02 Δεκεμβρίου 2022

Μαρτυρίες-σοκ για το Μάτι: Ήμουν στη θάλασσα και έβγαζα τις σάρκες μου-Η μάνα μου ήταν καμένη, χωρίς μαλλιά, ούρλιαζε-Έκλαιγαν όλοι στην αίθουσα με την κατάθεση της Βαρβάρας Βακάκη


Τις δραματικές στιγμές που έζησε η ίδια και η οικογένειά της κατά την επέλαση της πύρινης λαίλαπας στο Μάτι περιέγραψε στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο η Ιωάννα Πεταλά.

Συγκλονισμένοι, μέσα στην αίθουσα όπου δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος, άκουσαν οι δικαστές και οι παράγοντες της δίκης για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι την εξιστόρηση της μάρτυρα, για το απόγευμα που έχασε τους γονείς της μέσα στη φωτιά, από την οποία η ίδια γλύτωσε με εκτεταμένα σοβαρότατα εγκαύματα σε όλο το σώμα της.

«Η μάνα μου ήταν γυμνή, χωρίς μαλλιά και ούρλιαζε»

«Η μάνα μου ήταν πεσμένη στο πεζοδρόμιο, πεσμένη στα γόνατα, τόσο καμένη που δεν είχε μαλλιά. Ήταν γυμνή, χωρίς μαλλιά και ούρλιαζε. Της έφεραν ένα τραπεζομάντηλο από την ταβέρνα. Ξέρω από έναν κύριο που ήταν μαζί της ότι 5-6 ώρες ήταν ζωντανή. Με το που έφτασε στη Ραφήνα πέθανε. Ο πατέρας μου απανθρακώθηκε κοντά στο αμάξι», κατέθεσε η κ. Πεταλά, η οποία περιέγραψε σκηνές τόσο σοκαριστικές που πάγωσαν το ακροατήριο.

Η γυναίκα, η οποία νοσηλεύτηκε επί δύο μήνες με σοβαρές επιπλοκές που αντιμετωπίστηκαν σε ΜΕΘ, κατέθεσε στο δικαστήριο πως έχοντας αρπάξει φωτιά έφτασε στη θάλασσα και έπεσε μέσα για να σωθεί. Οι περιγραφές της για εκείνο το μαρτυρικό απόγευμα έμοιαζαν κυριολεκτικά με κατάβαση στην κόλαση: «Εκείνη την ημέρα, γύρω στις 17:30, άκουσα στην τηλεόραση για τη φωτιά στο Νταού. Δέκα λεπτά μετά, κόπηκε το ρεύμα και βγήκε όλη η γειτονιά έξω. Υπήρχε κάτι περίεργο στην ατμόσφαιρα, ο αέρας δυνατός. Είπαμε να κλειστούμε στο σπίτι. Την ώρα που έκλεινα το τελευταίο παντζούρι ακούω τη μαμά μου να ουρλιάζει. Είχαν λαμπαδιάσει κάτι κλαδιά. Άρπαξε η μαμά μου την τσάντα της κι εγώ τα κλειδιά και φύγαμε... Την ώρα που φεύγαμε μια γειτόνισσα έμπαινε στο αμάξι της και πήγαμε μαζί της. Φύγαμε αναγκαστικά αριστερά και κάτω. Η φωτιά μάς κυνήγαγε από αριστερά και πίσω. Ακινητοποιηθήκαμε και είδα ότι η φωτιά ήταν πολύ κοντά. Τους λέω βγείτε έξω θα καούμε. Έπεσε πολύ πυκνός μαύρος καπνός...».

«Θυμάμαι να είμαι στη θάλασσα και να βγάζω τις σάρκες μου»

Η μάρτυρας, πολύ έντονα φορτισμένη, αφηγήθηκε για τις στιγμές που πλέον η φωτιά τους πρόλαβε ενώ έτρεχαν να σωθούν: «Έπεσα κάτω, έχασα τα γυαλιά μου. Γύρισα πίσω και είδα πύρινες νιφάδες. Ενστικτωδώς κατευθύνθηκα προς θάλασσα. Άκουγα ανθρώπους να ουρλιάζουν. Περνούσε ένα νεαρός μόνο με το μποξεράκι του και πιο κει μια μάνα με ένα λιπόθυμο παιδάκι ή νεκρό... Άκουσα κάποιον να μου λέει "κοπέλια καίγεσαι". Είχα πιάσει φωτιά από πίσω. Έφτασα στη θάλασσα κι έπεσα κατευθείαν μέσα. Από πάνω καιγόντουσαν τα πάντα. Είχε εκρήξεις. Κάθισα δίπλα σε μια οικογένεια. Κάποια στιγμή κρύωνα. Θυμάμαι να είμαι στη θάλασσα με τα χέρια απλωμένα και να βγάζω τις σάρκες μου. Βγήκα έξω αλλά ξαναμπήκα μέσα γιατί στέγνωσα και πέθαινα από τον πόνο».

«Ακόμα με πονάνε με τη ζέστη τα εγκαύματα»

Μέσα σε αυτό το σκηνικό, όπως ανέφερε η μάρτυρας, άκουγε πολλούς να προσπαθούν να αναζητήσουν βοήθεια, χωρίς ωστόσο να βρίσκουν ανταπόκριση. «Κάποιος μίλησε με έναν δικό του και του είπε "είμαστε όλοι στην παραλία. Ειδοποίησε κάποιον να έρθει να μας σώσει". Κάποια στιγμή άκουσα τη φωνή κάποιου γνωστού μου. Ζήτησα βοήθεια γιατί δεν μπορούσα ούτε να μιλήσω. Άκουσα στην παραλία τη φωνή της γειτόνισσάς μου. Της λέω "που είναι η μάνα μου;". Μου λέει "είναι καλά". Προσπάθησα να τη βρω... Ήρθε ένα καραβάκι, έπεσα λιπόθυμη. Φτάσαμε στη Ραφήνα. Κάποια στιγμή με πήγαν στο Θριάσειο, μετά από λίγο με πήγαν στο ΓΝΑ, έμεινα 54 μέρες. Έχω καεί στα χέρια, στην πλάτη, στους γλουτούς και τα πόδια. Έπαθα πνευμονική εμβολή, είχα επιπλοκές. Μπήκα στην ΜΕΘ 8 ημέρες. Είχαν πει ότι δεν θα γλιτώσω. Δεν μπορούσα να περπατήσω. Ακόμα με πονάνε με τη ζέστη τα εγκαύματα. Δεν μπορώ να λειτουργήσω σωστά. Δεν περνάει μέρα που να μη σκεφτώ αυτά που έχω ζήσει», σημείωσε η κ. Πεταλά.

Με σφιγμένα τα χαρακτηριστικά της, η μάρτυρας κατέθεσε στη συνέχεια όσα έμαθε πως συνέβησαν στους γονείς της, αφού χωρίστηκαν κυνηγημένοι από τις φλόγες, περιγράφοντας τις εικόνες που της μετέφεραν με τη μητέρα της καμένη να ουρλιάζει από τους πόνους επί ώρες και τον πατέρα της απανθρακωμένο κοντά στο αυτοκίνητο.

Οργισμένη η μάρτυρας, τόνισε: «Δεν μας ενημέρωσε κανείς. Υπήρξε η αντίληψη στο Μάτι ότι αν συνέβαινε κάτι επικίνδυνο χτυπούσαν οι καμπάνες. Αν μας ειδοποιούσε κάποιος έστω και δέκα λεπτά νωρίτερα... Μία κατηφόρα ήταν... Οι δικοί μου θα ζούσαν».

«Δήλωσα τους αγνοούμενους στην Πυροσβεστική Θεσσαλονίκης»

Η αδελφή της μάρτυρα, Δήμητρα Πεταλά, περιέγραψε το χάος που αντιμετώπισε αναζητώντας τους δικούς της χωρίς να μπορεί να βρει κανέναν στον κρατικό μηχανισμό να τη βοηθήσει. Είναι ενδεικτική η περιγραφή της για το τι συνέβη εκείνο το απόγευμα: «Και δέχομαι κλήση λίγη ώρα αργότερα, τηλέφωνο από την Πυροσβεστική Θεσσαλονίκης. Εκεί, στην Πυροσβεστική Θεσσαλονίκης δήλωσα τους αγνοούμενους. Στην πυροσβεστική Θεσσαλονίκης».

Ακόμη και για να αναγνωρίσει τους γονείς της, η μάρτυρας, όπως είπε, δεν ειδοποιήθηκε από κανέναν. Μόνη της πήρε τηλέφωνο: «Δεν είχα καμία ενημέρωση. Πήρα τηλέφωνο και τους λέω "νομίζω πως σε αυτούς τους σάκους που έχετε, έχω δυο νεκρούς μέσα».

Όπως κατέθεσε η μάρτυρας, δεν θα ξεχάσει ποτέ πως όταν πήγε να δει την αδελφή της στο νοσοκομείο, «ο θάλαμος μύριζε καμένη σάρκα. Ήταν άλλοι τρεις μαζί με την αδελφή μου».

Έκλαιγαν όλοι στην αίθουσα: Η σπαρακτική κατάθεση της Βαρβάρας Βακάκη

Της Ιωάννας Μάνδρου
skai.gr

Κόλαση και οργή - Η μάρτυρας περιέγραψε πώς έχασε τον άνδρα της και τα δύο της παιδιά - «Ερχόντουσαν οι βάρκες και οι δικοί μου δεν κατέβαιναν...»

«Σήμερα θα ήθελα να περιμένω τα παιδιά μου να γυρίσουν από το σχολείο, όχι να είμαι εδώ μαζί σας. Βοηθήστε οι δολοφονίες των ανθρώπων μας στο Μάτι να είναι η τελευταία τραγωδία σε αυτή τη χώρα.

Για την Εβίτα, τον Αντρέα και τον Γρήγορη. Πέθαναν στη φονική πυρκαγιά στις 23ης Ιουλίου 2018 από τος εγκληματικές παραλήψεις και τα τραγικά λάθη όλων των κατηγορουμένων. Ο σύζυγος μου με τα παιδιά εμένα στο Μάτι κι εγώ πηγαινοερχόμουν στο Γαλάτσι. Θα ήθελα να μην είμαι στη δουλειά μου εκείνο το απόγευμα. Θα ήθελα να ήμουν μαζί τους. Ενημερώθηκα από το Ίντερνετ ότι έχει φωτιά στο Νταού Πεντέλης. Τηλεφώνησα στο σύζυγο μου και μου είπε ότι άδικα ανησυχώ. Ότι άκουσε στην τηλεόραση πως κατευθύνεται στο Διόνυσο και θα έπρεπε να ανησυχούμε για το Σπίτι μας στη Δροσιά».

Κατά τη διάρκεια της κατάθεσής της, λυγμοί απ όλες τις πλευρές τις αίθουσας έκλαιγαν οι παρευρισκόμενοι, δικηγόροι, πολίτες οι πάντες, ενώ η ίδια περιέγραψε λεπτό προς λεπτό την κόλαση που έζησε.

«Εγώ επέμενα, τηλεφωνούσα συνεχώς. Βγήκε στη λεωφόρο Μαραθώνος να δει τι συμβαίνει. Γύρω στις εξι παρά βγήκε να δει. Με πήρε τηλέφωνο και ήταν άλλος άνθρωπος. Ήταν τρομοκρατημένος γιατί η φωτιά πλησίαζε απειλητικά. Θα έφευγε από το σπίτι για να βρει ασφαλές σημείο με τα παιδιά. Εγώ μόλις το άκουσα αυτό έφυγα από το γραφείο. Όταν κατάφερα να βρεθώ στη λεωφόρο Μαραθώνιος στην έξοδο προς Ραφήνα, αυτό που αντίκρισα ήταν τρομακτικό. Κινητοποιημένα αυτοκίνητα. Δεν καταλάβαιναν γιατί έχουν σταματήσει. Έπαιρνα το Γρήγορη, τα παιδιά στα κινητά τους, δεν το σήκωναν».

Κάποια στιγμή ο γιος της σήκωσε το τηλέφωνο του πατέρα του. «Το παιδί ήταν τρομοκρατημένο. Μου είπε ότι βρίσκεται στο λιμάνι του Ματιού, ότι γίνονταν εκρήξεις και ήταν μια χαοτική κατάσταση. «Φοβάμαι μαμά μου!» μου είπε. Του είπα ότι προσπαθώ να έρθω να τους βρω. Μου λέει «εσύ να μην έρθεις, θα έρθουμε εμείς». Ήταν φοβισμένος κι εγώ δεν ήμουν εκεί. Να του κρατήσω το χέρι να του πω ότι όλα θα πάνε καλά».

Στην προσπάθεια της να φτάσει στο Μάτι, ένα μηχανάκι της φώναξε «Γύρνα πίσω, θα καείς, καίγονται τα πάντα», εκείνη όμως δε σταμάτησε. «Έπαιρνα το Γρηγόρη. Κάποια στιγμή γύρω στις 18.30, όταν μου απάντησε στο τηλέφωνο, ούρλιαζε. «Καιγόμαστε! Δεν το καταλαβαίνεις! Που να έρθεις να μας βρεις!». Ο Γρηγόρης μου έκανε ότι ήταν δυνατό για να σώσει τα παιδιά μας. Δεν μπορεί να ήταν οι δικοί μου. Όχι τα δικά μου τα παιδιά, όχι ο άντρας μου. Όχι έτσι.» ξέσπασε η Βάρβαρα Βουκάκη.

Η γυναίκα περιέγραψε ότι βρήκε το φίλο της, Τάκη Μπαλάσκα και τη βοήθησε να ψάξει την οικογένεια της. «Του είπα να πάει στο σπίτι στο Μάτι να δει μήπως τους βρει. Με παίρνει και μου λέει «στο σπίτι δεν υπάρχει κανένας» και πως καιγόταν ένα σημείο του σπιτιού και προσπαθούσε να το σβήσει μόνος του. Να το ξαναπώ; Ανυπαρξία κρατικού μηχανισμού. Ξεκίνησα να πάω στο Μάτι φορτωμένη με όσα πράγματα θεωρούσα ότι μπορεί να χρειάζονταν άνθρωποι που έχουν περάσει από φωτιά. Πριν φτάσω στην Αγία Μαρίνα είδα δυο περιπολικά σταματημένα κι έκλειναν το δρόμο. «Που πάτε κυρία μου; Είστε τρελή; Κάτω κάηκαν τα πάντα» μου είπαν και απάντησα «θα περάσω τώρα, ψάχνω την κόρη μου, τον άντρα και το γιο μου». Ποιο Μάτι; Ποια περιοχή; Δεν υπήρχε τίποτα. Μυρωδιά καμένου, σκοτάδι, νεκρική σιωπή! Δεν είχε μείνει τίποτα ζωντανό. Μόνο κάποιοι άνθρωποι σαν εμάς».

Φτάνοντας στο σπίτι της ο αντίκρισε εικόνα εγκατάλειψης. «Κατάλαβα ότι ο Γρηγόρης έτρεχε για να σωθεί. Έκανα εικόνα τη στιγμή που μιλούσα με το Γρήγορη και φώναζε στα παιδί να φύγουν και η Εβίτα έλεγε «μπαμπά να βάλω τα παπούτσια μου» και τις φώναζε «έλα με τις σαγιονάρες». Ήθελα να ψάξω δρόμο δρόμο. Κατεβαίναμε στον παραλιακό δρόμο του Ματιού. Εγκατάλειψη. Καμένα. Κόσμος που έψαχνε τους δικούς του. Δεν ξέρω αν μπορείτε εσείς να μπείτε στα δικά μας μάτια να ζήσετε ότι ζήσαμε. Με τι λόγια; Ποιες πινελιές να ζωγραφίσουν εκείνη τη μαύρη εικόνα;». 

«Φτάσαμε στο σημείο που ήταν τα αυτοκίνητα το ένα πάνω στο άλλο. Χαμός. Είχε μέσα απανθρακωμένους ανθρώπους. Που ήταν οι δικοί μου άνθρωποι; Θα τους έβρισκα έτσι; Βλέπω το αμάξι του συζύγου μου παρατημένο. Λέω όχι εδώ ο άνδρας μου και τα παιδιά μου! Γιατί έχει παρατήσει το αμάξι ανοιχτό; Τι τον ανάγκασε; Δεν ήξερα. Φώναζα τα ονόματα τους. Ποιος να απαντήσει; Τι να απαντήσει;» ανέφερε.

«Βρήκα την Εβίτα μου..»

Στη συνέχεια κατευθύνθηκε στο λιμάνι της Ραφήνας. «Έδωσα ονόματα και στοιχεία. Κατέβηκα κάτω. Οι βάρκες έφταναν, πρόσωπα μαυρισμένα, κουβέρτες, σε άθλια κατάσταση. Πανικοβλημένοι. Κάθε φορά που ερχόταν μια βάρκα τρέχαμε. Κι όταν έφευγε η βάρκα και δεν κατέβαινα κανείς από τους δικούς μας, απογοήτευση» είπε και συμπλήρωσε:

«Σε μια από όλες τις φορές που βρίσκομαι στο Λιμεναρχείο με πλησίασε μια αξιωματικός και μου είπε ότι έχουν βρει ένα κοριτσάκι. Από τις φωτογραφίες που τους είχα δώσει.... Είχε μια φωτογραφία στο κινητό της. Με ρώτησε αν μπορεί να μου τη δείξει. Της είπα ναι. Πίστευα ότι δεν θα είναι το δικό μου παιδί. Και είδα τη φωτογραφία και δεν ήταν λάθος και ήταν η Εβίτα μου. Με ροζ μπλουζάκι της όπως μου είχε στείλει λίγες ώρες νωρίτερα ένα βίντεο. Τραγουδούσε και γελούσα. Τώρα δεν είχε ζωή. Έπρεπε να συνεχίσω. Η ζωή μου είχε τελειώσει, αλλά είχα άλλο ένα παιδί κι ένα σύζυγο. Έπρεπε να σταθώ στα πόδια μου. Να ξανά κατέβω στις βάρκες να τους βρω. Ερχόντουσαν οι βάρκες και οι δικοί μου δεν κατέβαιναν».

Το οικόπεδο με τον θάνατο.

Χωρίς ψυχικές δυνάμεις μετά την είδηση του θανάτου της της κόρης της, της Εβίτας, η Βαρβάρα Βουκάκη συνέχισε την προσπάθεια να βρει τον σύζυγο και τον γιο της. «Κάποια στιγμή μάθαμε ότι υπήρχε ένα οικόπεδο, το οικόπεδο Φράγκου. Που είναι αυτό το οικόπεδο ρωτάω. Από την περιγραφή του σημείου κατέρρευσα. Ήταν πολύ κοντά εκεί που βρέθηκε το αυτοκίνητο. Είχα περάσει απ' έξω! Φώναξα, ποιος να μου πει ότι όταν πέρασα απ' έξω το βράδυ ότι μέσα σε εκείνο το οικόπεδο εγώ η μάνα είχα χάσει το παιδί μου και τον άντρα μου».

«Θέλω να μπω μέσα. Κάποιοι αστυνομικοί έκλεισαν την καγκελόπορτα. Τους λέω αν δε με αφήνετε, μπείτε εσείς, ο σύζυγος μου έχει ένα τατουάζ με τα ονόματα των παιδιών. Λίγο αργότερα είδα να έρχονται οι άνθρωποι της ΕΜΑΚ. Τους παρακάλεσα να μπω μέσα. Μας είπα να αναγνωρίσουμε τους ανθρώπους μας στο Σχιστό και στο Γουδί. Ο Τάκης βρήκε κάποιους δικούς του και τους έδωσε πληροφορίες για τον άντρα μου και το παιδάκι μου. Μετά άρχισε το ταξίδι μου στις υπηρεσίες. Δε μπορώ να πιστέψω ότι από μια πυρκαγιά, την κρατική ανυπαρξία, χωρίς πυροσβεστικά, χωρίς εναέρια, να φτάνεις να χάνεις τους δικούς σου και να πηγαίνεις από τη μια υπηρεσία στην άλλη. Όχι εμάς, των ανθρώπων μας. Να σε σέρνουν και να σε τρέχουν και να μη ξέρει ένας να πει αν οι άνθρωποι σου είναι εδώ».

«Εγώ η ίδια πήγα στα ψυγεία να δω αφού δε μπορείτε να μου δώσετε μια απάντηση. Κάποια στιγμή με ειδοποίησαν από την ιατροδικαστική υπηρεσία να δώσω dna για να γίνει η επίσημη ταυτοποίηση για την Εβίτα. Ζήτησα να δω. Μου το επέτρεψαν. Τα χεράκια της, τα δαχτυλάκια της. Ήξερα για τον άντρα μου, αλλά ευχόμουν για τον Αντρέα μου. Μέχρι τελευταία στιγμή ηλπιζα ακόμα. Με ενημέρωσαν ότι ταυτοποιήθηκε και ο Αντρέας μου και ακολούθησε το δρόμο που άνοιξε ο Γρηγόρης μου και η Εβιτα μου. Χάθηκε η οικογένεια μου...»