Δεν πρέπει κανείς να κρίνει αν δεν διαβάσει μια δικαστική απόφανση και αν δεν «ακούσει» αυτούς που την εξέδωσαν. Αλλά, εφόσον συμβούν αυτά, όχι μόνο δεν απαγορεύεται, αντίθετα επιβάλλεται, να κρίνει, χωρίς φόβο (να ενοχλήσει) αλλά με πάθος (υπεράσπισης του δικαίου). Αυτά ισχύουν για όλες τις δικαστικές αποφάνσεις, άρα ισχύουν και για το βούλευμα του Δικαστικού Συμβουλίου του Ειδικού Δικαστηρίου για την «υπόθεση Novartis».
Μάς βοήθησε όλους, κι ελπίζω και την κοινή γνώμη, η πρόσφατη παρέμβαση ενός από τους αρχικά κατηγορηθέντες, και στη συνέχεια οριστικά αθωωθέντες στην εν λόγω υπόθεση, ο οποίος συμβαίνει να είναι και επιφανής νομικός -άρα ικανός να κρίνει και χωρίς προσωπικό φόβο και με δημοκρατικό πάθος.
Θα έλεγα ότι μάς ξύπνησε και μάς θύμισε, ελαφρώς παραλλαγμένο, τον τίτλο ενός γνωστού θεατρικού έργου: «δεν είναι έτσι, μόνο και μόνο γιατί έτσι νομίζετε». Θα μπορούσε να απευθύνεται στα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου, κυρίως όμως έχει χρησιμότητα για όσους, νομικούς και πολίτες, θέλουν να καταλάβουν και δεν κλείνουν μάτια κι αυτιά.
Με δυο λόγια, που δεν τολμά να τα πει έτσι, λόγω προσωπικής συμμετοχής, ο πολιτικός και συνταγματολόγος στον οποίο έγινε αναφορά: η αιτιολογία του βουλεύματος όχι μόνο δεν είναι πειστική, αλλά αυτοϋπονομεύεται και αυτοεκτίθεται. Και το ίδιο το βούλευμα, του οποίου δεν αμφισβητείται η εγκυρότητα και η παραγωγή έννομων αποτελεσμάτων, αντί να καταλύει, ενδυναμώνει την πεποίθηση περί σκευωρίας.
Το ότι οι 5 δικαστές δεν «είδαν», ως προς τον βασικό κατηγορούμενο, σκευωρία, δεν σημαίνει ότι αυτή δεν έλαβε χώρα, αφού οι ίδιοι μάς δίνουν επιχειρήματα για να την υποστηρίξουμε.
Δεν θα σταθώ στα περί ασφυκτικής στενότητας χρόνου, που προσεγγίζει την αρνησιδικία: μέσα σε ελάχιστες μέρες και σε μια μόνη διάσκεψη λήφθηκε οριστική απόφαση επί μιας τεράστιας, πολύπλοκης και τελικά εύγλωττης δικογραφίας, που είχε πάρει χρόνια να ολοκληρωθεί και κατέληγε στο αντίθετο από των δικαστών του Συμβουλίου συμπέρασμα. Ούτε στην (εύλογη;) αναζήτηση μιας «μέσης οδού» (παραπομπή στο Ειδικό Δικαστήριο αλλά για δευτερεύοντα αδικήματα) σε μια εξαιρετικά φορτισμένη, και αναγκαστικά «πολιτικοποιημένη», υπόθεση.
Θα με απασχολήσουν αποκλειστικά δυο κρίσιμα από νομική και πραγματολογική άποψη θέματα: πρώτον, οι όχι απλώς εσωτερικές αντιφάσεις, αλλά ουσιαστικά εξ αντιδιαστολής αποδείξεις, μέσω των στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν για την απόφανση ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι στη δίωξη των 10 «έπραξαν καλώς» και δεύτερον, ο υπερβάλλων ζήλος των δικαστών του Συμβουλίου να συγκροτήσουν μια «θεωρία περί απολύτως ανεύθυνου της δικαστικής κρίσης», ενώ ούτε το συνταγματικό δίκαιο τη στηρίζει, ούτε τα γεγονότα της υπόθεσης τη δικαιολογούν.
Ως προς το πρώτο: αποφαίνεται το Συμβούλιο ότι δεν υφίσταται ποινική ευθύνη του πρώην Αναπληρωτή Υπουργού Δικαιοσύνης για κατάχρηση εξουσίας σε σχέση με τη δίωξη 10 πολιτικών προσώπων, την ίδια στιγμή που ανασύρει από τη δικογραφία και θεωρεί ότι πράγματι έλαβαν χώρα μια σειρά πράξεων του ίδιου ακριβώς προσώπου που αποτελούν τον ορισμό της κατάχρησης εξουσίας: παρεμβάσεις, «προτροπές» και απειλές στο έργο Εισαγγελέων, που οδήγησαν ως και σε υπό καταναγκασμό παραίτηση, απαιτήσεις για συγκεκριμένες δικανικές ενέργειες, κατασκευή και διοχέτευση αβάσιμων στοιχείων.
Ορισμένες από τις παραπάνω παράνομες και υπονομευτικές του πολιτεύματος ενέργειες συνδέονταν ευθέως με την «υπόθεση Novartis», αλλά όλες συμμετείχαν ενός πλέγματος συμπεριφοράς, μιας γενικής στάσης έναντι της προσωπικής εξουσίας αλλά και της διάκρισης των εξουσιών, που δεν δικαιολογείται, και πάντως δεν αποδεικνύεται, ότι περιορίστηκε σε ήσσονος σημασίας υποθέσεις και δεν διαχύθηκε στην αυτοανακηρυχθείσα από τον κατηγορηθέντα Υπουργό, αλλά και από την τότε κυβέρνηση συνολικά, ως «μητέρα όλων των μαχών».
Οι πολίτες θυμούνται, και η δικογραφία αναδεικνύει, προαναγγελία (καταδικαστικών) αποφάσεων, κογκλάβια για τη (δικαστική) εξόντωση πολιτικών αντιπάλων, χωρισμό (δικαστών) σε «καλούς» και «κακούς», «δικούς μας» και «απέναντι». Αν όλα αυτά, τα οποία έγινε αποδεκτό ότι συνέβησαν, οι δικαστές του Συμβουλίου έκριναν ότι δεν αποτελούν ούτε παρανομία ούτε σκευωρία, αυτό δεν σημαίνει ότι, στον πραγματικό και το νομικό κόσμο, δεν συνιστούν και παράνομες, άρα ποινικά κολάσιμες, πράξεις και αποδείξεις σκευωρίας.
Γιατί δεν αντέχει ούτε στη νομική ούτε στην απλή λογική ο ισχυρισμός ότι οι ενέργειες των Εισαγγελέων, που κατηγόρησαν τα 10 (9 των οποίων στη συνέχεια αθωώθηκαν) πολιτικά πρόσωπα, ήταν τελικά νόμιμες, παρότι οι Εισαγγελείς πιέστηκαν πέρα από τα θεμιτά όρια από αρμόδιο για τη Δικαιοσύνη Υπουργό, και ότι αυτή η «νομιμότητα» επισύρει «νομιμότητα» και των ενεργειών του πιέσαντος Υπουργού.
Ως προς την κρίση των δικαστών του Συμβουλίου ότι δεν υπάρχει δυνατότητα εκ των υστέρων αναζήτησης ποινικών και πειθαρχικών ευθυνών για δικανική κρίση δικαστή, γιατί «θα κατέλυε την ανεξαρτησία του», δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά για την ανάδειξη της αυτοϋπονόμευσής της.
Πρώτον, η βασική συζήτηση, και κρίση, δεν αφορά δικαστές, αλλά Υπουργό που είχε καθήκον να μην αναμιγνύεται στο έργο της Δικαιοσύνης κι έκανε ακριβώς αυτό.
Δεύτερον, το Σύνταγμα και οι νόμοι προβλέπουν ρητώς και πειθαρχικό και ποινικό έλεγχο δικαστών, αλλά και πολιτικών προσώπων, για παράβαση καθήκοντος.
Τρίτον, τι συμβαίνει στην περίπτωση που δικαστική κρίση είναι αποτέλεσμα πιέσεων ή και εκβιασμού, οι οποίοι μάλιστα αποδεικνύονται; Όλα θα είναι καλώς καμωμένα και για τους εκβιασθέντες και για τους εκβιάσαντες;
Αυτό δεν θα ήταν κράτος δικαίου. Κάτι που δυστυχώς συχνά ξέχασαν όχι μόνο οι σκευωροί της «υπόθεσης Novartis», αλλά και οι δικαστές του Συμβουλίου.
* Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος και πρώην ευρωβουλευτής