Ο Τομεάρχης Παιδείας και βουλευτής Α’ Αθήνας του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Φίλης, σημειώνει πως, οι νεκροί αυξάνονται δραματικά, ενώ και το ποσοστό θανάτων ανάμεσα στους νοσηλευόμενους –δείκτης για την κατάσταση του εθνικού συστήματος υγείας– είναι στην Ελλάδα πολλές φορές υψηλότερο από άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Διαβάστε το άρθρο του Νίκου Φίλη
Η πανδημία δείχνει ξανά το σκληρό της πρόσωπο. Οι νεκροί αυξάνονται δραματικά ενώ και το ποσοστό θανάτων ανάμεσα στους νοσηλευόμενους –δείκτης για την κατάσταση του εθνικού συστήματος υγείας– είναι στην Ελλάδα πολλές φορές υψηλότερο από άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Σε αρκετές περιοχές η πίεση οδηγεί τα νοσοκομεία στα όρια και τα πράγματα δεν φαίνεται ότι θα πάνε σύντομα καλύτερα.
Η κυβέρνηση για μια ακόμη φορά έχει πιαστεί στον ύπνο της ανεμελιάς και της επικοινωνιακής διαχείρισης. Είδαμε την εικόνα που εξέπεμψε ο πρωθυπουργός μόλις πρόσφατα, στη διάρκεια συζήτησης επίκαιρης ερώτησης του Αλέξη Τσίπρα. Αντί να σημάνει γενικό συναγερμό και να επιδιώξει κλίμα συνεργασίας και συναίνεσης, έκανε άλλη μια φορά φθηνή επικοινωνία για τα αυτιά των ψηφοφόρων της Ν.Δ., μη παραλείποντας να εγκαλέσει… τον ΣΥΡΙΖΑ. Την ίδια στιγμή βέβαια που ξοδεύει όλη τη ζωτικότητα της κυβέρνησής του στην εγκαθίδρυση αντικοινωνικών νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων στην οικονομία, την εργασία, την παιδεία, παντού.
Στα σχολεία μας έχουν σημειωθεί περισσότερα από 20.000 κρούσματα από την αρχή της σχολικής χρονιάς. Ωστόσο, για να κλείσει ένα σχολικό τμήμα πρέπει να νοσήσει το 50%+1 των μαθητών – ένα εξωφρενικό μέτρο. Δεν γίνεται καμιά ιχνηλάτηση κι έτσι δεν γνωρίζουμε (τουλάχιστον, δεν ανακοινώνεται) πόσα από αυτά τα κρούσματα έχουν μεταφέρει τον ιό στην οικογένεια ή στην ευρύτερη κοινότητα με αποτέλεσμα νοσηλείες, διασωληνώσεις και θανάτους.
Την εξέλιξη των εμβολιασμών την παρακολουθώ ανήσυχος. Σύμφωνα με το European Centre for Disease Prevention and Control, η Ελλάδα βρίσκεται στο 70% στους ενήλικες 18+, έναντι 80% έως 92% (!) στις πιο ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες, βόρεια και δυτικά. Μια πολύ κρίσιμη διαφορά στην επίτευξη συλλογικής ανοσίας. Αλλά πόσο έχουμε αποτύχει στο μέτωπο του εμβολιασμού έχει γραφτεί κατ’ επανάληψη.
Αντίθετα, δεν διαπιστώνω να απασχολεί κυβέρνηση και ΜΜΕ πόσο πίσω έχουμε μείνει –ιδιαιτέρως– στην 3η δόση. Σκαλίζοντας λίγο τα ημερήσια νούμερα εμβολιασμών και τα ανάλογα τον Απρίλιο, όταν δηλαδή υλοποιούνταν με σχετική ορμή ο αρχικός εμβολιασμός, βλέπω ένα ημερήσιο έλλειμμα που ξεπερνά τα 20.000 άτομα (600.000 τον μήνα). Συγκεκριμένα, έναντι 950.000 πολιτών που είχαν εμβολιαστεί πλήρως μέχρι τις 30 Απριλίου και θα έπρεπε εντός του Οκτωβρίου να λάβουν την «αναμνηστική» δόση, μόλις 350.000 άτομα φαίνεται να το έπραξαν. Αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα αντιστροφής της κατάστασης, το έλλειμμα αυτό καθημερινά θα μεγαλώνει.
Το έλλειμμα στην τρίτη δόση μεταφράζεται σε έναν τεράστιο αριθμό συμπολιτών, των οποίων η ανοσία που διέθεταν έχει πλέον ατονήσει. Μια μάζα «ανεμβολίαστων - εμβολιασμένων», αν μπορεί να τους ονομάσει κανείς έτσι. Τόσο μεγάλη ώστε να ανησυχούμε ότι οι ήδη άσχημοι δείκτες της πανδημίας, θα εκτροχιαστούν τελείως. Αν δεν αλλάξει κάτι, πολύ σύντομα στα 4 εκατ. των εντελώς ανεμβολίαστων θα έχουν προστεθεί άλλα 2 εκατ. (εκείνων χωρίς αναμνηστική δόση), προοιωνίζοντας μια εξαιρετικά αρνητική, να μην προδικάσω λέγοντας θανατηφόρα, εξέλιξη. Κι αυτό, ενώ οι έρευνες δείχνουν (βλ. Ισραήλ, 29.10.2021) ότι η προστασία που παρέχεται σε όσους έχουν κάνει την 3η δόση αυξάνει ώς και 93%.
Ετσι, στη γνωστή συζήτηση («Πώς θα αυξηθούν οι εμβολιασμοί;») προστίθεται μια νέα («Πώς θα “τρέξει” η 3η δόση;») που όμως δεν έχει ανοίξει ακόμη με την ένταση που της αναλογεί.
Με προβληματίζει πώς, πολίτες οι οποίοι έσπευσαν και έδωσαν με ιδιαίτερο πάθος τη μάχη των εμβολιασμών, σήμερα δεν προσέρχονται με την ίδια ορμητικότητα για την αναμνηστική δόση. Τι τρέχει; Το αποδίδω στη γενική εικόνα χαλαρότητας και λήξης του υγειονομικού συναγερμού που κήρυξε μια παντελώς ανίκανη και αδιάφορη κυβέρνηση. «Βοηθάει» βέβαια και η κούραση των πολιτών. Μια πολύ χρήσιμη έρευνα-δημοσκόπηση του Ινστιτούτου ΕΝΑ ανέδειξε τι μας ώθησε να εμβολιαστούμε ώς τώρα: με μεγάλη διαφορά ο κυριότερος λόγος είναι η ευθύνη απέναντι στο κοινωνικό σύνολο και στους οικείους, μαζί βέβαια με την ανησυχία για την προσωπική μας υγεία. Σε δεύτερο βαθμό, η εύλογη επιθυμία για επιστροφή στην κοινωνική ζωή, χωρίς άλλη απομόνωση, λοκντάουν ή διαρκή τεστ.
Αυτό το πνεύμα συλλογικής κοινωνικής ευθύνης και αλληλεγγύης θα έπρεπε με κάθε μέσο να διεγείρουν οι υπεύθυνες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Είναι εξαιρετικά επείγον. Να κηρύξουμε πανστρατιά για την 3η δόση. Είναι καθήκον της κοινωνικής Αριστεράς και όλου του προοδευτικού κόσμου να το πράξουν. Γνωρίζουμε ότι δεν το μπορεί μια κυβέρνηση που βάζει τα επιχειρηματικά κέρδη πάνω από την υγεία των πολιτών. Με την πανδημία θα ξεμπερδέψουμε μόνο με διαρκή αγώνα και κινητοποίηση «πολλών δόσεων» και όχι με την κοινωνική παραίτηση και την συνθηκολόγηση με τον κορωνοϊό. Καθήκον και της επιστημονικής κοινότητας να μπει μπροστά, ανακτώντας και την αξιοπιστία της, που σε κάποιες –λίγες– περιπτώσεις έχει τρωθεί.
Αυτό που σήμερα μοιάζει δύσκολο, μπορεί να γίνει εφικτό, αν ενωθούν οι πολίτες σε ένα κίνημα υπεράσπισης της δημόσιας υγείας. Σε έναν αγώνα για τη ζωή και την απόκρουση-εξάλειψη της πανδημίας.
Και κάτι τελευταίο και ίσως όχι ιδιαίτερα δημοφιλές. Δεν είναι η στιγμή όμως να χαϊδεύουμε αυτιά. Σε εύλογο χρονικό διάστημα (π.χ. ένα μήνα μετά την παρέλευση 6μήνου από τον πλήρη αρχικό εμβολιασμό) θα πρέπει προφανώς να παύει η ισχύς των πιστοποιητικών ελεύθερης πρόσβασης σε εργασία, πολιτιστικές δραστηριότητες, εστίαση, μεταφορές. Συμπολίτες που θα έχουν απολέσει μέγα μέρος της ανοσοποιητικής τους ικανότητας θα ήταν ανεύθυνο και επικίνδυνο να εξακολουθούν να κυκλοφορούν ως «πλήρως εμβολιασμένοι». Οφείλουμε να μιλήσουμε και για αυτό.