«Κυρίαρχο δικαίωμα κάθε κράτους να καθορίσει το εύρος των χωρικών υδάτων έως
τα 12 μίλια» δηλώνει ο Ρώσος υπ. Εξωτερικών λίγο πριν τις συναντήσεις του με
Μητσοτάκη και Δένδια - Τι σηματοδοτεί η επίσκεψή του στην Αθήνα και
γιατί πάγωσε το φλερτ του Πούτιν με τον Ερντογάν
Δύο χρόνια και τρεις μήνες έχουν περάσει από τότε που προκλήθηκε ρήγμα στις
σχέσεις Αθήνας - Μόσχας. Hταν Ιούλιος του 2018 όταν απελάθηκαν δύο Ρώσοι
διπλωμάτες, με τις γνωστές πλέον συνέπειες. Τρία χρόνια και κάτι έχουν
μεσολαβήσει και από την τελευταία επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών Σεργκέι
Λαβρόφ στην Αθήνα, ένα μεγάλο χρονικό διάστημα που τερματίζεται με την άφιξή
του στις 26 Οκτωβρίου.
Η εν λόγω κίνηση σηματοδοτεί την ανίχνευση των δυνατοτήτων να ξεκινήσει μια
νέα σελίδα στις διμερείς σχέσεις με τον Ρώσο υπουργό Εξωτερικών να δηλώνει στο
Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων το πρωί της Δευτερας ότι είναι «κυρίαρχο δικαίωμα
κάθε κράτους να καθορίσει το εύρος των χωρικών υδάτων έως τα 12 μίλια».
Μόνο τυχαίο δεν είναι, άλλωστε, ότι η επιχείρηση επαναπροσέγγισης των δύο
χωρών ταυτίζεται χρονικά με την επιδείνωση των ρωσοτουρκικών σχέσεων. Η
εμπλοκή της Τουρκίας στον πόλεμο του Ναγκόρνο-Καραμπάχ ήταν η σταγόνα που
ξεχείλισε το ποτήρι, αφού τα αντικρουόμενα συμφέροντα της Ρωσίας και της
Τουρκίας στη Συρία και στη Λιβύη τις είχαν φέρει επανειλημμένως σε
αντιπαράθεση.
Τόσο ο Βλαντιμίρ Πούτιν όσο και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, όμως, φρόντιζαν
τελικά να βρουν έναν συμβιβασμό, αφού έδιναν προτεραιότητα στη «μεγάλη
εικόνα». Η Μόσχα ήθελε την Τουρκία μακριά από τη Δύση, ενώ η Αγκυρα
χρησιμοποιεί τη Ρωσία για να εξισορροπεί τις δυτικές πιέσεις.
Η άμεση στρατιωτική εμπλοκή των Τούρκων, όμως, στον Καύκασο, στην «πίσω αυλή»
της Ρωσίας, είναι κάτι που ο Πούτιν δεν πρόκειται να συγχωρήσει. Ενας λοιπόν
από τους τρόπους που η ρωσική διπλωματία χρησιμοποιεί για να στείλει μηνύματα
και να πιέσει τον Ερντογάν είναι το άνοιγμα προς την Ελλάδα.
Εκτός αυτού, η Μόσχα ανησυχεί για την παραχώρηση εκτεταμένων στρατιωτικών
διευκολύνσεων στους Αμερικανούς ειδικά στη βόρεια Ελλάδα - και συγκεκριμένα
στην Αλεξανδρούπολη και στην Καβάλα. Στη Μόσχα σκέπτονται ότι το πάγωμα των
ελληνορωσικών σχέσεων που είχε προκληθεί επί υπουργίας Νίκου Κοτζιά διευκόλυνε
την ενίσχυση της αμερικανικής παρουσίας στην Ελλάδα.
Οι δυο παρεμβασεις
Η επικείμενη επίσκεψη Λαβρόφ στην Αθήνα και οι συναντήσεις του στις 12 το
μεσημέρι με τον Νίκο Δένδια και στις 5 το απόγευμα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη,
είναι μια κίνηση επαναθέρμανσης των διμερών σχέσεων. Γι’ αυτό και συνοδεύτηκε
από δύο ενδιαφέρουσες ρωσικές παρεμβάσεις που θέρμαναν την ατμόσφαιρα εν όψει
της επίσκεψης του υπουργού Εξωτερικών.
Η δεύτερη έγινε μέσω μιας επετειακής ανάρτησης από το ίδιο το ρωσικό υπουργείο
Εξωτερικών με σκοπό να τιμήσει την 193η επέτειο από τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου,
η οποία, μέσω της βύθισης του οθωμανικού-αιγυπτιακού στόλου, οδήγησε στην
ανεξαρτησία της Ελλάδας.
«Ο θρίαμβος του συμμαχικού στόλου έγινε μια από τις προϋποθέσεις για την
ανεξαρτησία της Ελλάδας», αναφέρει η ανάρτηση, την οποία συνοδεύει με ένα
βίντεο που αναπαριστά τη ναυμαχία και δείχνει τα τουρκικά πλοία να φλέγονται.
⚔⛵ 193 years ago, the combined squadron of Russia, Great Britain and France defeated the Turkish-Egyptian fleet in the Bay of Navarino. The triumph of the allied fleet became one of the prerequisites for Greece's independence.
— MFA Russia 🇷🇺 (@mfa_russia) October 20, 2020
🔗https://t.co/Z2yhD6ltE3 pic.twitter.com/ruBDflldwB
Να θυμίσουμε ότι στον Κόλπο του Ναυαρίνου οι ναυτικές δυνάμεις της Ρωσίας, της
Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας κατάφεραν το καίριο πλήγμα κατά των
Οθωμανών. Μετά τη ναυμαχία, μάλιστα, ξέσπασε και ρωσοτουρκικός πόλεμος, καθώς
η άρνηση του σουλτάνου Μαχμούτ Β’ να δεχθεί τα τετελεσμένα οδήγησε σε γενική
σύρραξη με τη Ρωσία. Ο σουλτάνος στη συνέχεια προχώρησε στο κλείσιμο των
Δαρδανελίων για τα ρωσικά πλοία ανακαλώντας τη Σύμβαση του Ακερμαν (1826). Τον
Ιούνιο του 1828 οι κύριες ρωσικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον τσάρο Νικόλαο
Α’, διέσχισαν τον Δούναβη και προωθήθηκαν στη Δοβρουτσά.
Η πρώτη χρονικά ρωσική παρέμβαση ήταν η ανακοίνωση της ρωσικής πρεσβείας στην
Αθήνα με την οποία ρητά αναγνωρίστηκε το δικαίωμα της Ελλάδας να επεκτείνει τα
χωρικά της ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια. Πρόκειται για μια θέση που όχι μόνο
συμπίπτει με την ελληνική και αντίκειται στην τουρκική, αλλά και διευκολύνει
πολύ την ελληνική διπλωματία, δεδομένου ότι υποτίθεται ήταν κυρίως η Ρωσία που
ήταν αντίθετη στην επέκταση.
Η θέση της Ρωσίας ως μόνιμου μέλους του ΣΑ του ΟΗΕ είναι η θέση αρχής. Θεωρούμε τη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 «ακρογωνιαίο λίθο» του διεθνούς καθεστώτος των θαλασσών.
— Rus Embassy, Greece (@RFEmbassyGr) October 15, 2020
1/2 pic.twitter.com/QwNdN0ZStG
Οι δύο παραπάνω κινήσεις αλλά και μια σειρά από ενδείξεις σηματοδοτούν το
άνοιγμα της Μόσχας προς την ελληνική πλευρά. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι
αιφνιδιαστική, αλλά οπωσδήποτε το γεγονός ότι συμβαίνει τώρα έχει μεγάλη
σημασία για τις ευρύτερες ισορροπίες στην περιοχή μας.
Είναι ακριβές ότι η ρωσοτουρκική προσέγγιση, σε συνδυασμό με την επιδείνωση
των ελληνορωσικών σχέσεων τα προηγούμενα 2-3 χρόνια, είχε μεταβάλει την
παραδοσιακή στάση της Μόσχας στα Ελληνοτουρκικά. Αυτό φάνηκε πρόσφατα και από
την υποτονική έως απαράδεκτη στάση της επίσημης Ρωσίας στη μετατροπή της
Αγια-Σοφιάς σε τζαμί, την οποία ο κατά τα άλλα πιστός Ορθόδοξος και
προσκυνητής στο Αγιον Ορος Πούτιν χαρακτήρισε «εσωτερική υπόθεση» της
Τουρκίας.
Το ρήγμα και η απέλαση
Υπενθυμίζουμε ότι το ρήγμα στις σχέσεις Αθήνας - Μόσχας προκλήθηκε με αφορμή
τη Συμφωνία των Πρεσπών και ειδικά μετά την απέλαση δύο Ρώσων διπλωματών και
την απαγόρευση εισόδου στην Ελλάδα σε άλλους δύο. Είχε προηγηθεί η καταγγελία
πως οι απελαθέντες Ρώσοι διπλωμάτες υποδαύλιζαν τις λαϊκές αντιδράσεις για τη
Συμφωνία των Πρεσπών. Η Μόσχα διαμαρτυρήθηκε, αλλά το σημαντικότερο ήταν ότι
το πήρε βαριά.
Το φλερτ Πούτιν - Ερντογάν, πάντως, είχε προηγηθεί χρονικά. Οι ρωσοτουρκικές
σχέσεις είχαν φτάσει στο ναδίρ όταν τουρκικό F-16 είχε καταρρίψει ρωσικό
βομβαρδιστικό στη βόρεια Συρία. Η Μόσχα τότε είχε αντιδράσει ψύχραιμα,
κλιμακώνοντας την πίεσή της προς την Τουρκία κι έτσι όταν ο Ερντογάν
συνειδητοποίησε ότι το ΝΑΤΟ δεν έτρεξε να σταθεί στο πλευρό του, έκανε στροφή
και ουσιαστικά ζήτησε συγγνώμη από τον Πούτιν δίνοντάς του υποσχέσεις.
Η Τουρκία, μάλιστα, εμπόδισε την είσοδο Τσετσένων αυτονομιστών και άρχισε να
κάνει ανοίγματα. Από την πλευρά της, η Μόσχα είδε τη μοναδική ευκαιρία να
ρυμουλκήσει την Τουρκία μακριά από τη Δύση και, σύμφωνα με ανεπιβεβαίωτες
πληροφορίες, ήταν αυτή που προειδοποίησε τον Ερντογάν για το πραξικόπημα του
Ιουλίου 2016.
Κάπως έτσι και παρά τα παγίως αντιτιθέμενα συμφέροντα των δύο χωρών στα τοπικά
μέτωπα, η ρωσοτουρκική προσέγγιση απέκτησε γεωπολιτική βαρύτητα. Αυτός είναι
και ο λόγος που η Μόσχα, μέχρι προσφάτως τουλάχιστον, περιοριζόταν σε
εκκλήσεις αυτοσυγκράτησης, αποφεύγοντας να καταδικάσει τις τουρκικές
επιθετικές ενέργειες στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η προσέγγιση Αγκυρας - Μόσχας ενίσχυσε περαιτέρω τις ήδη μεγάλες οικονομικές
σχέσεις. Η κατασκευή του αγωγού Turkish Stream, η απόφαση των δύο χωρών να
διενεργούν συναλλαγές στα εθνικά τους νομίσματα, το πρωτοφανές κύμα Ρώσων
τουριστών στην Τουρκία και το δεύτερο συμβόλαιο για τους πυραύλους S-400 είναι
μόνο κάποια από τα βήματα που έγιναν.
Παρά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι εν γένει ο ένας έχει ανάγκη τον άλλον, τα
αντικρουόμενα συμφέροντα στα επιμέρους μέτωπα και, όπως προαναφέραμε, ειδικά η
τουρκική εμπλοκή στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ έχει τεντώσει το σκοινί. Μια καθαρή
νίκη των Αζέρων θα μετέτρεπε αυτόματα την Τουρκία σε καθοριστικό παίκτη στον
Καύκασο, ειδικά στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της νότιας Ρωσίας κι αυτό
είναι κάτι που δεν μπορεί να το επιτρέψει η Μόσχα.
Η επίσκεψη Λαβρόφ στην Αθήνα, λοιπόν, πρέπει να εξεταστεί αυτόνομα όσον αφορά
τις ελληνορωσικές σχέσεις, αλλά και στο ευρύτερο πλαίσιο του τριγώνου Ελλάδα -
Ρωσία - Τουρκία. Το Κρεμλίνο κάνει άνοιγμα στην Αθήνα για να εξισορροπήσει
κάπως τις σχέσεις του με τις δύο χώρες, αλλά και για να προειδοποιήσει την
Αγκυρα ότι ενδέχεται να κάνει κι άλλα βήματα που θα ενισχύσουν την ελληνική
πλευρά στην ανοικτή ελληνοτουρκική κρίση.
Δεν είναι τυχαία άλλωστε και η πρόσφατη δήλωση του Λαβρόφ: «Η Τουρκία ποτέ δεν
θεωρήθηκε στρατηγικός σύμμαχός μας. Είναι ένας συνεργάτης, ένας στενός
συνεργάτης. Σε πολλούς τομείς αυτή η συνεργασία είναι στρατηγική». Μία ξιδάτη,
μία λαδάτη λοιπόν.
Εκτός από τη Συρία και τη Λιβύη, ένα ακόμα μέτωπο όπου Ρωσία και Τουρκία έχουν
αντικρουόμενα συμφέροντα είναι το δίδυμο Αλβανία - Κόσοβο. Η Μόσχα επισήμως
καταδίκασε την ιδέα της «Μεγάλης Αλβανίας» με την ένωση των δύο αλβανικών
κρατών. Αντίθετα, το καθεστώς Ερντογάν ενθαρρύνει τον αλβανικό εθνικισμό και
ειδικά την ισλαμική διάστασή του επειδή τους βλέπει ως δυνάμει γεωπολιτικά
ερείσματα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Γι’ αυτό και ο Ερντογάν ευνοεί την ιδέα της «Μεγάλης Αλβανίας», ενώ το ρωσικό
υπουργείο Εξωτερικών τη θεωρεί απειλή. Η Μόσχα εκτιμά ότι μια «Μεγάλη Αλβανία»
θα στραφεί εναντίον της Σερβίας, που είναι ό,τι έχει απομείνει από ρωσική
επιρροή στα Βαλκάνια, και ταυτόχρονα θα ενισχύσει την αμερικάνικη επιρροή στην
περιοχή. Την αφορμή για τη ρωσική αντίδραση έδωσε η προ καιρού κοινή
συνεδρίαση των κυβερνήσεων Αλβανίας και Κοσόβου.
Ο κ. Νίκος Δένδιας, πάντως, από την αρχή της θητείας του έθεσε ως
προτεραιότητα την επούλωση του ρήγματος στις ελληνορωσικές σχέσεις και γι’
αυτό είχε σπεύσει να επισκεφθεί τη Μόσχα. Κατά μία πληροφορία, ο πρωθυπουργός
Κυριάκος Μητσοτάκης είχε ζητήσει από τον Πούτιν να παρέμβει στον Ερντογάν για
να εκτονωθεί η ένταση στην Ανατολική Μεσόγειο. Κατά την ίδια πληροφορία, το
Κρεμλίνο δεν είχε καν απαντήσει στο ελληνικό αίτημα. Αλλες πληροφορίες,
ωστόσο, λένε πως το Κρεμλίνο ήταν διατεθειμένο να μεσολαβήσει, αλλά η Αθήνα
δεν του το ζήτησε.
Ευθύνη για την ψυχρότητα που επικρατούσε μέχρι πρόσφατα στις ελληνορωσικές
σχέσεις είχε και η κυβέρνηση Μητσοτάκη επειδή παρείχε στη Μόσχα υποσχέσεις που
δεν τήρησε. Ανάμεσα στις υποσχέσεις ήταν η μη έκδοση του συλληφθέντος χάκερ
Αλεξάντερ Βίνικ (ή «Mr Bitcoin») στη Γαλλία και τις ΗΠΑ, καθώς και η μη
συμμετοχή του κ. Μητσοτάκη στους πανηγυρικούς εορτασμούς, στη Μόσχα, τον Μάιο
του 2020, για τα 75 χρόνια της νίκης στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τελικά, λόγω
κορωνοϊού, οι εορτασμοί ακυρώθηκαν, αλλά ο Ελληνας πρωθυπουργός είχε ακυρώσει
από πριν.