Welfare Fοundation με έδρα τη Γενεύη, που ίδρυσαν οι πατριάρχες των οικογενειών, προσφέρει εκατομμύρια για την αποκατάσταση αναπήρων και αναξιοπαθούντων στη Ραμάλα και αλλού, θα έμοιαζε οξύμωρη η επιδεικτική χλιδή εκάστου των ευεργετών. Αλλά όπως λέει μια παλιά αραβική παροιμία, «κάθε κεφάλι έχει κι έναν πονοκέφαλο».

Περιπετειώδης ζωή

Στην είσοδο των γραφείων της CCC στην Κηφισίας, εκτός από τα εντυπωσιακά απλωμένα χαλιά δεσπόζει μία ασπρόμαυρη φωτογραφία των δύο ιδρυτών της εταιρείας χρονολογημένη στο 1952 και δίπλα της, στο ίδιο κάδρο, μια έγχρωμη φωτογραφία από το 2002, όταν η εταιρεία συμπλήρωνε τα 50 της χρόνια. Η εικόνα αυτή βρίσκεται αναρτημένη σε κάθε όροφο και σχεδόν σε κάθε γραφείο της εταιρείας. Στην ασπρόμαυρη φωτογραφία οι ιδρυτές της εταιρείας Σαμπάχ και Χούρι, νεαροί μηχανικοί τότε, ποζάρουν με τα ρούχα της δουλειάς σε ένα εργοτάξιο στο λιμάνι του Αντεν. Ηταν η πρώτη μεγάλη δουλειά που ανέλαβαν, ανακατασκευάζοντας το διυλιστήριο της Υεμένης για λογαριασμό της Anglo-Iranian Oil Co, γνωστής σήμερα ως BP.

Ο Χασίμπ Σαμπάχ γεννήθηκε το 1920 και ο συνεταίρος, ξάδελφος και κατόπιν κουνιάδος του Σαΐντ Χούρι το 1923 στην υπό βρετανική εντολή Παλαιστίνη. Μεγάλωσαν στο Σαφέντ, την υψηλότερη πόλη της Γαλιλαίας, σε υψόμετρο 900 μέτρων, και ανατράφηκαν σε μια ατμόσφαιρα ισχυρών οικογενειακών δεσμών και βαθιάς αίσθησης της εθνοτικής και πολιτιστικής πολυμορφίας του τόπου τους. Ο Χασίμπ έχασε τον πατέρα του, ψαρά στη λίμνη της Τιβεριάδας, στα 13 του χρόνια, και μαζί με τα ορφανά αδέλφια του μεγάλωσε υπό την επίβλεψη της μητέρας του Φαντούκ. Ελληνοκαθολικός της κοινότητας των Μελκιτών στο θρήσκευμα ο ίδιος, ενώ ο ξάδελφος του χριστιανός ορθόδοξος, από τα πρώιμα παιδικά τους χρόνια αντιλήφθηκαν ότι οι χριστιανοί, οι μουσουλμάνοι και οι Εβραίοι που συνυπήρχαν στην Παλαιστίνη δεν θα μακροημέρευαν ειρηνικά ως γείτονες στο εγγύς μέλλον. Οι αντιπαραθέσεις ήταν αναπόφευκτες, ενόσω από το 1929 είχαν ξεκινήσει οι αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ Αράβων και Εβραίων με αφορμή την προσευχή των δεύτερων στο Τείχος των Δακρύων, ιερό τείχος Αλ-Μπουράκ για τους μουσουλμάνους, στην καρδιά της παλιάς Ιερουσαλήμ. Πιτσιρίκια οι δυο τους, όταν κάηκε η εβραϊκή συνοικία στο χωριό τους, ακολούθησαν τις εντολές των γονιών τους να βοηθήσουν και να οδηγήσουν τις γειτονικές εβραϊκές οικογένειες στα δικά τους σπίτια ώστε να βρουν καταφύγιο από τις διώξεις. Είκοσι περίπου χρόνια αργότερα, με πικρό παράπονο θα θυμούνταν την αχαριστία των ίδιων γειτόνων κατά τη δική τους πλέον εκδίωξη από τον τόπο τους κατά τη Nakba (Καταστροφή), μετά τη διακήρυξη της ίδρυσης του κράτους του Ισραήλ το 1948 και τα πογκρόμ που ακολούθησε κατά των Παλαιστινίων.

Οταν ξεκίνησε η παλαιστινιακή έξοδος οι δυο τους ήταν πλέον πτυχιούχοι μηχανικοί, απόφοιτοι του Αμερικανικού Πανεπιστήμιου της Βηρυτού, και δραστηριοποιούνταν επαγγελματικά στη Χάιφα. Εφυγαν κακήν κακώς μόνοι και κυνηγημένοι με κάτι σάπιες βάρκες για τον Λίβανο κατά την εκκένωση της πόλης από Αραβες κατοίκους. Με τη βοήθεια του Ερυθρού Σταυρού ενώθηκαν αργότερα με τις οικογένειές τους που είχαν καταφύγει σε ένα μοναστήρι της Ναζαρέτ. Στην προσφυγιά οι δυο τους μαζί με τον Καμέλ Αμπντούλ Ραχμάν ίδρυσαν το 1952 την Consolidated Contractors Co. Με βάση τη Βηρυτό έκαναν τα πρώτα μικρά άλλα σταθερά βήματά τους με υπεργολαβίες στον τομέα των κατασκευών. Πρώτη δουλειά στο αεροδρόμιο της Τρίπολης στη Λιβύη, κατόπιν στους πετρελαιαγωγούς της πόλης Χομς του Ιράκ, μετά στην Υεμένη, αργότερα στο Κουβέιτ. Εχοντας αναγάγει σε επίπεδο τέχνης την ικανότητα να μετατρέπουν το απίθανο σε δυνατό σε αφιλόξενες περιοχές, περιβλήθηκαν σύντομα με τον άυλο τίτλο των «Mr Can-Do». Ο ζήλος τους να δουλεύουν ατελείωτες ώρες συχνά χωρίς εργαλεία, κυριολεκτικά με άδεια χέρια σε θερμοκρασίες εργαστηριακών κλιβάνων και να κοιμούνται σε πνιγηρά εμπορευματοκιβώτια, αναπόδραστα οδήγησε σταδιακά τη νεοσύστατη εταιρεία στο μονοπάτι των προσοδοφόρων επιτυχιών. Ωστόσο, το επιχειρηματικό σουξέ δεν απέτρεπε το προσηλωμένο βλέμμα των συνεταίρων στον στόχο για την επιστροφή στα πάτρια εδάφη.

Εγκάρδιοι φίλοι του Αραφάτ

Αφοσιωμένοι και ακούραστοι υπερασπιστές της παλαιστινιακής υπόθεσης, υπήρξαν εγκάρδιοι φίλοι με τον Παλαιστίνιο ηγέτη Γιάσερ Αραφάτ και έχουν άριστες σχέσεις με τον σημερινό πρόεδρο της παλαιστινιακής ηγεσίας Μαχμούτ Αμπάς. Στο γραφείο του Σαΐντ Χούρι στην Αθήνα σε περίοπτη θέση βρισκόταν μία φωτογραφία του μαζί με τον Γιάσερ Αραφάτ με ιδιόχειρη αφιέρωση του τελευταίου στην οποία σημείωνε: «Μαζί μέχρι την επιστροφή στην Ιερουσαλήμ». Με τη συνεχή και ολοένα αυξανόμενη φιλανθρωπική χρηματοδότηση ιδρυμάτων, τις γενναιόδωρες χορηγίες, τις άφθονες υποτροφίες και την αμέριστη υλική βοήθειά τους προς τους πληθυσμούς της Γάζας και της Δυτικής Οχθης, κατέκτησαν δικαίως τη φήμη των εθνικών ευεργετών του παλαιστινιακό λαού. Παράλληλα όμως υπήρξαν και συνομιλητές Αμερικανών προέδρων, του Τζίμι Κάρτερ, του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου και του Μπιλ Κλίντον. Με το διεθνές κύρος και την επιχειρηματική τους εμβέλεια είχαν αποκτήσει το δικαίωμα να κριτικάρουν την αμερικανική πολιτική στη Μέση Ανατολή, αλλά ταυτόχρονα να είναι και συνέταιροι σε δουλειές με την Bechtel, τη Halliburton, την Enron και άλλους αμερικανικούς κατασκευαστικούς κολοσσούς. Ωστόσο, παρά τα εκάστοτε πολιτικά κονέ και τα επιχειρηματικά τους νταραβέρια, οι δύο επιχειρηματίες πήραν πολλαπλές πρωτοβουλίες. Διαμεσολάβησαν προσπαθώντας να βρουν λύσεις στη σύγκρουση του Λιβάνου, επιχείρησαν να βοηθήσουν στην οικοδόμηση μιας δίκαιης και διαρκούς ειρήνης στη Μέση Ανατολή, προώθησαν τον διαπολιτισμικό διάλογο ως γέφυρα κατανόησης μεταξύ του μουσουλμανικού κόσμου και της Δύσης.

Στην πρωτεύουσα του Λιβάνου, την κοσμοπολίτικη Βηρυτό, γνωστή και ως το Παρίσι της Μέσης Ανατολής, επί μία εικοσαετία στις δεκαετίες των 60s και των 70s, το δέντρο της κατασκευαστικής επιχείρησης αναπτυσσόταν ραγδαία με βάση τις αξιακές ρίζες της εταιρικής οικογενειακής κουλτούρας και την πρόσληψη εργαζομένων από τους παλαιστινιακούς καταυλισμούς στις γειτονικές χώρες. Ηδη από από το 1959 ο Χασίμπ είχε παντρευτεί την Ντιάνα Ταμαρί σε μια εκκλησία στην Ανατολική Βηρυτό. Το ζευγάρι απέκτησε τρία παιδιά, την απόφοιτο του Χάρβαρντ και κάτοικο Νέας Υόρκης Σάνα, τον Σουχάιλ και τον Σαμίρ. Παράλληλα, ο Σαΐντ παντρεύτηκε τη Βαντάντ Σαμπάχ, αδελφή του Χασίμπ, και απέκτησε τρεις γιους, τους Βαέλ, Σάμερ, Ταουφίκ και δύο κόρες. Ωστόσο, στα μέσα της δεκαετίας του ’70, το αενάως συννεφιασμένο πολιτικό κλίμα στον Λίβανο προμήνυε νέα θυελλώδη μπόρα. Ως έμπειροι και περπατημένοι σε μύριες κακοτοπιές, οι δύο επιχειρηματίες το ’χαν ξαναδεί το εφιαλτικό έργο να ξεδιπλώνεται τραγικά με μάχες, εκκαθαρίσεις, σφαγές, λεηλασίες και εκτοπισμούς. Οταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος στον Λίβανο το 1975, για να καταγραφεί άλλο ένα αιματοβαμμένο κεφάλαιο στην Ιστορία της μαρτυρικής Μέσης Ανατολής, τα μάζεψαν από εκεί άρον άρον πριν από τη μαζική εισβολή των συριακών στρατευμάτων και αργότερα των ισραηλινών δυνάμεων.



Εργο της CCC και το αεροδρόμιο «Ρόναλντ Ρέιγκαν» στην Ουάσινγκτον

Αναγκάστηκαν, για να μη χάσουν και πάλι τα πάντα, να μεταφέρουν ξανά την έδρα της εταιρείας. Εκείνα τα μαύρα φεγγάρια ήταν καλοδεχούμενοι σε όλες τις αραβικές χώρες της ευρύτερης περιοχής. Λίγο πριν κλείσει για μήνες το αεροδρόμιο της Βηρυτού, ο Σαχίμπ αναχώρησε προσωρινά για το Λονδίνο και ο Σαΐντ για το Κουβέιτ μαζί με τις οικογένειές τους. Ο Κάμελ έφυγε για εγκατάσταση στις Κάννες, από όπου και μεταβίβασε την επόμενη χρονιά τις μετοχές του στους συνεταίρους του, πριν αποβιώσει το 1980. Τελικά κατέληξαν να στήσουν τη βάση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους στην Αθήνα. Θεωρείται ότι ο προσωπικός τους φίλος, ο Αραφάτ, τους το πρότεινε και τους έπεισε λέγοντάς τους πως η Ελλάδα ήταν «η φιλικότερη και κοντινότερη ευρωπαϊκή χώρα». Ενδεχομένως ανέμεναν ότι ο πόλεμος στον Λίβανο θα έληγε σύντομα. Απατήθηκαν, κράτησε 15 ολόκληρα χρόνια προκαλώντας 120.000 θανάτους και τη μαζική έξοδο σχεδόν ενός εκατομμυρίου κατοίκων, με αποτέλεσμα και οι επιχειρηματίες να ριζώσουν στην Ελλάδα.

Πρώτος κατέφτασε στην Ελλάδα ο συλλέκτης αναγεννησιακής τέχνης και σπάνιων ταπητουργικών δημιουργιών Σαχίμπ Σαμπάχ. Ο μετέπειτα χορηγός αμέτρητων διεθνών φιλανθρωπικών ιδρυμάτων -ειδικότερα στο αφιερωμένο στη μνήμη της λατρευτής του συζύγου Ντιάνα που πέθανε το 1978- και εξέχων δωρητής σε πλήθος νοσοκομείων και πανεπιστημίων στις ΗΠΑ, γνώριζε από κοντά τη χώρα, μια και ο ίδιος με την οικογένειά του περνούσαν τα καλοκαίρια τους στον «Αστέρα» Βουλιαγμένης. Εκεί θα γνώριζε και τον Ανδρέα Παπανδρέου, με τον οποίο θα έχτιζαν ισχυρούς δεσμούς, όταν ως ηγέτης της ορμητικής «Αλλαγής» θα ερχόταν στην εξουσία το 1981. Ως πρωθυπουργός ο Ανδρέας, αδιαφορώντας για τις ισορροπίες και τις αντιδράσεις από τη Δύση, µεσολάβησε για να μεταφερθούν µε ελληνικό πλοίο στον Πειραιά δοκιμαζόμενοι Παλαιστίνιοι μαχητές από τη Βηρυτό, υποδέχθηκε αυτοπροσώπως τον Γιάσερ Αραφάτ, ενώ αργότερα η κυβέρνησή του θα οργάνωνε ακόμη μία επιχείρηση διάσωσης. Οταν στα τέλη του 1983, περίπου 8.000 φενταγίν με επικεφαλής τον Αραφάτ δραπέτευσαν από το καταφύγιό τους στον Λίβανο, μεταφέρθηκαν στο Αλγέρι και στην Τύνιδα με τρία ελληνικά πλοία, τα οποία έστειλαν ο Παπανδρέου και ο τότε υπουργός Εξωτερικών Κάρολος Παπούλιας. Ο αραβικός κόσμος δεν ξέχασε ποτέ εκείνη την αποστολή στην οποία πρωτοστάτησε η τότε αλληλέγγυα ελληνική κυβέρνηση.

Ρίζωσαν στην Ελλάδα

Σε τέτοιο εγχώριο κλίμα συμπαράστασης προς τους συμπατριώτες τους, οι δύο Παλαιστίνιοι επιχειρηματίες βρήκαν το ιδανικό φιλικό περιβάλλον για να αφοσιωθούν απερίσπαστοι στις εταιρικές δραστηριότητές τους. Με τις δεκαετίες παραμονής τους εδώ, η σχέση τους με την Ελλάδα συναρθρώθηκε στις έννοιες «διάρκεια», «συνεισφορά», «συνεργασία», τόσο σε οικονομικό όσο και σε γεωπολιτικό επίπεδο. Κατά καιρούς, πέρα από την εισαγωγή κεφαλαίων στην Ελλάδα, έχουν διαθέσει διακριτικά σημαντικά κονδύλια σε εκκλησίες και μοναστήρια, έχουν προσφέρει βοήθεια σε σεισμοπαθείς, δωρεές για ανέγερση παιδικών σταθμών και χορηγίες σε αθλητές. Ακόμη, η εταιρεία είναι χορηγός της έδρας ελληνικών σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στο πανεπιστήμιο Ταφτς της Βοστόνης. Θεωρείται επιπλέον ότι από τα γραφεία της CCC έχουν περάσει αναρίθμητα πολιτικά πρόσωπα για να ζητήσουν οικονομική ενίσχυση στις προεκλογικές τους καμπάνιες. Εικάζεται πως δεν τις αρνήθηκαν ποτέ.

Μόνο μία φορά λέγεται ότι αρνήθηκαν να συνεισφέρουν σε μια εθνική προσπάθεια. Λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες κι ενώ τα έργα καθυστερούσαν θέτοντας εν αμφιβόλω τη διοργάνωση του 2004, παρασκηνιακά κάποιοι Ελληνες κατασκευαστές πλησίασαν την εταιρεία ζητώντας να τους βοηθήσουν στα fast track έργα έστω και κάτω από το τραπέζι. Οι σοβαροί και προσεκτικοί επικεφαλής της CCC απάντησαν με αφοπλιστική ειλικρίνεια ότι «εμείς στη χώρα που ζούμε και μεγαλώνουμε τα παιδιά και τα εγγόνια μας δεν κάνουμε παράνομες δουλειές». Αναμφίβολα αυτοί οι σκληροτράχηλοι επιχειρηματίες της ελκυστικής αρένας των κατασκευών, που είχαν επιβιώσει από κακουχίες, ακρότητες και κακοτοπιές, ήταν καχύποπτοι σε κάθε υπόγεια και μουλωχτή συναλλαγή. Οσο κι αν το δέλεαρ μιας μεγάλης σύμβασης ή ανταπόδοσης μιας εξυπηρέτησης για άλλους θα αποτελούσε κίνητρο, γι’ αυτούς συνιστούσε περιφρόνηση των αξιών με τις οποίες είχαν διά βίου πορευτεί. Και αυτό το DNA της μηδενικής ανοχής στη διαφθορά κρίνεται πως οι ιδρυτές της εταιρείας παρέδωσαν στους απογόνους τους. Πόσο μάλλον σε ένα ολοένα και πιο διαφανή κόσμο; Το πώς τώρα οι κληρονόμοι μιας επιχειρηματικής δυναστείας μπλέχτηκαν, αν δεν τους έμπλεξαν, σε παραπλανητικές ή πραγματικές τριγωνικές διαδρομές χρήματος αποτελεί αντικείμενο δικαστικής διερεύνησης. Το μόνο βέβαιο είναι ότι σε αυτή τη φάση η εταιρεία εισπράττει τον αρνητικό αντίκτυπο ενός υπό εξελίξει πολιτικού θρίλερ είτε επειδή εν γνώσει της παρέβλεψε τις ενδεχόμενες συνέπειες, είτε επειδή τη συμβούλευσαν λανθασμένα.

Δημήτρης Παγαδάκης
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ