«Είναι σαφές ότι αντιμετωπίσαμε μια πρωτοφανή κατάσταση, όχι μόνο σε σχέση με τα μνημεία και την πολιτιστική κληρονομιά. Αυτό που βιώσαμε την τελευταία βδομάδα με τις πυρκαγιές σε όλη τη χώρα ήταν πραγματικά κάτι πρωτοφανές. Ομολογώ ότι όσοι βρεθήκαμε δίπλα στη φωτιά δεν μπορούμε εύκολα να ξεχάσουμε τις εικόνες που ζήσαμε και οι οποίες έχουν μια πολύ μεγάλη οικολογική, κατά κύριο λόγο, ζημιά», δήλωσε η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λίνα Μενδώνη, κατά τη σημερινή συνέντευξη Τύπου.
«Χάσαμε μεγάλο μέρος του δάσους. Δεν είναι αμελητέο, δεν είναι εύκολο να το αποδεχθεί κανείς. Στα πολιτιστικά μνημεία, οι απώλειες δεν ήταν μεγάλες. Χάρη στην παρέμβαση όλων, κυρίως της Πολιτικής Προστασίας, της Πυροσβεστικής, της ΕΛΑΣ, των συντονισμένων προσπαθειών των δικών μας υπηρεσιών, η ζημία περιορίστηκε στο λιγότερο δυνατό», τόνισε η υπουργός, συμπληρώνοντας ότι «αυτή τη στιγμή προχωρούμε και επιταχύνουμε τις διαδικασίες τις οποίες έχουμε αναλάβει ως ΥΠΠΟΑ για την εφαρμογή του σχεδίου μας για την αποκατάσταση των κτηρίων, έτσι όπως προβλέπεται από τη Μελέτη Βιωσιμότητας. Παράλληλα, έχουμε ήδη αναθέσει τη μελέτη για τη συστηματική και σωστή αναδάσωση του ιστορικού πυρήνα -και στην πολύ στενή του έννοια, των 1.600 στρεμμάτων, αλλά και στην ευρύτερη των 6.000 στρεμμάτων. Ήδη η μελέτη ξεκινά και συγκροτείται η απαραίτητη επιστημονική ομάδα η οποία θα ανακοινωθεί σύντομα. Οι διαδικασίες αναδάσωσης του ιστορικού πυρήνα δεν είναι μια συνήθης αναδάσωση γιατί έχουμε να αντιμετωπίσουμε δυο βασικές παραμέτρους: την ιστορικότητα του κτήματος και την αντιμετώπιση του προβλήματος της κλιματικής αλλαγής», σημείωσε η υπουργός.
Από την πυρκαγιά προκλήθηκαν σε επτά κτήρια ζημιές, οι οποίες, όπως τόνισε υπουργός και υπηρεσιακοί παράγοντες, οι οποίοι παραβρέθηκαν στη συνέντευξη, δεν δημιουργούν περισσότερα δομικά προβλήματα από αυτά που ήδη είχαν. «Κάηκαν στέγες -κάποιες από τις οποίες ήταν νεότερες σωστικές επεμβάσεις του ΥΠΠΟΑ και κάποιες μισογκρεμισμένες, οπότε κάηκαν ξύλινα στοιχεία-, καθώς και ξύλινα κουφώματα τα οποία σε πολλές περιπτώσεις είχαν αποκατασταθεί τα προηγούμενα χρόνια από το ΥΠΠΟΑ ή ήταν ψευδοκουφώματα», ενημέρωσε η Λ. Μενδώνη. Πρόκειται για τις Οικίες Στουρμ και Φροντιστή, καθώς και για τα κτήρια Τηλεπικοινωνιών, Φρουράς Τάφων, Προσωπικού, Δασονομείου και Διευθυντηρίου.
Όπως πληροφόρησε η υπουργός, το σύνολο των πόρων για την αποκατάσταση των συγκεκριμένων κτηρίων στο Τατόι εξασφαλίζονται από ΕΣΠΑ και Ταμείο Ανάκαμψης. Συγκεκριμένα, η Οικία Στουρμ, Φροντιστή και το κτήριο Τηλεπικοινωνιών έχουν ενταχθεί από το 2020 στο ΕΣΠΑ. Προβλέπεται ότι το α’ εξάμηνο του 2022 θα έχουν ανάδοχο και η αποκατάστασή τους θα γίνει με τη μέθοδο μελέτης-κατασκευής και ευθύνη της αρμόδιας διεύθυνσης του ΥΠΠΟΑ.
Για τα κτήρια Φρουράς Τάφων, Προσωπικού, Διευθυντηρίου και Δασονομείου οι μελέτες ξεκινούν αμέσως, ενώ έχει ήδη δοθεί η σχετική εντολή να ξεκινήσει η μελέτη του Διευθυντηρίου με αυτεπιστασία από το ΥΠΠΟΑ.
Σύμφωνα με τη Λ. Μενδώνη, υπολογίζεται ότι οι μελέτες αυτές θα έχουν ολοκληρωθεί τέλος 2021 με αρχές 2022, οι δε πόροι τους είναι εξασφαλισμένοι από το ΕΣΠΑ 2021-2027. Επίσης, όπως τόνισε η ίδια, στο τρέχον ΕΣΠΑ έχουν ενταχθεί οι υπό εξέλιξη μελέτες των δικτύων και υποδομών του κτήματος, που αφορούν την αποχέτευση, την ύδρευση, τον βιολογικό καθαρισμό, την πυροπροστασία και την πυρόσβεση -οι πόροι τους έχουν ενταχθεί στο εγκεκριμένο από το Ταμείο Ανάκαμψης έργο και είναι της τάξης των 20 εκατ. ευρώ. Όπως σημείωσε η υπουργός Πολιτισμού, σε κάθε κτήριο στο οποίο γίνονται μελέτες, έχουν ολοκληρωθεί ή είναι σε φάση δημοπράτησης προβλέπεται μελέτη που συμπεριλαμβάνει πυρανίχνευση και πυρόσβεση.
Όσον αφορά τα περισσότερα από 100.000 αντικείμενα που συντηρούνται και καταγράφονται από την Υπηρεσία Συντήρησης Αρχαίων και Νεότερων Μνημείων του ΥΠΠΟΑ και τα οποία βρίσκονται μέσα σε κοντέινερς στο χώρο του κτήματος, η υπουργός τόνισε ότι έμειναν άθικτα από τη φωτιά. Πρόβλημα παρουσιάστηκε σε τρεις «οικίσκους» που υπήρχαν πολύ κοντά στα Ανάκτορα. Το ένα ήταν φυλάκιο, ο δεύτερος οικίσκος καταστράφηκε μερικώς, ενώ ο τρίτος που καταστράφηκε ολοσχερώς περιείχε αντικείμενα μικρής αξίας και σε κακή διατήρηση.
Όπως έγινε γνωστό από την υπουργό και τους υπηρεσιακούς παράγοντες, το υλικό που περιλάμβανε είχε ήδη αξιολογηθεί από τις Διευθύνσεις Συντήρησης και Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς του ΥΠΠΟΑ και τα αντικείμενα που είχαν κριθεί σημαντικά και αξιόλογα είχαν μεταφερθεί σε άλλους χώρους. Στον οικίσκο αυτό υπήρχαν μαγειρικά σκεύη, διάφορες συσκευές, όπως μια ραπτομηχανή Singer και προστατευτικά τζακιών, τα οποία δεν παρουσιάζουν μετά τη φωτιά ιδιαίτερα προβλήματα. Επίσης, περιλάμβανε δεύτερη διαλογή της κάβας και χαρτώο υλικό (έντυπα, βιβλία) που είχαν κριθεί όχι ιδιαίτερα αξιόλογο.
Σε ερώτηση ως προς τα αντικείμενα που απομακρύνθηκαν από το Τατόι πρόσφατα για λόγους προστασίας, η υπουργός απάντησε ότι πρόκειται για αντικείμενα που θα μπορούσαν εύκολα να κλαπούν αν υπήρχε κάποιο πρόβλημα σε ένα από τα κοντέινερς. Σε ερωτήσεις γιατί αντικείμενα από το Τατόι που είχαν μεταφερθεί το 2016-7 στο Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού επανήλθαν στο κτήμα, καθώς και γιατί δεν μεταφέρονται όλα τα κινητά αντικείμενα για λόγους προστασίας εκτός κτήματος, υπουργός και υπηρεσιακοί παράγοντες απάντησαν ότι η επιστροφή στο Τατόι των περίπου 6.000 αντικειμένων από το Μουσείο Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού έγινε για λόγους ενότητας των αντικειμένων -τονίστηκε ότι δεν είχε μεταφερθεί μια συμπαγής ενότητα αντικειμένων, ενώ για την εκεί μεταφορά δεν υπήρχε έγκριση και συγκατάθεση των αρμόδιων διευθύνσεων του ΥΠΠΟΑ-, ο δε συνολικός όγκος των αντικειμένων -ο εμπλουτισμός των οποίων ακόμα δεν έχει ολοκληρωθεί- είναι τόσο μεγάλος (ξεπερνά τα 100.000 αντικείμενα, μεταξύ των οποίων άμαξες και αυτοκίνητα) που δεν θα ήταν εύκολο να βρεθεί κτήριο να τα στεγάσει.
Ως προς την κατάσταση των αρχαιολογικών καταλοίπων του αρχαίου φρουρίου της Δεκέλειας (Παλαιόκαστρο), που βρίσκεται εντός του κτήματος, η υπουργός δήλωσε ότι δεν παρουσιάζει κανένα πρόβλημα από τη φωτιά, ενώ ως προς τους αρχαιολογικούς χώρους και μνημεία σε Πελοπόννησο και Εύβοια, η ενημέρωση από τις αρμόδιες Εφορείες Αρχαιοτήτων είναι ότι στη μεν Εύβοια δεν έχουμε σχεδόν κανένα πρόβλημα ως σήμερα, στη δε Λακωνία τα προβλήματα που προκύπτουν σε κάποιους μεταβυζαντινούς ναούς είναι εξαιρετικά περιορισμένα.