Την ανάγκη λήψης μέτρων αραίωσης των τμημάτων και αλλαγής του πρωτοκόλλου του 50%+1 λόγω της έντονης διασποράς των κρουσμάτων στα σχολεία, υπογράμμισε κατά τη συνάντηση που είχε με το προεδρείο της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, Αλέξης Τσίπρας, στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας που έχει αναλάβει για συναντήσεις με φορείς για τη λήψη μέτρων ανάσχεσης της πανδημίας.
«Καταθέτουμε πρόταση για να είναι, εκτός από ανοιχτά, και ασφαλή τα σχολεία μας» δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Τσίπρας, εκφράζοντας την ανησυχία του για το γεγονός ότι «πολύ μεγάλο μέρος της εξάπλωσης του ιού με βάση τα επίσημα στοιχεία προέρχεται από τους μαθητές», καθώς το 25% των κρουσμάτων αφορούν σε παιδιά. Ανέφερε, δε, πως με βάση τα επίσημα στοιχεία μόνο το Νοέμβριο είχαμε 45.000 κρούσματα σε μαθητές.
Όπως είπε, παρ' όλο που η πλειονότητα των παιδιών δεν νοσεί βαριά ή είναι ασυμπτωματικά, η κατάσταση αυτή εγκυμονεί πολύ σοβαρούς κινδύνους για τη διασπορά στην κοινότητα, διότι «τα παιδιά που είναι φορείς του ιού έρχονται στο σπίτι σε επαφή με παππούδες και γιαγιάδες».
Με δεδομένο ότι «όλοι θέλουμε να μείνουν ανοιχτά αλλά και ασφαλή τα σχολεία», όπως σημείωσε ο Αλ. Τσίπρας, η πρόταση που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προβλέπει το κλείσιμο ενός τμήματος στο πρώτο κρούσμα για 3 μόνο μέρες και την υποχρεωτική επανέναρξη των μαθημάτων έπειτα από 3 μέρες, αφού πρώτα όλοι οι μαθητές έχουν υποβληθεί σε δωρεάν μοριακό τεστ «ώστε να σταματήσουμε την αλυσίδα της μεταδοτικότητας».
Παράλληλα, χαρακτήρισε «απαράδεκτο» το γεγονός ότι αυξάνονται οι μαθητές ανά τμήμα. «Είναι αδιανόητο στην καρδιά της πανδημικής κρίσης αντί να αραιώνουν τα τμήματα, να συγχωνεύονται, όπως έκαναν και πέρυσι» τόνισε, αποδίδοντας την επιλογή αυτή της κυβέρνησης σε «δημοσιονομικούς λόγους, μην τυχόν και προσληφθούν καθηγητές ή αναπληρωτές καθηγητές ώστε να λειτουργήσουν με λιγότερους μαθητές τα τμήματα», ενώ θύμισε ότι επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ «σε μία περίοδο που δεν υπήρχε πανδημία εμείς μειώσαμε τους μαθητές ανά τάξη για παιδαγωγικούς λόγους».
Κλείνοντας, ο κ. Τσίπρας έκανε ιδιαίτερη μνεία στην υπόθεση της Cisco, σημειώνοντας πως «σε καμία άλλη χώρα της ΕΕ δεν θα μπορούσε να σταθεί υπουργός Παιδείας εάν η Ανεξάρτητη Αρχή Προσωπικών Δεδομένων επιβεβαίωνε τις ανησυχίες ότι τα προσωπικά δεδομένα όλων των παιδιών και των οικογενειών τους τα δύο προηγούμενα χρόνια της τηλεκπαίδευσης αξιοποιήθηκαν παρανόμως από μία εταιρία, τη Cisco». Τόνισε ότι είναι αδιανόητο το γεγονός ότι αυτά τα προσωπικά δεδομένα «παρανόμως συλλέχθηκαν, διαβιβάστηκαν στις ΗΠΑ και έγιναν αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης», σημειώνοντας πως πλέον αυτό δεν αποτελεί καταγγελία ενός κόμματος της αντιπολίτευσης ή ενός συνδικαλιστικού φορέα αλλά της ίδιας της Ανεξάρτητης Αρχής. Στο πλαίσιο αυτό έκανε λόγο για «ζήτημα τόσο ηθικής τάξης όσο και ουσίας», αφού παραβιάστηκε η νομοθεσία και προσέθεσε πως «αυτό δεν μπορεί να περνά δίχως απαντήσεις».
Από την πλευρά του ο Θανάσης Κικινής, πρόεδρος της ΔΟΕ, ξεκίνησε αναφερόμενος στο «τεράστιο κτιριακό πρόβλημα το οποίο υπάρχει στις σχολικές μονάδες» και το οποίο αναδείχθηκε με την πανδημία. Όπως επισήμανε, μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας οι επιστήμονες συμφωνούσαν ότι τα σχολεία έπρεπε να ανοίξουν με 15 μαθητές ανά τμήμα και με συγκεκριμένους κανόνες αποστάσεων, κάτι που θα έπρεπε να είναι «οδηγός» για τη συνέχεια.
Ο κ. Κικίνης υπογράμμισε ότι «δεν έγινε μια προσπάθεια να εξευρεθούν χώροι σε συνεργασία με τους δήμους ή γενικά με τον δημόσιο τομέα, όπου θα μπορούσαν εναλλακτικά και για λίγο διάστημα να φιλοξενηθούν τμήματα σχολείων για να είναι εφικτός ο μικρότερος αριθμός μαθητών ανά τμήμα», ενώ επισήμανε και την αύξηση τελικά του αριθμού των μαθητών μετά τον σχετικό νόμο.
«Αυτό ήταν πραγματικά οδυνηρό. Και αυτή τη στιγμή δυστυχώς επιβεβαιωνόμαστε όταν λέγαμε στην αρχή της χρονιάς ότι θα φτάσουμε να έχουμε μεγάλο αριθμό κρουσμάτων μέσα στα σχολεία», τόνισε ο πρόεδρος της ΔΟΕ, ενώ προσέθεσε πως «μια άλλη οπτική του προβλήματος που εμφανίζεται αυτές τις μέρες είναι ότι νοσεί το 50%+1 των εκπαιδευτικών σε πολλά σχολεία».
«Δίνονται εντολές για μετακινήσεις εκπαιδευτικών από άλλες σχολικές μονάδες προκειμένου να καλυφθούν τα κενά. Δηλαδή να μετακινηθούν εκπαιδευτικοί από μονάδες που δεν υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με τον κορονοϊό σε άλλο σχολείο όπου υπάρχει», προσέθεσε και σχολίασε πως «τώρα βρισκόμαστε κυριολεκτικά με την πλάτη στον τοίχο, γι' αυτό φτάνουμε να συζητάμε πάλι για το πώς θα κλείσουν και για πόσο θα κλείσουν τα σχολεία, ενώ το ζητούμενο θα ήταν να μείνουν τα σχολεία ανοιχτά με συνθήκες υγιεινής και ασφάλειας».
Ο κ. Κικινής έκανε επίσης αναφορά στο θέμα της τηλεκπαίδευσης στη βάση της απόφασης της Αρχής Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων και καταλόγισε στην κυβέρνηση ότι δεν ακολουθεί τις «οδηγίες» που έχει δώσει η Αρχή και δεν υπάρχει «διάθεση να προχωρήσει σε προσαρμογή [...] αντιθέτως απείλησε ότι μετά από μας θα πάει και την Αρχή στα δικαστήρια».
Τέλος, σχετικά με το ζήτημα της αξιολόγησης, εξέφρασε την άποψη ότι «πολύ πριν συζητήσουμε για την ατομική αξιολόγηση, βλέπουμε ότι τα σχολεία μπαίνουν στον αστερισμό μιας λειτουργίας άλλου τύπου», ειδικά «αν το συνδυάσει κανείς και με τις νομοθετικές ρυθμίσεις που είχαμε στον τελευταίο νόμο του καλοκαιριού και που δίνουν τη δυνατότητα πλέον στις σχολικές μονάδες να αναζητήσουν πόρους εκτός κεντρικής χρηματοδότησης, όλοι φανταζόμαστε πού θα πάει αυτή η ιστορία». Μια τέτοια αντίληψη «δεν συνάδει με την προοπτική βελτίωσης του εκπαιδευτικού αποτελέσματος», σχολίασε καταλήγοντας.