26 Οκτωβρίου 2020

Μαρτυρία-Ουσαντζόπουλος: Πώς οι Γερμανοι κατέλαβαν την Θεσσαλονίκη το 1941

Ζει με τις αναμνήσεις του ανάμεσα σε εκατοντάδες φωτογραφίες, οι περισσότερες από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής. Παντού στο σπίτι του -στους τοίχους, στα έπιπλα, στα συρτάρια- υπάρχουν ασπρόμαυρα «παράθυρα», μέσα από τα οποία αντικρίζει κατάματα την ιστορία της ζωής του και της αγαπημένης του πόλης, της Θεσσαλονίκης. Σε λίγους μήνες, ο Σόλωνας Ουσαντζόπουλος γίνεται 90 ετών και στο μυαλό του, όπως εκμυστηρεύεται σε αποκλειστική συνέντευξη που παραχώρησε στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, παραμένει ανεξίτηλη η κατάληψη της πόλης από τους Γερμανούς, το 1941. Ποτέ δεν θα ξεχάσει όπως λέει, αν και τότε ήταν μόλις 10 ετών, το σθένος που επέδειξε ο Έλληνας στρατιώτης, όταν οι Γερμανοί του ζήτησαν να παραδώσει το όπλο του και να εγκαταλείψει τη θέση του σκοπού στην είσοδο του Λευκού Πύργου.

Το μεγαλείο του άγνωστου Έλληνα στρατιώτη

«Άνοιξη του 1941. Όταν έφτασαν με τις μηχανές και τα άρματα οι Γερμανοί στον Λευκό Πύργο, ήμουν μπροστά, παιδί τότε», αναφέρει και τα μάτια του λάμπουν σαν να αντικρίζει μπροστά του ζωντανή, τη συγκεκριμένη εικόνα. «Θα μείνει για πάντα χαραγμένη μέσα μου και δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω τη στιγμή που έφτασαν οι Γερμανοί αξιωματικοί, με μία μεγάλη μηχανή, στην είσοδο του Λευκού Πύργου. Ο Έλληνας στρατιώτης ήταν με το όπλο στα χέρια και παρατεταμένο, στη σιδερένια είσοδο, και αρνούνταν να τους αφήσει να περάσουν μέσα. Αυτοί τον κοιτούσαν αποσβολωμένοι, δεν τον πείραξαν. Ο κόσμος που κοιτούσε και ήταν στο σημείο, άρχισε να τον χειροκροτεί. Δύο ολόκληρες ώρες ήταν οι Γερμανοί μπροστά του κι αυτός έστεκε εκεί όρθιος, ασάλευτος, με το όπλο στα χέρια. Εγώ ήμουν εκεί στο πλάι, δίπλα τους, δεν φοβόμουν. Τελικά οι Γερμανοί έφυγαν και λίγη ώρα αργότερα επέστρεψαν, έχοντας μαζί τους έναν Έλληνα αξιωματικό, ο οποίος αφού χαιρέτισε τον Έλληνα σκοπό, του είπε ότι όλα τελείωσαν κι έτσι ο στρατιώτης άφησε το όπλο στο έδαφος και οι Γερμανοί μπήκαν μέσα στον Λευκό Πύργο με τη σημαία τους, κατέβασαν την ελληνική σημαία κι ανέβασαν τη δική τους», λέει και χαμηλώνει το βλέμμα.

«Η γειτονιά μου ήταν στον Λευκό Πύργο, εκεί έπαιζα καθημερινά», αναφέρει με περηφάνια και εξομολογείται πως έζησε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια. «Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν τριών μηνών και ο πατέρας ήταν μεγάλης ηλικίας, είχε ήδη έναν γάμο με τον οποίο είχε αποκτήσει άλλα τέσσερα παιδιά και με τη μητέρα μου απέκτησε εμένα και την αδελφή μου, που ήταν πέντε χρόνια μεγαλύτερη. Ουσιαστικά μόνος μου μεγάλωσα, δεν είχα κανέναν και με φρόντιζε μια γυναίκα που ερχόταν στο σπίτι. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε να μας μεγαλώσει κι έδωσε για υιοθεσία την αδελφή μου σε ένα πάρα πολύ πλούσιο ζευγάρι, της γνωστής οικογένειας τότε Τουρπάλη, με καταγωγή από τη Νάουσα, που ζούσε σε ένα τεράστιο πολυτελέστατο σπίτι, δίπλα από τον Λευκό Πύργο, στην οδό Βασιλέως Γεωργίου 6, κι εμείς εγκατασταθήκαμε στο βοηθητικό σπιτάκι, το οποίο βρισκόταν στην αυλή του».


«Περπατούσα και τα πάρκα ήταν γεμάτα με όπλα, χλαίνες και παλάσκες που εγκατέλειψαν οι Έλληνες στρατιώτες»

«Το σπίτι αυτό ήταν στο σημείο όπου βρίσκεται σήμερα το άγαλμα του Μέγα Αλέξανδρου», λέει με νοσταλγία και συνεχίζει: «Οι Άγγλοι είχαν κάτι αποθήκες και γραφεία στο σημείο, τα οποία εγκατέλειψαν, όταν εισέβαλαν οι Γερμανοί. Ο ελληνικός στρατός ήταν εκεί, η ελληνική σημαία κυμάτιζε στον Λευκό Πύργο κι όταν αντίκρισαν οι στρατιώτες τους Γερμανούς να διασχίζουν τη Λεωφόρο Νίκης, εγκατέλειψαν το σημείο. Τα πάρκα ήταν γεμάτα με όπλα, χλαίνες και παλάσκες (θήκες φυσιγγίων) παντού. Θυμάμαι πως περπατούσα και γύρω μου ήταν γεμάτο όπλα, εκεί που πατούσα, μπροστά μου στα κλαδιά κρεμασμένα».

Κοιτά στο κενό σαν να βρίσκεται εκεί και περιγράφει πως «ο τόπος ήταν πλημμυρισμένος από κόσμο. Πολλοί έμπαιναν στις αποθήκες που εγκατέλειψαν οι Άγγλοι κι έπαιρναν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Θυμάμαι και γελάω όταν θυμάμαι δύο άτομα που έκλεψαν τις κουβέρτες, τις είχαν κάνει μια τεράστια μπάλα που δεν χωρούσε από την πόρτα της αποθήκης και με δυσκολία τη φόρτωσαν στο κάρο, ένας άλλος είχε μαζέψει όλες τις αγγλικές κάσκες και τις φορούσε τη μία πάνω στην άλλη καμιά δεκαριά», σημειώνει και γελώντας «ομολογεί» πως κι αυτός συμμετείχε στο ...πλιάτσικο, μαζεύοντας τις κιμωλίες διότι θεωρούσε πως ήταν πολύτιμες. Όλες αυτές τις εικόνες κατέγραφαν με τις κάμερες τους, όπως λέει, οι Γερμανοί.


Οι Γερμανοί στρατιώτες, οι λασπωμένες αρβύλες και η φέτα με το βούτυρο

 «Μετά την εισβολή, όταν επιστρέψαμε στο σπίτι», θυμάται, «αντικρίσαμε τους Γερμανούς να πηδάνε σαν βατράχια και να σκαρφαλώνουν από τα κάγκελα για να ανοίξουν την πολυτελή βίλα που είχαν εγκαταλείψει οι ιδιοκτήτες, εξαιτίας του πολέμου και να μπουν μέσα, για να το καταλάβουν. Το σπίτι ήταν επιπλωμένο, τέτοια πολυτέλεια δεν υπήρχε πουθενά, όλα ήταν πανάκριβα, τέλεια- χαλιά, έπιπλα, φωτιστικά, μεγάλες πόρτες, κάθε δωμάτιο και τζάκι, και ήρθαν για να μείνουν μέσα, Γερμανοί αξιωματικοί. Γύρω από το σπίτι, στα πάρκα, υπήρχαν παντού Γερμανοί στρατιώτες και ο εξοπλισμός τους. Ήταν τρομακτική η εικόνα».

«Εμείς ζούσαμε στο σπιτάκι κι έβλεπα τους Γερμανούς στρατιώτες όλη την ημέρα, ήμουν μικρό παιδί. Ζούσα ανάμεσά τους, σχολείο δεν πήγαινα διότι με τους βομβαρδισμούς είχε καταστραφεί και δεν γνώριζα τι έκαναν, τι είναι το τρίτο Ράιχ. Έβλεπα που αφήναν τις μπότες τους έξω λασπωμένες. Κανείς δεν έκανε δουλειές για τους άλλους, ακόμα και οι μεγάλοι αξιωματικοί μόνοι τους φρόντιζαν τα πράγματά τους. Εγώ δεν ξέρω πώς μου έκοψε, γυάλισα τις μπότες τους. Μόλις το είδε ένας Γερμανός αξιωματικός, άνοιξε το παράθυρο και έβγαλε μια φετάρα με ψωμί, βούτυρο και μαρμελάδα. Μεγάλη πείνα είχε τότε, εγώ όταν την είδα την πήρα και την έφαγα λαίμαργα. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη γεύση που είχε», διηγείται ο κ. Ουσαντζόπουλος.


Οι μπύρες Φιξ που κατέληγαν παράνομα στους Έλληνες θαμώνες στις ταβέρνες του Δαλαμάγκα και του Μπούκη

Στα χρόνια της Κατοχής, όπως αναφέρει, μπύρα επιτρεπόταν να πίνουν μόνο οι Γερμανοί. Απαγορευόταν αυστηρά να πίνουν οι Έλληνες. «Ο Φιξ έβγαζε μπύρες μόνο για τον γερμανικό στρατό», εξηγεί και προσθέτει πως «κάποιοι από τους στρατιώτες δεν τις έπιναν και μου τις έδιναν να τις πουλάω έξω, στην ταβέρνα του Δαλαμάγκα, όπου τραγουδούσε εκεί ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης και ο Παπαϊωάννου και στην ταβέρνα του Μπούκη. Ως αντάλλαγμα ζητούσαν να τους πηγαίνω οδοντόπαστες, ξυραφάκια και ό,τι άλλο χρειάζονταν. Το μπουκάλι, όμως, έπρεπε να το επιστρέφουν πίσω, για να δικαιούνται κι άλλο την επόμενη ημέρα. Έτσι, κάθε πρωί μάζευα τα άδεια μπουκάλια και τα καπάκια ή τον λαιμό του μπουκαλιού σπασμένο και τα επέστρεφα πίσω».

Οι μνήμες από τη γερμανική κατοχή πολλές, άλλες δυσάρεστες και άλλες χαρούμενες. Γελάει όταν αναφέρεται στους φίλους του, την «ξυποληταρία», όπως τους αποκαλούσε. «Είχα τη συμμορία μου, τα παιδιά της γειτονιάς. Δεν υπήρχε φαγητό και όλοι μαζί παίρναμε τα καζάνια που έτρωγαν οι Γερμανοί στρατιώτες, υποτίθεται για να τα πλένουμε στη θάλασσα και τρώγαμε ό,τι άφηναν μέσα. Τρώγαμε καλά. Όλη την ημέρα γυρνούσαμε, ο ένας πρόσεχε τον άλλο».

Ο κόσμος πεινούσε, πέθαινε στους δρόμους. Όταν γινόταν ο ανεφοδιασμός της βίλας με τα φορτηγά, μαζευόντουσαν και προσπαθούσαν να πάρουν τις κουραμάνες (πιτουρόψωμα) για να φάνε, όπως αναφέρει. «Οι Γερμανοί φώναζαν, έσπρωχναν και τους έδιωχναν. Τότε, μπροστά μου, ένας από τους στρατιώτες πήρε μια κουραμάνα και την έκρυψε κάτω από την κουρελιασμένη κάπα μιας ηλικιωμένης γυναίκας. Δεν το πίστευε η καημένη, τα έχασε, τον κοιτούσε στα μάτια», λέει.


«Μόλις εγκαταλείψαμε το σπιτάκι μας, καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς... ίσως και να μη ζούσα σήμερα»

Κάποιες θύμησες, όπως λέει, άρχισαν να χάνονται με το πέρασμα του χρόνου. Θυμάται, όμως, πως προς το τέλος του πολέμου, «μας έδιωξαν από το σπιτάκι μας, για να το κάνουν μάλλον αρχηγείο, αλλά δεν πρόλαβαν. Μόλις το εγκαταλείψαμε καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς. Ίσως και να μη ζούσα σήμερα, να είχα σκοτωθεί», σκέφτεται φωναχτά και μοιράζεται μαζί μας την τελευταία σκηνή της ζωής του με τους Γερμανούς. «Όταν έφτασε η στιγμή να φύγουν, με βρήκαν και με πήραν μαζί τους, ήθελαν να με κάνουν μηχανικό, να πάω στο σχολείο. Ήμουν μαζί τους όταν κατασκήνωσαν για δύο εβδομάδες έξω από τα Γιαννιτσά και τελικά, μετά από συζητήσεις, φαίνεται πως πρυτάνευσε η λογική και αποφάσισαν ότι έπρεπε να με γυρίσουν πίσω στη Θεσσαλονίκη κι έτσι επέστρεψα στην πόλη μου με ένα τζιπ».

Ο κ. Ουσαντζόπουλος περιέγραψε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τη γερμανική κατοχή, μέσα από το βλέμμα ενός μικρού παιδιού. Κάποιες εικόνες παραμένουν έντονες, δυνατές, ανεξίτηλες και κάποιες άλλες, ίσως από άμυνα, μένουν στο σκοτάδι, ξεθωριάζουν, χάνονται σαν να ήταν όνειρο ή καλύτερα ένας εφιάλτης που πέρασε.

 Αλεξάνδρα Χατζηγεωργίου,AΠΕ-ΜΠΕ