Μια μέρα σαν σήμερα διαπράτεται ένα από τα πλεόν ειδεχθή εγκλήματα στα ελληνικά χρονικά. Τα Χριστούγεννα του 1971 ο Βασίλης Λυμπέρης είχε φύγει από το σπίτι του. Βρισκόταν σε διάσταση με την γυναίκα του Βασιλική. Ο Λυμπέρης θα γνωρίσει τον Παύλο Αγγελόπουλο και θα του εκμυστηρευτεί τα προβλήματα που είχε στο σπίτι του, κατηγορώντας γι’ αυτά την πεθερά του.
Ήθελε να «βγάλει από την μέση» την πεθρά του και ζήτησε την βοήθειά του Αγγελόπουλου, που πείσθηκε με αντάλλαγμα ένα αυτοκίνητο, επίσης ζήτησε τη βοήθεια του εξαδέλφου του Θεόδωρου Καπρέτσου. Στις 4 Ιανουαρίου ο Λυμπέρης θα τους συναντήσει σε μια ταβέρνα. Είχε προμηθευτεί μπιτόνια με βενζίνη. Καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και φεύγουν από την ταβέρνα. Ο Παύλος Αγγελόπουλος θα πει αργότερα σε συνέντευξη του πως «αν δεν υπήρχε το ποτό, δεν θα γινότανε αυτή η καταστροφή».
Έφτασαν στο σπίτι στο Χαλάνδρι και πάρκαραν σε ένα χωράφι. Ο Λυμπέρης με τον Αγγελόπουλο μπήκαν μέσα και ο Καπρέτσος έμεινε για να κρατάει τσίλιες... Κινήθηκαν προς το δωμάτιο της πεθεράς του Λυμπέρη. Ο Αγγελόπουλος άδειασε τον κουβά με τη βενζίνη. και άναψε φωτιά, που εξαπλώθηκε ακαριαία με έναν έντονο κρότο.
«Τι κάνεις; Είναι και τα παιδιά σου εδώ!»
Το «μπαμ» που ακούστηκε στο δωμάτιο της πεθεράς του, ξύπνησε την σύζυγό του και την μικρή κόρη του Λυμπέρη, που άρχισε να κλαίει. Με τα μάτια μισάνοιχτα η σύζυγος είδε τον Λυμπέρη να απλώνει τη βενζίνη στο πάτωμα και να την ανάβει. Όρμησε αμέσως επάνω του, ουρλιάζοντας «Τι κάνεις; Είναι και τα παιδιά σου εδώ!». Εκείνος τρόμαξε, δεν φανταζόταν πως ήταν και τα παιδιά στο σπίτι.
Ο Λυμπέρης σπρωξε την γυναίκα του στο κρεβάτι, άναψε ένα σπίρτο και το πέταξε στη βενζίνη. Μάνα και κόρη έκαναν μια τελευταία προσπάθεια να βγουν από το δωμάτιο. Ο Λυμπέρης τις έσπρωξε στις φλόγες. Εκείνη τη στιγμή ο Αγγελόπουλος αντιλήφθηκε ότι ήταν τα παιδιά στο σπίτι, αλλά ήταν αργά. Φεύγοντας οι δυο τους, κλείδωσαν και την εξώπορτα. Το σπίτι είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Τρεις άνθρωποι κείτονταν ήδη νεκροί, αλλά η σύζυγος του Λυμπέρη, η Βασιλική, ανέπνεε ακόμα. Το άλλοθι των δραστών ήταν προσυμφωνημένο: Έπαιζαν χαρτιά στο δωμάτιο του Λυμπέρη.
Έφτασαν στο σπίτι στο Χαλάνδρι και πάρκαραν σε ένα χωράφι. Ο Λυμπέρης με τον Αγγελόπουλο μπήκαν μέσα και ο Καπρέτσος έμεινε για να κρατάει τσίλιες... Κινήθηκαν προς το δωμάτιο της πεθεράς του Λυμπέρη. Ο Αγγελόπουλος άδειασε τον κουβά με τη βενζίνη. και άναψε φωτιά, που εξαπλώθηκε ακαριαία με έναν έντονο κρότο.
«Τι κάνεις; Είναι και τα παιδιά σου εδώ!»
Το «μπαμ» που ακούστηκε στο δωμάτιο της πεθεράς του, ξύπνησε την σύζυγό του και την μικρή κόρη του Λυμπέρη, που άρχισε να κλαίει. Με τα μάτια μισάνοιχτα η σύζυγος είδε τον Λυμπέρη να απλώνει τη βενζίνη στο πάτωμα και να την ανάβει. Όρμησε αμέσως επάνω του, ουρλιάζοντας «Τι κάνεις; Είναι και τα παιδιά σου εδώ!». Εκείνος τρόμαξε, δεν φανταζόταν πως ήταν και τα παιδιά στο σπίτι.
Ο Λυμπέρης σπρωξε την γυναίκα του στο κρεβάτι, άναψε ένα σπίρτο και το πέταξε στη βενζίνη. Μάνα και κόρη έκαναν μια τελευταία προσπάθεια να βγουν από το δωμάτιο. Ο Λυμπέρης τις έσπρωξε στις φλόγες. Εκείνη τη στιγμή ο Αγγελόπουλος αντιλήφθηκε ότι ήταν τα παιδιά στο σπίτι, αλλά ήταν αργά. Φεύγοντας οι δυο τους, κλείδωσαν και την εξώπορτα. Το σπίτι είχε τυλιχτεί στις φλόγες. Τρεις άνθρωποι κείτονταν ήδη νεκροί, αλλά η σύζυγος του Λυμπέρη, η Βασιλική, ανέπνεε ακόμα. Το άλλοθι των δραστών ήταν προσυμφωνημένο: Έπαιζαν χαρτιά στο δωμάτιο του Λυμπέρη.
Μίλησε στη θεία της
Τα ξημερώματα της 5ης Ιανουαρίου, ο 30χρονος Αντώνης Στρογγυλούδης περνώντας έξω από την μονοκατοικία που έμενε η αδελφή της γυναίκας του, θα δει καπνούς να βγαίνουν από το σπίτι. Μαζί με έναν γείτονα έσπρωξαν την πόρτα. Το θέαμα που αντίκρισαν ήταν φρικτό. Τέσσερα κορμιά κείτονταν στο πάτωμα. Η 55χρονη Αντιγόνη Μάρκου, η 3χρονη Παναγιώτα και ο ενός έτους Γιωργάκης ήταν νεκροί. Όμως η Βασιλική ανέπνεε ακόμα. Η πρώτη εντύπωση που σχηματίσθηκε ήταν πως το σπίτι είχε πιάσει φωτιά και τα τέσσερα θύματα είχαν εγκλωβιστεί στις φλόγες. Η Βασιλική διακομίστηκε στο νοσοκομείο. Άντεξε μόλις είκοσι ώρες· πριν όμως φύγει από τη ζωή θα μιλήσει σε μια θεία της, που ήταν μοναχή: «Αυτός μας έκαψε. Αυτός μας έριξε βενζίνη και ύστερα έβαλε φωτιά». Μετά τις αποκαλύψεις της γυναίκας του, ο Λυμπέρης αναγκάστηκε να ομολογήσει.
Τέσσερις φορές σε θάνατο!
Η δίκη για την υπόθεση, πραγματοποιήθηκε στις στις αρχές Μαΐου του 1972. Οι Βασίλης Λυμπέρης και Παύλος Αγγελόπουλος κατηγορούνταν για τέσσερις δολοφονίες εκ προθέσεως ιδιαζόντως ειδεχθείς και διακεκριμένη φθορά δια πυρός, ο Θεόδωρος Καπρέτσος για απλή συνέργεια και στις δύο πράξεις των δύο προηγουμένων, ενώ ο Θανάσης Σταμάτης, ο άνθρωπος στον οποίο έδωσαν τα ρούχα τους μετά τη φωτιά, για υπόθαλψη εγκληματία. «Τετράκις εις θάνατον» ήταν η ποινή για τους Λυμπέρη και Αγγελόπουλο, ενώ σε τέσσερις φορές ισόβια καταδικάστηκε ο Καπρέτσος και σε τρια έτη ο Σταμάτης.
Φωτογραφία από την εκτέλεση του Βασίλη Λυμπέρη στα Δυο Αοράκια.
Τα ξημερώματα της 25ης Αυγούστου του 1972 ο Λυμπέρης, που κρατούνταν στις φυλακές της Νέας Αλικαρνασσού, θα επιβιβαστεί στο όχημα που τον μετέφερε στον τόπο της εκτέλεσης, στο πεδίο βολής της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού στα Δυο Αοράκια, έξω από το Ηράκλειο. Εκεί θα αφήσει την τελευταία του πνοή από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Για την ίδια μέρα είχε ορισθεί και η εκτέλεση του συνεργού του, Παύλου Αγγελόπουλου, στην Κέρκυρα , όμως ο δικτάτορας Παπαδόπουλος του έδωσε χάρη λόγω του νεαρού της ηλικίας του, αφού την στιγμή τέλεσης της δολοφονίας δεν είχε κλείσει τα 18 του χρόνια. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 του απονεμήθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε, έχοντας μείνει πάνω από 20 χρόνια στη φυλακή.
Ο Βασίλης Λυμπέρης ήταν ο τελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε στην Ελλάδα.