Τα θετικά αποτελέσματα από τη χορήγηση ρεμδεσιβίρης σε νοσηλευμένους ασθενείς εξάρει νέα βρετανική μελέτη. Ποια η δοσολογία και πώς επιδρά στον οργανισμό του ασθενούς
Την επιθυμητή θετική έκβαση φαίνεται πως έχει η τριήμερη θεραπεία χορήγησης ρεμδεσιβίρης σε όσους ασθενείς νοσηλεύονται με COVID-19 σύμφωνα με νέα έρευνα.
Σημειώνεται ότι η ρεμδεσιβίρη είναι η πρώτη αντιική θεραπεία -χορηγείται ενδοφλεβίως- που έλαβε την έγκριση των ρυθμιστικών αρχών σε ΗΠΑ και Ευρώπη, από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (ΕΜΑ).
Όπως τονίζεται στη μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο New England Journal of Medicine, η δραστική ουσία ρεμδεσιβίρη αν χορηγηθεί ως τριήμερη θεραπεία σε ασθενείς με υψηλό κίνδυνο COVID-19, μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερο κίνδυνο νοσηλείας ή θανάτου, σε σύγκριση με ένα εικονικό φάρμακο.
Ειδικότερα, ο Δρ. Robert L. Gottlieb M.D., από το Ιατρικό Κέντρο του Πανεπιστημίου Baylor στο Ντάλας και οι συνεργάτες του, διεξήγαγαν μία τυχαία δοκιμή που περιελάμβανε μη νοσηλευμένους ασθενείς με COVID-19 με έναρξη συμπτωμάτων εντός των προηγούμενων επτά ημερών και με τουλάχιστον έναν παράγοντα κινδύνου για την εξέλιξη της νόσου. Για τις ανάγκες της έρευνας, οι ασθενείς κατανεμήθηκαν τυχαία λαμβάνοντας ενδοφλέβια ρεμδεσιβίρη (200 mg την πρώτη μέρα και 100 mg την 2η και 3η ημέρα) ή εικονικό φάρμακο – 279 και 283 ασθενείς αντίστοιχα.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν πως δυο ασθενείς από την ομάδα που τους χορηγήθηκε η ρεμδεσιβίρη νοσηλεύτηκαν ή κατέληξαν λόγω COVID-19 και 15 από την ομάδα που τους χορηγήθηκε το εικονικό φάρμακο. Επιπλέον, μέχρι την 28η ημέρα, το 1,6% στις ομάδες με ρεμδεσιβίρη και το 8,3% στις ομάδες με εικονικό φάρμακο αντίστοιχα, είχαν μία ιατρική επίσκεψη σχετιζόμενη με την COVID-19, ενώ μέχρι και την 28η ημέρα δεν καταγράφηκαν θάνατοι. Τέλος, ανεπιθύμητα συμβάντα καταγράφηκαν στο 42,3% των ασθενών που τους χορηγήθηκε η ρεμδεσιβίρη και στο 46,3% που τους χορηγήθηκε το εικονικό φάρμακο αντίστοιχα.
«Στην εκστρατεία για τον τερματισμό της πανδημίας COVID-19, τα δεδομένα αυτά προσθέτουν ένα ακόμα όπλο στη φαρέτρα για τη θεραπεία των ευάλωτων ασθενών που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο εξέλιξης σε σοβαρή νόσο της COVID-19» τονίζουν οι συγγραφείς της έρευνας.