25 Αυγούστου 2022

Καθηγητές ευκαιρίας…


Γιάννης Σιδέρης

Με κάθε σεβασμό στους επιστήμονες και τους ειδικούς, στην Ελλάδα η ειδίκευση και ο τίτλος της επιστημοσύνης, χρησιμοποιούνται ενίοτε από κάποιους είτε ως μανδύας ανομολόγητων πολιτικών στοχεύσεων, είτε ως προσωπική προβολή και ακκισμός της αυθεντίας.

Δύο τουλάχιστον συνταγματολόγοι, οι κ. Αλιβιζάτος και Κοντιάδης, η επιστημονική δεινότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (και σίγουρα επουδενί από τον γράφοντα), τάχθηκαν υπέρ του να παραιτηθεί ο Πρωθυπουργός. Ο ένας για το «σκάνδαλο των υποκλοπών», ο άλλος για αυτό και με αφορμή ένα αμφίβολης ποιότητας και σκοπιμότητας δημοσίευμα των New York Times.

Ταυτίζονται τυχαία ή μη, με τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ για προσφυγή σε εκλογές. Στη χορεία προστέθηκε και ο Βενιζέλος, σύμφωνα με τον οποίο «οι τηλεφωνικές υποκλοπές και η παρακολούθηση πολιτικών προσώπων αποτελούν εκφάνσεις ενός «μοντέλου συγκεντρωτικής άσκησης της εξουσίας». Αλλά τουλάχιστον δεν έφτασε να ζητήσει παραίτηση του Πρωθυπουργού.

Χωρίς κατ' ελάχιστον να έχουμε εντρυφήσει στις ανώτατες σφαίρες της επιστημονικής τους επάρκειας, ως απλοί πολίτες και μόνο διακατεχόμαστε από κάποια ερωτήματα: Όπως γράψαμε και χθες τείνουμε να θεωρήσουμε ως ανοησία την παρακολούθηση Ανδρουλάκη. Όμως όταν όλα έγιναν με το γράμμα του νόμου, με την απαιτούμενη άδεια της εισαγγελέως, σε τι συνίσταται το σκάνδαλο;

Σκάνδαλο κατά την κοινή λογική υφίσταται όταν ένας κυβερνήτης, κρυφίως χρησιμοποιεί τις αρμόδιες κρατικές ή ειδικευμένες ιδιωτικές υπηρεσίες, εκτός πλαισίου προβλεπόμενης θεσμικής νομιμότητας, και παρακολουθεί αντιπάλους του προσπορίζοντας ίδιον πολιτικό όφελος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εφόσον σε επίπεδο λειτουργίας των κανόνων της συντεταγμένης Πολιτείας τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες διαδικασίες, πώς διαπιστώνεται σκάνδαλο; Θα μπορούσε να καταλογιστεί στην κυβέρνηση πολιτική ανεπάρκεια, έλλειψη πολιτικής διορατικότητας και πολιτικής κρίσης. Αλλά έννοια του σκανδάλου δύσκολα τεκμαίρεται.

Ο δε κος Κοντιάδης (ο οποίος μπήκε σε διαμάχη με τον δημοσιογράφο Πρετεντέρη γιατί τον έψεξε για την άποψή του, λες και δουλειά των δημοσιογράφων γνώμης δεν είναι να κρίνουν τα δημόσια πρόσωπα ή τα πρόσωπα που εκ θέσεως εκφράζουν δημόσια απόψεις), επικαλέστηκε το δημοσίευμα των NYT για να ισχυροποιήσει την άποψή του περί αναγκαιότητας παραίτησης του Πρωθυπουργού. Σύμφωνα με το συμπέρασμά του εξαιτίας του δημοσιεύματος «η διεθνής εικόνα της χώρας έχει καταρρακωθεί». Κατά τον ίδιο επίσης «Τα ίδια λέγονται μεγαλόφωνα σε σοβαρά ΜΜΕ της Ευρώπης ή ψιθυριστά στα κέντρα διακυβέρνησης των ευρωπαϊκών κρατών, μέσα στο ίδιο το κυβερνών κόμμα, ακόμη και στους υπουργούς της παρούσας κυβέρνησης και φιλοκυβερνητικά μέσα».

Χωρίς καμιά διάθεση αντιπαράθεσης με τον καθηγητή (άλλωστε μικρή η οντότητα του γράφοντος) εκφράζω τον δημοσιογραφικό θαυμασμό μου που ένας κορυφαίος καθηγητής δημοσίου δικαίου, ο οποίος παρόλο που δεν έχει χρηματίσει διπλωμάτης και πολιτικός συντάκτης, είναι σε θέση να γνωρίζει τι λέγεται «ψιθυριστά στα κέντρα διακυβέρνησης των ευρωπαϊκών κρατών». Ου μην αλλά και «μέσα στο ίδιο το κυβερνητικό κόμμα, ακόμη και από υπουργούς της παρούσας κυβέρνησης» (το διπλωματικό και το πολιτικό ρεπορτάζ έφαγαν τη σκόνη του).

Από κοντά και ο πρώην πασόκος και νυν συριζαίος καθηγητής Λιάκος. Ο εν λόγω προωθεί κείμενο πρωτοβουλίας για συνυπογραφή με τίτλο: «Δημοκρατία, ώρα μηδέν», επειδή σε ερώτηση αν παρακολουθούνται και άλλοι πολιτικοί και δημοσιογράφοι, πέραν των Νίκου Ανδρουλάκη και Θανάση Κουκάκη, ο νέος διοικητής της ΕΥΠ Θ. Δεμίρης απάντησε: «Έχω πλήρη έλεγχο της υπηρεσίας τις τελευταίες 15 μέρες, κανείς δεν εξαιρείται…».

Δηλαδή θα έπρεπε να υπάρχει ειδική ρήτρα που να εξαιρεί πολιτικούς, πανεπιστημιακούς, δημοσιογράφους, και ενδεχομένως και άλλες υπεράνω υποψίας ειδικότητες; Και αυτή η στάση θεωρείται δημοκρατική και «προοδευτική» συμπεριφορά, αντί να συμβάλλουν απαιτητικά στη δημιουργία περισσότερων φίλτρων θεσμικής τεκμηρίωσης, όσον αφορά την αναγκαιότητα παρακολούθησης ενός πολίτη; Αυτό όντως θα ήταν δημοκρατική συνεισφορά στη θεσμική θωράκιση της διαφάνειας των αδιαφανών υπηρεσιών (και όταν λέμε διαφάνεια δεν εννοούμε δημοσίευση).

Αλλά είναι παρωχημένοι, κολλημένοι στο παρελθόν. Αναβιώνουν τις κληρονομημένες αταβιστικές αντιδράσεις των αριστερών από την προ χουντική εποχή για την προχουντική δεξιά. Αυτά εξακολουθούν να είναι τα αναλυτικά τους εργαλεία. Δεν συνεισφέρουν λύσεις με τις γνώσεις τους στη θεσμική θωράκιση. Αρκούνται σε απορριπτικές ιαχές.

Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση βρέθηκε σε δύσκολη θέση, όταν ο Πρωθυπουργός δήλωσε (υφιστάμενος την πίεση) πως αν ήξερε για την παρακολούθηση Ανδρουλάκη δεν θα την επέτρεπε. Εφόσον εκ των πραγμάτων ήταν νόμιμη, και εάν ήταν αιτιολογημένη, προς τι η παρέμβαση; Αλλά αυτό ουδόλως τους απασχόλησε γιατί δεν έχουν περί πολλού τη θεσμική ευταξία, και γιατί από κουλτούρα θεωρούν φυσιολογικές τις κυβερνητικές παρεμβάσεις στους θεσμούς. Τις προαναγγέλλουν κιόλας ο Τσίπρας και ο Πολάκης για τη δεύτερη φορά αριστερά και οι κ. καθηγητές ουδόλως ενοχλούνται. Γίνονται έτσι επιστήμονες πολιτικής ευκαιρίας.

ΥΓ: Τελειώνοντας, ο γράφων βρίσκει συγκινητική την προσήλωση των συριζαίων στα δημοσιεύματα των NYT, όσο και την αξιοθαύμαστη επικοινωνιακή τους δεινότητα, αφού ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ κοιμούνταν τον ύπνο του δικαίου.

Για τον Οκτώβρη του 2018 λέμε, τότε που οι ίδιοι NYT δημοσίευαν την πληροφορία ότι αξιωματούχοι των ΗΠΑ παρέδωσαν υποκλοπές στην αριστερή ελληνική κυβέρνηση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, σχετικά με τη δραστηριότητα Σαββίδη ο οποίος (κατά τις ΗΠΑ) υπονόμευε την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ. Η τότε ελληνική κυβέρνηση δέχτηκε τις αμερικανικές υποκλοπές και πειθήνια απάντησε κάνοντας ρήξη με τη Μόσχα, εκδιώκοντας Ρώσους διπλωμάτες και απαγορεύοντας την είσοδο σε άλλους δύο.



Αλλά τότε ήταν αποδεκτές οι υποκλοπές αφού βοηθούσαν τον στόχο της αριστερής κυβέρνησης. Και δεν είχε ανοίξει μύτη…

liberal.gr