Η ζωή και η οργάνωση των Σλάβων ως τον 5ο αιώνα - Οι πρώτες επιδρομές των Σλάβων στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία - Πώς έφτασαν οι Σλάβοι στην Πελοπόννησο; - Η εξάπλωσή τους στον Μοριά και η υποταγή τους στον αυτοκρατορικό στρατό (783) - Η σταδιακή αφομοίωσή τους από τον ελληνικό πληθυσμό της Πελοποννήσου
Οι Βυζαντινοί ασχολούμενοι με διάφορα άλλα θέματα, άργησαν να αντιληφθούν τις τεράστιες φυλετικές αναστατώσεις και τις βαθιές εθνολογικές μεταβολές που είχαν γίνει πέρα από τον Δούναβη.
Όσο υπήρχε το κράτος των Ούννων, παρέμενε και η τεχνητή ενότητα των διαφόρων φύλων που αποτελούσαν τον πληθυσμό τους. Μετά τον θάνατο του Αττίλα (453) και τη μάχη του ποταμού Nedao (πρόκειται πιθανότατα για παραπόταμο του Δούναβη) της Πανονίας το 454, η πολιτική πρωτοβουλία των βαρβαρικών λαών πέρα από τον Δούναβη, πέρασε αρχικά στους Οστρογότθους και στη συνέχεια, τον 6ο αιώνα, σε άλλα γερμανικά φύλα: τους Γέπιδες, τους Λογγοβάρδους και τους Έρουλους. Στο περιθώριο των πολιτικά συγκροτημένων αυτών λαών, ζούσαν τα πολυπληθή και ασύντακτα σλαβικά φύλα, των οποίων την παρουσία διαπίστωσαν οι Βυζαντινοί για πρώτη φορά μόλις τον 6ο αιώνα.
Όσο υπήρχε το κράτος των Ούννων, παρέμενε και η τεχνητή ενότητα των διαφόρων φύλων που αποτελούσαν τον πληθυσμό τους. Μετά τον θάνατο του Αττίλα (453) και τη μάχη του ποταμού Nedao (πρόκειται πιθανότατα για παραπόταμο του Δούναβη) της Πανονίας το 454, η πολιτική πρωτοβουλία των βαρβαρικών λαών πέρα από τον Δούναβη, πέρασε αρχικά στους Οστρογότθους και στη συνέχεια, τον 6ο αιώνα, σε άλλα γερμανικά φύλα: τους Γέπιδες, τους Λογγοβάρδους και τους Έρουλους. Στο περιθώριο των πολιτικά συγκροτημένων αυτών λαών, ζούσαν τα πολυπληθή και ασύντακτα σλαβικά φύλα, των οποίων την παρουσία διαπίστωσαν οι Βυζαντινοί για πρώτη φορά μόλις τον 6ο αιώνα.
Ο Πλίνιος, ο Τάκιτος και ο Πτολεμαίος αναφέρουν τους Venedi ή Veneti (Ουενέδες κατά τον Δ. Ζακυθηνό) που κατοικούσαν στη Βαλτική Θάλασσα. Πιστεύεται ότι ανήκαν στη μεγάλη σλαβική οικογένεια. Ωστόσο η πρώτη, έμμεση έστω, αναφορά για τους Σλάβους γίνεται από τον ιστορικό Πρίσκο, ο οποίος το 448 συνόδευσε τον Βυζαντινό πρεσβευτή Μαξιμίνο στην αυλή του Αττίλα. Κάνει μνεία σε ένα ποτό που λέγεται μέδος: «… εχορηγούντο δε ημίν κατά κώμας τροφαί, αντί μεν σίτου κέγχρος, αντί δε οίνου ο μέδος επιχωρίας καλούμενους…».
Η λέξη αυτή θεωρήθηκε ότι έχει σλαβική καταγωγή (medu) και έτσι, νεότεροι ιστορικοί συμπέραναν ότι σλαβικοί πληθυσμοί, υπήκοοι του Αττίλα, είχαν εγκατασταθεί στα μέσα του 5ου αιώνα, ανάμεσα στον Δούναβη και τον παραπόταμό του Τίσα.
Τις πρώτες μαρτυρίες για τη ζωή των Σλάβων, μας δίνει ο μεγάλος ιστορικός των χρόνων του Ιουστινιανού Προκόπιος. Τόσο αυτός, όσο και ο Ιορδάνης (Jordanes), Βυζαντινός ιστορικός αλανικής καταγωγής, θεωρούν τους Σλάβους (Σκλαβηνούς τους ονομάζει ο Προκόπιος), συγγενείς των Άντων. Ωστόσο, νεότερες έρευνες έχουν δείξει ότι οι Άντες δεν ήταν σλαβικός αλλά Καυκάσιος λαός. Όσο για το όνομα Σκλαβηνοί, απαντά για πρώτη φορά σε ελληνικές πηγές το 525 « παρά τω Ψευδο-Καισαρίω τω Ναζιανζηνώ» (Δ.Ζακυθηνός).
Στους πρώιμους χρόνους η πολιτική οργάνωση των Σλάβων ήταν υποτυπώδης. «Τα γαρ έθνη ταύτα, Σκλαβηνοί τε και Άνται, ουκ άρχονται προς ανδρός ενός, αλλ’ εν δημοκρατία βιοτεύουσι (περνούν τη ζωή τους) και δια τούτο αυτοίς των πραγμάτων αει τα τε ξύμφορα (χρήσιμα, ωφέλιμα) και τα δύσκολα ες κοινόν άγεται» (Προκόπιος).
Παρόμοια είναι και όσα γράφονται στο «Στρατηγικόν» του Ψευδο-Μαυρικίου, όπου χαρακτηρίζονται οι Σλάβοι και οι Άντες ως έθνη «ελεύθερα, μηδαμώς δουλούσθαι ή άρχεσθαι πειθόμενα», ως «άναρχα και μισάλληλα», που κυβερνιούνται «υπό πολλών ρηγών και ασυμφώνως εχόντων προς αλλήλους». Οι δοξασίες τους για τη θρησκεία ήταν πρωτόγονες και απλές, ενώ μόνο Θεό τους αναγνώριζαν τον δημιουργό της αστραπής στον οποίο και θυσίαζαν!
Ο καθημερινός βίος τους ήταν τραχύς. «Πολύ ανδρά τε και τληπαθή (ταλαίπωρα), φέροντα ραδίως (εύκολα) και καύσωνα και ψύχος και βροχήν και σώματος γυμνότητα και την των δαπανημάτων ένδειαν», γράφει για τους Σλάβους και τους Άντες ο Ψευδο-Μαυρίκιος. Γράφει ότι ήταν ψηλοί και ρωμαλέοι και τα μαλλιά τους ούτε ξανθά, ούτε μαύρα αλλά κοκκινωπά. Ο Προκόπιος προσθέτει ότι όπως και οι Μασαγέτες «ρύπου… ενδελεχέστατα γέμουσι».
Ο βίος τους ήταν ληστρικός. Έστηναν ενέδρες στους εχθρούς τους στα δάση και τους τόπους με γκρεμούς.
Ήταν τόσο εξοικειωμένοι με τα νερά των ποταμιών και των λιμνών, ώστε όταν δέχονταν αιφνιδιασμό, έπεφταν στα ποτάμια και έμεναν σ’ αυτά για ώρες, μέχρι να περάσει ο κίνδυνος!
Η έλλειψη αναπτυγμένου πολιτικού βίου δεν επέτρεψε στους Σλάβους να απαρτίσουν αυτοτελή και ενιαία κρατικά συγκροτήματα. Έτσι υποτάχθηκαν στους Ούννους του Αττίλα και αργότερα στους Κουτριγούρους και τους Αβάρους. Γράφει εύστοχα ο L. Hauptmann: «Ο λαός ούτος δεν είχε την υφήν λαού κατακτητικού… αι αναρίθμητα μάζαι του απετέλουν ανεξάντλητον απόθεμα, από το οποίον οι νομάδες των στεπών ήντλουν (αντλούσαν)το ανθρώπινον υλικόν των στρατών δια τας επιδρομάς των».
Οι πρώτες επιδρομές των Σλάβων εναντίον του Βυζαντίου
Για τις πρώτες επιδρομές των Σλάβων εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έχουμε αναφερθεί και σε παλαιότερο άρθρο μας. Θα ασχοληθούμε σήμερα εκτενέστερα με αυτές. Ως υποτελείς των Κουτριγούρων και των Αβάρων, οι Σλάβοι άρχισαν τις επιδρομές εναντίον του Βυζαντίου. Πριν από τα χρόνια του Ιουστινιανού (528-565), γράφει ο Προκόπιος, ποτέ δεν είχαν τολμήσει να κάνουν επιδρομές σε αυτοκρατορικά εδάφη.
Η πρώτη περίοδος των σλαβικών επιδρομών ξεκίνησε περίπου το 527 και έληξε το 559. Οι Κουτρίγουροι και οι Ουτίγουροι ήταν μακρινοί πρόγονοι των Βούλγαρων. Οι πρώτοι εγκαταστάθηκαν στην αρχική κοιτίδα του έθνους τους, την Αζοφική Θάλασσα (Βόρειο τμήμα της Μαύρης Θάλασσας), τη Μαιώτιδα λίμνη των αρχαίων.
Οι πρώτες επιδρομές των Σλάβων εναντίον του Βυζαντίου
Για τις πρώτες επιδρομές των Σλάβων εναντίον της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, έχουμε αναφερθεί και σε παλαιότερο άρθρο μας. Θα ασχοληθούμε σήμερα εκτενέστερα με αυτές. Ως υποτελείς των Κουτριγούρων και των Αβάρων, οι Σλάβοι άρχισαν τις επιδρομές εναντίον του Βυζαντίου. Πριν από τα χρόνια του Ιουστινιανού (528-565), γράφει ο Προκόπιος, ποτέ δεν είχαν τολμήσει να κάνουν επιδρομές σε αυτοκρατορικά εδάφη.
Η πρώτη περίοδος των σλαβικών επιδρομών ξεκίνησε περίπου το 527 και έληξε το 559. Οι Κουτρίγουροι και οι Ουτίγουροι ήταν μακρινοί πρόγονοι των Βούλγαρων. Οι πρώτοι εγκαταστάθηκαν στην αρχική κοιτίδα του έθνους τους, την Αζοφική Θάλασσα (Βόρειο τμήμα της Μαύρης Θάλασσας), τη Μαιώτιδα λίμνη των αρχαίων.
Υπό την ηγεσία των Κουτριγούρων, οι Σλάβοι ξεκίνησαν τις επιδρομές τους εναντίον του Βυζαντίου. Το 531, Ούννοι ,Άντες και Σλάβοι επιχείρησαν από κοινού να περάσουν τον Δούναβη. Όμως αποκρούστηκαν από τον στρατηγό (magister militum) Χιλβούδιο, ο οποίος μάλιστα πολλές φορές τους πολέμησε και πέρα από τον Δούναβη. Όμως ο θάνατός του το το 534 άφησε απροστάτευτο το βόρειο σύνορο του Βυζαντίου. «Ο τε ποταμός Ρωμαίων πράγματα ανέφοδα (δεν μπορεί να γίνει έφοδος σ’ αυτά), γέγονε». Με διπλωματικές ενέργειες ο Ιουστινιανός πέτυχε να διασπάσει τη συμμαχία των Σλάβων και των Αντών ως το 545. Καθώς όμως το Βυζάντιο είχε στρέψει σχεδόν αποκλειστικά την προσοχή του στα ανατολικά του σύνορα και την Ιταλία όπου αντιμετώπιζε τους Λογγοβάρδους, παραμελούσε την άμυνα του Δούναβη.
Έτσι οι Σλάβοι ως το 558, έφτασαν ως το Δυρράχιο και τη θρακική πόλη Τόπηρο. Το 550 ο στρατηγός Γερμανός τους απέκρουσε πριν κινηθούν εναντίον της Θεσσαλονίκης ενώ αργότερα ο γηραιός, αλλά ικανότατος πάντα, Βελισάριος έσωσε την Κωνσταντινούπολη από τους Κουτριγούρους και τους Σλάβους. Το 558 Κουτριγούροι και Ουτιγούρι μετά από ενέργειες της βυζαντινής διπλωματίας αλληλοεξοντώνονται σταδιακά και στο προσκήνιο εμφανίζεται ένας άλλος λαός, οι Άβαροι.
Οι σλαβικές επιδρομές στην Πελοπόννησο
Οι Σλάβοι υποτάχθηκαν στους Άβαρους το 576 μ.Χ.
Τότε άρχισαν οι κοινές επιδρομές τους στον ελλαδικό χώρο τις καταστροφές και τις λεηλασίες.
Έτσι οι Σλάβοι ως το 558, έφτασαν ως το Δυρράχιο και τη θρακική πόλη Τόπηρο. Το 550 ο στρατηγός Γερμανός τους απέκρουσε πριν κινηθούν εναντίον της Θεσσαλονίκης ενώ αργότερα ο γηραιός, αλλά ικανότατος πάντα, Βελισάριος έσωσε την Κωνσταντινούπολη από τους Κουτριγούρους και τους Σλάβους. Το 558 Κουτριγούροι και Ουτιγούρι μετά από ενέργειες της βυζαντινής διπλωματίας αλληλοεξοντώνονται σταδιακά και στο προσκήνιο εμφανίζεται ένας άλλος λαός, οι Άβαροι.
Οι σλαβικές επιδρομές στην Πελοπόννησο
Οι Σλάβοι υποτάχθηκαν στους Άβαρους το 576 μ.Χ.
Τότε άρχισαν οι κοινές επιδρομές τους στον ελλαδικό χώρο τις καταστροφές και τις λεηλασίες.
Η μάχη του Νεντάο
Στα τέλη του 583 ή τις αρχές του 584, Άβαροι και Σλάβοι διέσπασαν την αμυντική γραμμή των Θερμοπυλών και λεηλάτησαν τη Βοιωτία.
Μοναδική πηγή για τη χρονολόγηση των γεγονότων είναι τα νομισματικά ευρήματα. Από αυτά προκύπτει ότι οι εισβολείς διέσπασαν το 584 τη βυζαντινή αμυντική γραμμή μεταξύ Πάρνηθας και Πεντέλης. Ο βυζαντινός στρατός τότε, αμύνθηκε στην καλά οχυρωμένη γραμμή του Ισθμού της Κορίνθου, που ενέπνεε μεγάλη εμπιστοσύνη.
Όμως τα Χριστούγεννα του 584 ή στις αρχές του 585 οι Αβαροσλάβοι διέσπασαν ξαφνικά την αμυντική αυτή γραμμή. Η φρουρά και αρκετοί Κορίνθιοι κατέφυγαν στον Ακροκόρινθο, τον οποίο οι εισβολείς μην μπορώντας να τον κυριεύσουν, τον παρέκαμψαν.
Σύμφωνα με το «Χρονικόν της Μονεμβασίας», μεγάλο μέρος των κατοίκων, έφυγε με πλοία για την Αίγινα.
Κατά τους Ισίδωρο Σεβίλης, Ιωάννη Biclar και τον Μιχαήλ τον Σύρον, οι υπόλοιποι Κορίνθιοι σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Η Κόρινθος λεηλατήθηκε και παραδόθηκε στη φωτιά.
Από την Κόρινθο, ένας κλάδος των εισβολέων κατευθύνθηκε δυτικά, ακολουθώντας την ακτή του Κορινθιακού Κόλπου.
Για το τι ακολούθησε στη βόρεια και δυτική Πελοπόννησο, δεν γνωρίζουμε πολλά. Σύμφωνα με ένα σχόλιο του, γεννημένου στην Πάτρα, Αρχιεπισκόπου Καισαρείας Αρέθα (περ. 860-939) στο σύντομο «Χρονικόν του Νικηφόρου», αλλά και κατά το «Χρονικόν της Μονεμβασίας», το οποίο μάλλον στηρίζεται και αυτό στον Αρέθα, οι κάτοικοι της Πάτρας επιβιβάστηκαν σε πλοία και κατέφυγαν στη Νότια Ιταλία για να σωθούν.
Μοναδική πηγή για τη χρονολόγηση των γεγονότων είναι τα νομισματικά ευρήματα. Από αυτά προκύπτει ότι οι εισβολείς διέσπασαν το 584 τη βυζαντινή αμυντική γραμμή μεταξύ Πάρνηθας και Πεντέλης. Ο βυζαντινός στρατός τότε, αμύνθηκε στην καλά οχυρωμένη γραμμή του Ισθμού της Κορίνθου, που ενέπνεε μεγάλη εμπιστοσύνη.
Όμως τα Χριστούγεννα του 584 ή στις αρχές του 585 οι Αβαροσλάβοι διέσπασαν ξαφνικά την αμυντική αυτή γραμμή. Η φρουρά και αρκετοί Κορίνθιοι κατέφυγαν στον Ακροκόρινθο, τον οποίο οι εισβολείς μην μπορώντας να τον κυριεύσουν, τον παρέκαμψαν.
Σύμφωνα με το «Χρονικόν της Μονεμβασίας», μεγάλο μέρος των κατοίκων, έφυγε με πλοία για την Αίγινα.
Κατά τους Ισίδωρο Σεβίλης, Ιωάννη Biclar και τον Μιχαήλ τον Σύρον, οι υπόλοιποι Κορίνθιοι σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Η Κόρινθος λεηλατήθηκε και παραδόθηκε στη φωτιά.
Από την Κόρινθο, ένας κλάδος των εισβολέων κατευθύνθηκε δυτικά, ακολουθώντας την ακτή του Κορινθιακού Κόλπου.
Για το τι ακολούθησε στη βόρεια και δυτική Πελοπόννησο, δεν γνωρίζουμε πολλά. Σύμφωνα με ένα σχόλιο του, γεννημένου στην Πάτρα, Αρχιεπισκόπου Καισαρείας Αρέθα (περ. 860-939) στο σύντομο «Χρονικόν του Νικηφόρου», αλλά και κατά το «Χρονικόν της Μονεμβασίας», το οποίο μάλλον στηρίζεται και αυτό στον Αρέθα, οι κάτοικοι της Πάτρας επιβιβάστηκαν σε πλοία και κατέφυγαν στη Νότια Ιταλία για να σωθούν.
Οι Αβαροσλάβοι συνέχισαν την πορεία τους προς την Ηλεία, όμως δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες γι’ αυτό. Καταστροφές στην αρχαία Ολυμπία που είχαν αποδοθεί νωρίτερα στους Σλάβους, οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στους σεισμούς που έπληξαν την περιοχή. Δεν υπάρχουν επίσης μαρτυρίες για το αν οι Σλάβοι επέδραμαν και στη Μεσσηνία.
Ο άλλος κλάδος των εισβολέων κατευθύνθηκε νότια. Οι αρχαιολογικές έρευνες έδειξαν ότι αφού έσφαξαν περίπου πενήντα κατοίκους της Νεμέας κατευθύνθηκαν προς την Αργολίδα.
Κατέλαβαν το Άργος και στη συνέχεια το πυρπόλησαν. Οι Αργείοι αναζήτησαν καταφύγιο στη νησίδα Ορόβη. Πρόκειται για τη Ρόμβη του Αργολικού Κόλπου που βρίσκεται απέναντι από το Τολό και αποτελούσε καταφύγιο των κατοίκων τους Άργους πολλές φορές, λόγω της ισχυρής φυσικής και τεχνητής της οχύρωσης. Μάλιστα από το 1962 έχει κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος.
Από την Αργολίδα οι Σλάβοι κατευθύνθηκαν προς την Αρκαδία. Πυρπόλησαν και έκαψαν την παλαιοχριστιανική του Κεφαλαρίου, ωστόσο δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες για τη δράση των Σλάβων στην Αρκαδία.
Για τη Λακωνία, το «Χρονικόν της Μονεμβασίας» αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Σπάρτης μπροστά στον βαρβαρικό κίνδυνο, εγκατέλειψαν την πόλη και εγκαταστάθηκαν στη δυσπρόσιτη και ακατοίκητη ως τότε Μονεμβασία.
Η ανακατάληψη της ΒΑ Πελοποννήσου
Όμως η κυριαρχία των Σλάβων στη ΒΑ Πελοπόννησο δεν είχε μεγάλη διάρκεια. Τα βιβλία των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου γράφουν, ότι τον επόμενο χρόνο ο Έπαρχος του Ιλλυρικού, ο οποίος είχε έδρα τη Θεσσαλονίκη, με τον στρατό της επαρχίας εκστράτευσε στην Ελλάδα.
Τα νομίσματα τον ικανότατου αυτοκράτορα Μαυρίκιου (582-602) που βρέθηκαν στην Κόρινθο και το Άργος, βεβαιώνουν ότι το 586 (ίσως και λίγο αργότερα), η ΒΑ Πελοπόννησος πέρασα και πάλι σε βυζαντινή κυριαρχία.
Φαίνεται ότι το 806 πέρασαν και πάλι στα χέρια των Βυζαντινών και οι υπόλοιπες περιοχές της Πελοποννήσου όπου είχαν επικρατήσει οι Σλάβοι.
Ο άλλος κλάδος των εισβολέων κατευθύνθηκε νότια. Οι αρχαιολογικές έρευνες έδειξαν ότι αφού έσφαξαν περίπου πενήντα κατοίκους της Νεμέας κατευθύνθηκαν προς την Αργολίδα.
Κατέλαβαν το Άργος και στη συνέχεια το πυρπόλησαν. Οι Αργείοι αναζήτησαν καταφύγιο στη νησίδα Ορόβη. Πρόκειται για τη Ρόμβη του Αργολικού Κόλπου που βρίσκεται απέναντι από το Τολό και αποτελούσε καταφύγιο των κατοίκων τους Άργους πολλές φορές, λόγω της ισχυρής φυσικής και τεχνητής της οχύρωσης. Μάλιστα από το 1962 έχει κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος.
Από την Αργολίδα οι Σλάβοι κατευθύνθηκαν προς την Αρκαδία. Πυρπόλησαν και έκαψαν την παλαιοχριστιανική του Κεφαλαρίου, ωστόσο δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες για τη δράση των Σλάβων στην Αρκαδία.
Για τη Λακωνία, το «Χρονικόν της Μονεμβασίας» αναφέρει ότι οι κάτοικοι της Σπάρτης μπροστά στον βαρβαρικό κίνδυνο, εγκατέλειψαν την πόλη και εγκαταστάθηκαν στη δυσπρόσιτη και ακατοίκητη ως τότε Μονεμβασία.
Η ανακατάληψη της ΒΑ Πελοποννήσου
Όμως η κυριαρχία των Σλάβων στη ΒΑ Πελοπόννησο δεν είχε μεγάλη διάρκεια. Τα βιβλία των Θαυμάτων του Αγίου Δημητρίου γράφουν, ότι τον επόμενο χρόνο ο Έπαρχος του Ιλλυρικού, ο οποίος είχε έδρα τη Θεσσαλονίκη, με τον στρατό της επαρχίας εκστράτευσε στην Ελλάδα.
Τα νομίσματα τον ικανότατου αυτοκράτορα Μαυρίκιου (582-602) που βρέθηκαν στην Κόρινθο και το Άργος, βεβαιώνουν ότι το 586 (ίσως και λίγο αργότερα), η ΒΑ Πελοπόννησος πέρασα και πάλι σε βυζαντινή κυριαρχία.
Φαίνεται ότι το 806 πέρασαν και πάλι στα χέρια των Βυζαντινών και οι υπόλοιπες περιοχές της Πελοποννήσου όπου είχαν επικρατήσει οι Σλάβοι.
ΡΟΜΒΗ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ
Αυτό τεκμηριώνεται και από την παρουσία επισκόπων της Κορίνθου και της Πάτρας στην Όγδοη Οικουμενική Σύνοδο (879/880), ενώ και οι κάτοικοι της Πάτρας επέστρεψαν στην πόλη τους. Βέβαια Σλάβοι εξακολουθούσαν να υπάρχουν στον Μοριά. Οι Εζερίτες και οι Μηλιγγοί ήταν οι σημαντικότεροι από αυτούς (δείτε σχετικό άρθρο μας στις 05/01/2019). Ο Gavro Manojlovic (1856-1939), κροατικής καταγωγής ιστορικός, αναφέρει και άλλα σλαβικά φύλα: Poljani, Zemljani, Maine, Tchakoni, Pomorani (Primorci), Krivici, Veligostici, Doljani, Topoljani (Topljani, Topalti), Drevljani, Hrvati (Charrati), Zupci (Zubata), Crnice (Zrjani, Zarnata), Jeci (κοντά στη Σέτσοβα της Αχαΐας), Grdelji (Grdejevo) και Gramnsi.
Όπως γράφει όμως ο Διονύσιος Ζακυθηνός, οι υποθέσεις αυτές που δημοσιεύτηκαν το 1911, στηρίχτηκαν σε επισφαλή δεδομένα, κυρίως βάσει πελοποννησιακών τοπωνυμίων και καμία άλλη πηγή δεν τις επαληθεύει.
Βέβαια τα ονόματα Maine και Tchakoni, δηλώνουν σλαβική καταγωγή των Μανιατών και των Τσακώνων, κάτι για το οποίο είχε γίνεται στο παρελθόν πολύς λόγος.
Όμως ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος είναι σαφής: «Ιστέον ότι οι του κάστρου Μαΐνης οικήτορες ουκ εισίν από της γενεάς των προρρηθέντων Σκλάβων, αλλ’ εκ των παλαιοτέρων Ρωμαίων, οι (οι οποίοι) και μέχρι του νυν παρά των εντοπίων Έλληνες προσαγορεύονται δια το εν τοις προπαλαιοίς χρόνοις ειδωλολάτρας είναι και προσκυνητάς των ειδώλων κατά τους παλαιούς Έλληνας…».
Την αναμφισβήτητη ελληνική καταγωγή των Μανιατών και των Τσακώνων, έχουν αποδείξει δεκάδες Έλληνες και ξένοι επιστήμονες, από τον 19ο αιώνα ως σήμερα.
Πηγές: ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Α. ΖΑΚΥΘΗΝΟΥ, «ΟΙ ΣΛΑΒΟΙ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ», «ΑΕΤΟΣ Α.Ε.»- ΑΘΗΝΑΙ 1945 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ, Εκδόσεις ΜΥΡΜΙΔΟΝΕΣ 2010, λήμμα «Σλάβων επιδρομαί» που υπογράφει ο Παναγιώτης Α. Γιαννόπουλος.
Όπως γράφει όμως ο Διονύσιος Ζακυθηνός, οι υποθέσεις αυτές που δημοσιεύτηκαν το 1911, στηρίχτηκαν σε επισφαλή δεδομένα, κυρίως βάσει πελοποννησιακών τοπωνυμίων και καμία άλλη πηγή δεν τις επαληθεύει.
Βέβαια τα ονόματα Maine και Tchakoni, δηλώνουν σλαβική καταγωγή των Μανιατών και των Τσακώνων, κάτι για το οποίο είχε γίνεται στο παρελθόν πολύς λόγος.
Όμως ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος είναι σαφής: «Ιστέον ότι οι του κάστρου Μαΐνης οικήτορες ουκ εισίν από της γενεάς των προρρηθέντων Σκλάβων, αλλ’ εκ των παλαιοτέρων Ρωμαίων, οι (οι οποίοι) και μέχρι του νυν παρά των εντοπίων Έλληνες προσαγορεύονται δια το εν τοις προπαλαιοίς χρόνοις ειδωλολάτρας είναι και προσκυνητάς των ειδώλων κατά τους παλαιούς Έλληνας…».
Την αναμφισβήτητη ελληνική καταγωγή των Μανιατών και των Τσακώνων, έχουν αποδείξει δεκάδες Έλληνες και ξένοι επιστήμονες, από τον 19ο αιώνα ως σήμερα.
Πηγές: ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Α. ΖΑΚΥΘΗΝΟΥ, «ΟΙ ΣΛΑΒΟΙ ΕΝ ΕΛΛΑΔΙ», «ΑΕΤΟΣ Α.Ε.»- ΑΘΗΝΑΙ 1945 ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ, Εκδόσεις ΜΥΡΜΙΔΟΝΕΣ 2010, λήμμα «Σλάβων επιδρομαί» που υπογράφει ο Παναγιώτης Α. Γιαννόπουλος.
Μιχάλης Στούκας
ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ